Οι ηδονές της Αϊσέ [34]
10-05-2018

34. Οι δύο θεές

 

Καταμεσής του ιερού κύκλου, που τον χάραξε και τον έπλασε η ευπιστία και τα μαγικά κόλπα των ανθρώπων, η Αΐντα, ντυμένη ταπεινά, ξυπόλητη και αχτένιστη, χωρίς ίχνος καλλυντικό στο πρόσωπο, με μόνη δύναμη στα μάτια της, πρωτοείδε την κουρασμένη από το ταξίδι, ακάθαρτη και βασανισμένη Σαχίνη. Αν τις έβλεπες να κουβαλάνε σταμνιά ή δέματα στο κεφάλι, δεν θα διέφεραν από κοινές θνητές. Αλλά οι στρόβιλοι της άμμου, ο σεβασμός των υπηκόων μέσα στον ιερό κύκλο και η συνύπαρξη με σωρούς ατέρμονες από όπλα και μηχανές, έδειχναν πως στο σημείο αυτό , πάλεψαν θεοί και μάλλον έχασαν.

Η Αΐντα, άπλωσε τα χέρια στα πλάγια, ωσάν έτοιμη να πετάξει και επέβαλε σιωπή. Οι δύο γυναίκες, πλησίσαν η μια την άλλη και τα χέρια της Αΐντα άρπαξαν την Σαχίνη από τους ώμους και της απαγόρεψαν να προσκυνήσει. Η σκόνη και η άμμος, πάνωθε και γύρω τους, άφηνε από μία ακτίνα του ήλιου να τους φωτίζει αποκλειστικά το πρόσωπο. Ο Λεόντιος έδειξε στον Σενέτ, ένα γλυκύ γαλάζιο φως που στροβιλίζονταν και έμοιαζε επουράνιο, εξηγώντας του πως αυτό ήταν το φως της Μητέρας Σελήνης, πάνω στο ζώδιο του Λέοντος.

Η μία θεά κοίταζε την άλλη και το γύρω πλήθος έγερνε την κεφαλή και χαμήλωνε τα μάτια, μην αντέχοντας το παράδοξο φως. Η Αΐντα ήταν ψηλή, ψηλότερη από την Σαχίνη και τα μάγουλά της τα αυλάκωναν δάκρυα ευτυχίας. Αγγίζοντας το πρόσωπο της νέας βασίλισσας, άφηνε ένα πορτοκαλί ίχνος φλόγας ακίνδυνης, που δεν έκαιγε στο προσωπάκι της μικρής. Άρχισαν να μουρμουρίζουν λογάκια και ψιθυρισμούς μεταξύ τους και κανένας δεν αναρωτήθηκε σε ποια γλώσσα αναστέναζαν. Έμειναν έτσι ώρα αρκετή. Δειλά στην αρχή, τολμηρά έπειτα, τα πληθη και οι λαοί πλησίασαν το ζεύγος και έτειναν παρακλητικά τους βραχίονες ζητώντας συγχώρεση και άφεση για όλα. Κι εκείνες, αθόρυβα και πρόθυμα, ανταπέδιδαν το αίτημα ,δημιουργώντας μέσα στην καρδιά των ανθρώπων, λύτρωση και παρηγοριά.

Πάνω στην ώρα του θαύματος,  ο βορράς άρχισε να γεμίζει στρατό και θόρυβους. Οι Ρωμαίοι έφταναν σιγά σιγά, σαστισμένοι από τους σωρούς των όπλων και την απόλεμη ατμόσφαιρα. Ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν και δεν ήταν απαραίτητο. Ωστόσο, οι επικεφαλής δεν τους έλυναν την παράταξη. Ο φόβος μιας παγίδας άνθιζε μέσα τους, σαν καταραμένο φυτό, με μαύρα πέταλα και φιδόμορφο βλαστό.

Ο στρατός δεν μπήκε στον κύκλο, μόνο τον πλαισίωσε με τάξη. Και δεν άργησε να εμφανιστεί, ο έπαρχος και στρατηγός Πετρώνιος, σπάζοντας την παράταξη, καβάλα σε ίππον θαλασσήν από την ασπρίλα.

Από τότε που η μοίρα και η τύχη τον οδήγησαν στην Αλεξάνδρεια, ήταν ήδη χρόνια τέσσερα, είχε την εντύπωση πως είχε χάσει το μυαλό του. Ο στωικός κτηματίας με τον αρίφνητο πλούτο, που δάμασε λαούς και υπέταξε πολιτισμούς, έβρισκε στην Αίγυπτο, στον Νείλο και στην έρημο, τον μάστορή τους. Η φρικτή πραγματικότητα και το ξαφνικό θαύμα, εναλλάσσονταν στη θητεία του. Και προτιμούσε να αγνοεί τα υπερφυσικά και να πιστεύει μόνον στα προφανή και στα ταπεινά.

Καθώς οι δύο θεές, μαγεμένες μεταξύ τους δεν έδειχναν να του δίνουν σημασία, και η ομορφιά τους υπερέβαινε κάθε πρότυπο που είχε ο ίδιος από τη ζωή του στη Ρώμη, στη Βρεττανία και στην Αρμενία, έκρινε πως έπρεπε να τους φερθεί, όπως ο κατακτητής σε υποδουλωμένο. Έδεσε τις δύο γυναίκες από το λαιμό και ζήτησε να τον οδηγήσουν σε τόπο με τρεχούμενο νερό.