Οι ηδονές της Αϊσέ [19]
19-04-2018

19. Η φωνή της σάρκας

 

Η Λυγερή του βουνού, η Γκιορ Κισλά της λίμνης και η Σαχίνη της Φυλής, ήταν πλέον, στον τόπο των αβασιλεύτων Αράβων, την Σούρα, η κυρά του Αλούφ, και είχε περέτρες και δούλες, μετάξια και σεντέφια. Ο Αλούφ σπανίως την έβλεπε στις αρχές της διαμονής, καθώς ήταν απασχολημένος με τις θαυμαστές εντυπώσεις μιας νέας ζωής. Αλλά του αρκούσε να χαίρεται  το μαγικό της βλέμμα που ρουφούσε το φως του κόσμου άπληστα, γελούσε με το παραμικρό και κυβερνούσε τις τέντες της, αποφεύγοντας πάντως τη θετή της μάνα και τον Βαρσάκ.

Η Σαχίνη περνούσε τον καιρό της μυστικά. Η είσοδος στην κάμαρή της ήταν εμποδισμένη στους πάντες, αν δεν ήταν καλεσμένοι της. Συνήθως δέχονταν δούλες που της μάλαζαν τα πόδια και της άλειφαν τα μέλη με μυριστικά, πάντα με απαλές κινήσεις, οπότε, στην αρχή ήθελε να αρπίζει ένα ουντ στο αφτί της και να στενάζει γουργουρίζοντας. Οι δούλες, μαθημένες στις γιορτές  του ερεθισμού, συνήθως άγγιζαν τις κυράδες τους, με κομμένα νύχια και θέρμη στα ακροδάχτυλα, ακολουθώντας τους γνωστούς δρόμους τη έξαψης και της ηδονής. Κυρίως τον δρόμο από το αθώο μάγουλο, προς τα αβρά πλευρά, μόνο με τα χείλια, κι έπειτα στην οργίλη χώρα των βουβώνων επί πολύ, καταλήγοντας σε πιπίλισμα αστραγάλων με τη γλώσσα. Κι έπειτα απλώνοντας φίλτρο μέντας και αλαφρό σιρόπι τσουκνίδας που διατηρούσε επί πολύ την αίσθηση.

Άλλος δρόμος, αγαπητός της, ήταν να της στερεί την ανάσα μια έμπειρη γυναίκα, στενεύοντας τον αέρα στα ρουθούνια και να νοιώθει τριών αείκινητων γλωσσών την περιφορά, γύρω η μέσα στο Άνθος της. Κατέληγαν γυρνώντας την μπρούμητα, δεμένη χαλαρά με λινές κορδέλες και της δάγκωναν μηρούς και ωμοπλάτες. Σπανίως καλούσαν έναν μουγγό Αιθίοπα, φρουρό της κάμαρής της, του έδεναν σφιχτά τα μάτια και τον μάλαζαν με τέχνη, όλες μαζί, ανεβάζοντας την μαραμένη του φύση, κι όταν έφτανε στη μισή πήχη, τον πλήγωναν με βελόνες και τον έβγαζαν έξω, τάχα θυμωμένες.

Ο Αλούφ, δεν περνούσε τα βράδια του πολύ διαφορετικά, μόνο που βολεύονταν σε κλίνες ναρκωτικές, σε ταβέρνες με κακή φήμη. Αλλά ένα απόγευμα, πάνω στην ουράνια διαμάχη του Φουντωτού Λέοντα με τον Καρκίνο, που πλαγιοδρομούσε αναδυόμενος από τους θαλασσινούς υφάλους, η Σαχίνη τον κάλεσε στο άδυτό της. Και πήγε.

Ήταν ντυμένη σε πένθιμα λευκά, κι από το μέτωπο ως το πηγούνι, γεμάτη σύμβολα της Σελήνης, γραμμένα με χένα. Του είπε:

«Είμαι δεμένη μαζί σου, σε ακολουθώ και μου δίνει χαρά που είσαι ζωντανός και δίκαιος, αλλ’ είσαι γέρος. Τριάντα χρόνια μας χωρίζουν. Πόθος με κατέλαβε να κάνω παιδιά καθώς με συμβουλεύουν άλλες γυναίκες, που ξέρουν. Αλλά έπαθα έρωτα και πρέπει να σου το πω. Με αρρώστησε η λαγνεία και θέλω να περάσω σε αυστηρή φάση. Και τότε σκέφτηκα κάποιον, μικρότερό σου, αλλ’ όχι νιάνιαρο, και με το που τον σκέφτηκα, ανάρπασε το μυαλό μου και βλέπω διπλά, μένοντας κουφή, αν δοκιμάσεις να με παρακαλέσεις να μη σ’ αφήσω. Θα είμαι πάντα στο πλευρό σου, αλλά με άλλονα θέλω παιδί και ηδονές. Έχω καιρό να τον δω τον Λεόντιο, μπορεί κι εσύ, αλλά θα ενωθώ μαζί του, ακόμη κι αν μας δέσει ο θάνατος»

Ο Αλούφ απόρησε μέσα στα βουβά του δάκρια. «Ποιός είναι ο Λεόντιος;»

«Ο σύντροφος ο γιατρός είναι. Τόσον καιρό μαζί, δεν ρώτησες ποτέ πώς τονε λένε».