Οι ηδονές της Αϊσέ [52]
05-06-2018

52. Η παιδίσκη

 

Ενώ η Κασπία συντρόφευε τη Μαύρη θάλασσα κι επάνω στους αμαξιτούς δρόμους η λασπουριά ανάγκαζε τα πρωτόγονα αυτοκίνητα να έχουν ένα τσαπί κι ένα φτυάρι δεμένα με λουρί στο καπώ, οι καμήλες με τα φορτώματα και τα σεμνά γαϊδουράκια τρόμαζαν από τον ήχο των μοτοριών, η παιδίσκη Αϊσέ πάγωνε και έσκαγε από τη ζέστη και τις ξαφνικές παγωνιές του ταξιδιού προς την Τραπεζούντα.

Η περέτρα της ήταν η έφηβη Άφρα και τροφός και των δύο, που επιστατούσε ως οικονόμος, η Μπολούρ η κρυσταλλένια, σε ώρα γάμου, η μεγαλύτερη. Η Μπολούρ δεν θα ξενητεύονταν επειδή την ζητούσαν για γάμο πολλοί και λεβέντες, αλλ’ ήταν η μόνη που μπορούσε να περιγράψει το κάθε τι που έβλεπε στην τυφλή παιδίσκη, με ζωντανό τρόπο που της άναβε το ενδιαφέρον και λειτουργούσε ωσάν φωνητική συνείδηση.

Οι κοπέλες πρώτα πέρασαν από την Τεχεράνη να εφοδιαστούν με χαρτιά και μετά ταξίδεψαν έως το Ραστ και βρήκαν ένα ρωμέικο μπαρκομπέστια που τις έβγαλε σε τρεις ημέρες στο Μπακού. Ακολούθησε ο δύσκολος δρόμος από το Μπακού στο Ερζερούμ. Έρημοι, λίμνες, αντλίες πετρελαίων, φυλές που κρύβονταν σε άγονα βουνά, αντιπρόσωποι εταιρειών και πολέμαρχοι. Κι αυτά τα τοπία, κι αυτές τις φωνές, η Μπολούρ είχε το χάρισμα και τα ζωντάνευε πίσω από τα μαραμένα ματάκια της Αϊσέ και την γέμιζαν με χαρά. Αραιά και πού, φαινόταν στον ουρανό ένα διπλάνο να πετάει από τις Εταιρείες, αλλά αυτό η Μπολούρ δεν μπορούσε να το εξηγήσει στην παιδίσκη, καθώς μήτε η ίδια το καταλάβαινε.

Η Άφρα, απεναντίας, δεν μιλούσε πολύ και δεν εξηγούσε τίποτε, αλλά τα χεράκια της βρισκόταν συχνά πάνω στο δέρμα της Αϊσέ, να την ντύνει, να την αλλάζει, να τη λούζει και να την αφήνει να κοιμάται στην αγκάλη της.

Στο ταξίδι δεν κινδύνεψαν καθόλου, καθώς ο Αβδούλ ανέθεσε το ταξίδι σε μια Φυλή λιγόλογη που ήξερε αμέτρητα χρόνια τους κινδύνους των τόπων και φυλάγονταν. Κατάγονταν από το Μπανέχ, μια καταραμένη ερημιά που έβγαζε λήσταρχους και αντάρτες, αλλά μετά τους Άγγλους, οι περισσότεροι έγιναν ταχυδρόμοι.

Σε όλων τις σπάνιες συνομιλίες το θέμα ήταν κυρίως η δόξα της Τραπεζούντας, οι κρεμασιές του Καυκάσου και οι άγριες χαράδρες του Καρς, ενώ όλοι παίνευαν τις πράσινες κοιλάδες φυτεμένες με τεϊόδεντρα και παραμύθια για κράτη γυναικών που κανένας δεν τις είχε ιδεί, αλλά όλοι τις πίστευαν ως μάγισσες και γιάτρισσες, ενώ ήξεραν και απο τα άστρα και τους αστερισμούς.

Ώσπου να κατέβουν από το Ερζερούμ στη θάλασσα, το πολλών εβδομάδων ταξίδι, γέμισε την καρδιά της Αϊσέ με μεγάλη λαχτάρα και φόβο, αλλά τον έκρυβε. Κυρίως ήταν διδαγμένη, τώρα που θα γνώριζε τον άγνωστο προστάτη της, να κρύψει επιμελώς πως ήταν κόρη της Σεχιφιέ και να λέει λίγα για την πατρίδα της.

Το κορίτσι δεν ήξερε πολλά για τον προορισμό της, αλλά ήξερε πως ήταν διαλεχτή και πως την όριζε ένα τυχερό άστρο στη ζωή της. Κι αν αυτά θα φαίνονταν φτενά και ολίγα για έναν ακμαίο άνθρωπο, φαινόταν απρόσιτο βουνό για ένα παιδί εξαρτημένο από τα λόγια των άλλων, ακόμη κι αν την πρόσεχαν και την αγαπούσαν.