Οι ηδονές της Αϊσέ [65]
22-06-2018

65. Η νύφη

 

Η είδηση πως ο Εμίνογλου αναζητούσε προξενήτρες για να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί, αναγγέλθηκε από τον ίδιον στις ψυχοκόρες του, σε ένα δείπνο Παρασκευής. Οι κοπέλες χάρηκαν, του ευχήθηκαν κάθε καλό και ο Εμίνογλου έμοιαζε ευχαριστημένος.

Εκείνη που άρχισε να σκέφτεται διαφορετικά, ήταν η Μπολούρ, η Ατζέμισσα. Μέσα στην εγκάρδια διάθεση, σκέφτηκε να αστειευτεί και είπε «γιατι να ψάχνεις σε ξένο κόσμο όταν έχεις μπροστά σου τρεις νύφες;» κι έδειξε έναν γύρο.

Το αστείο δεν έπιασε- απεναντίας έπεσε γενική βουβαμάρα και περισυλλογή. Ο Εμίνογλου αποσβολώθηκε και χαμογέλασε, αλλά την επομένη βρήκε έναν δικολάβο και τον ρώτησε. Όντως δεν υπήρχε εμπόδιο, επειδή με τα κοράσια δεν τον έδενε οικογενειακός ή πνευματικός δεσμός. Τεχνικά, προστάτευε τρεις νέες γυναίκες, χάρη την καλή του πρόθεση. Τίποτε άλλο. Με την Αϊσέ και την Άφρα τον χώριζαν πολλά χρόνια, αλλά η Μπολούρ ήταν δέκα χρόνια πιο μεγάλη και από τις δυο. Κατά τα τρέχοντα έθιμα, κόντευε να γίνει μεγαλοκοπέλα. Ένας γάμος με τον Εμίνογλου ήταν απολύτως δυνατός.

Τόσο ο  Εμίνογλου, όσο και η Μπολούρ, πέρασαν λίγες μέρες περισυλλογής. Η Αϊσέ και η Άφρα, ήταν τόσο ενθουσιασμένες με το ενδεχόμενο, ώστε τριβέλιζαν το μυαλό της με ευχές και ευτυχία. Πώς δεν το σκέφτηκαν έως τότε! Ο προστάτης τους, που τους φερόταν τόσο ιπποτικά και άψογα, θα ήταν ευτυχής αντικαθιστώντας το καθεστώς της προστασίας με έναν δεμένο γάμο. Έτσι το έβλεπαν και δε δίσταζαν να το διαφημίζουν.

Αναπάντεχα καλή φάνηκε η ιδέα και στον Εμίνογλου που σκόπευε να παντρευτεί για να μην υπάρξουν διαδόσεις πως μπερμπάντευε με έναν αμαξά, ανάξιό του. Ξαφνικά, δε χρειαζόταν να αλλάξει συνήθειες, και να φιλοξενήσει στο κονάκι του μιαν άγνωστη. Ήξερε καλά την Μπολούρ, πως ήταν φιλότιμη, σταθερή και αγαπούσε τα κοράσια, ενδεχομένως και τον ίδιο. Επίσης η στάση του επί πολλά χρόνια, ήταν μια εγγύηση πως δεν θα ταράζονταν  ο βίος του με ξένους χαρακτήρες και περίεργα συμπεθέρια.

Στην καρδιά της Μπολούρ δεν υπήρξε επισήμως διαταραχή. Αγνοούσε επίτηδες τα σουσούμια του προστάτη της και τον συμπαθούσε επειδή της φερόταν ανθρώπινα, γι’ αυτό και αισθανόταν σε θέση να αστειεύεται μαζί του- τέτοιο θάρρος. Ο πλούτος και η στάση του να φροντίζει με ευγένεια τα πάντα, την θέρμαινε. Αλλά ήταν ντροπιάρα, κι άλλο τόσο ήταν και ο Εμίνογλου.

Έτσι, αμφότεροι περίμεναν την ευκαιρία ενός άλλου γεύματος, όπου η Αϊσέ αυτή τη φορά, αστειεύτηκε: «τι θα γίνει, θα σας πουμε καμιά φορα μπαμπά και μάνα». Το υποψήφιο ζεύγος γέλασε ταυτόχρονα και ο Εμίνογλου άδραξε την ευκαιρία; «Τι λές Μπολούρ; Να παντρευτούμε;»

«Ναι» απάντησε εκείνη αυτόματα και όλοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν.

Το μεγάλο μυστικό έμεινε αόρατο και απειλητικό γύρω τους σαν Μόρα και Καταδίκη και Τυραννία . Ο Εμίνογλου παντρεύονταν για να μασκάρει τον έρωτά του με τον αμαξά,  η Μπολούρ επειδή βιαζόταν να παίξει όλες της στάσεις του περιοδικού που της έδωσε μια γρηά γειτόνισσα.

Κατά τα άλλα, θα ήταν ένας καλός και σίγουρος γάμος.