Οι ηδονές της Αϊσέ [4]
29-03-2018

4. Στο στόμα της Λυγερής

Χωρίς υπηρέτες, αλλά με ρούχα προσκυνητή και σχεδόν άοπλοι, μόνο με μάχαιρα και τόξο, ο εμίρης κι ο γιατρός του έφυγαν αξημέρωτα, τον μήνα που διάλεξε ως μάντης, ιππεύοντας. Άφησαν τον δρόμο των καραβανιών στη ρίζα του βουνού της ανατολής, που φιδοσέρνονταν ημέρες επτά στους πρόποδές του, καθώς αναζήτησαν μονοπάτι για την κορυφή. Ήταν πιο δύσκολο απ’ όσο φαίνονταν από μακριά. Οι πλαγιές του βουνού, έμοιαζαν με πολύφυλλο βιβλίο: έβλεπαν τη ράχη του, αλλά εσωτερικά ήταν χωρισμένο σε άπειρες χαράδρες και γκρεμούς. Στο βάθος τους, έτρεχαν νερά και σε λιμνούλες πλήθος καραβίδες, αργοσάλευτες σαύρες κατάμαυρες και πλήθος τρωκτικά που ζούσαν από κάθε λογής σκουλίκια. Όσο ανέβαιναν, το κρύο περίσσευε. Παραμόνεψαν και χτύπησαν λύκους κι αλεπούδες, έγδαραν τα αγρίμια και τους πήρε μέρες να στεγνώσουν τα τομάρια ώσπου να ξεραθούν, πασπαλίζοντάς τα με άφθονη κιμωλία. Σκέπασαν τις ράχες και τα πόδια των αλόγων τους και κράτησαν μερικά για τον ύπνο τους.

Όταν ανηφόρισαν μετ’ εμποδίων αρκετά, είδαν το κάστρο από ψηλά, με τείχος σε σχήμα καρδιάς και τέσσερις αναβάθρες κλιμακωτές που κατέληγαν στο παλάτι του εμίρη.

«Έτσι θα ήτανε ο πύργος της Βαβέλ» σχολίασε ο εμίρης.

«Εμείς πάντως τον βλέπουμε από το ύψος της Κιβωτού του Νώε» απάντησε ο γιατρός.

Με τα πολλά, έφτασαν στην είσοδο της τεράστιας σπηλιάς που βλέποντας την από κάτω, από την έρημο, έπαιρνε ένα χρώμα ροζ στο ηλιοβασίλεμα. Ήταν ζεστά και υγρά εκεί μέσα. Και ανακάλυψαν ότι η οροφή της είχε ανοίγματα που άφηναν κατά περιόδους το φως του ήλιου να μπαίνει στα άδυτα, φωτίζοντας παροδικά τις σκοτεινές γωνιές του.

«Και τώρα, τί;» ρώτησε  ο εμίρης.

«Θα κοιμόμαστε εδώ, ώσπου να φανερωθούν τα σημεία της προφητείας μου»

«Δεν πρέπει να τα αναζητήσουμε; Δεν πρέπει να μου πεις τι ακριβώς ζητάμε;»

«Θα κοιμηθούμε εδώ. Άλλα δεν ξέρω. Τα υπόλοιπα θα φανούν στα όνειρα που θα δούμε»

«Και δεν θα βλέπαμε τα ίδια όνειρα από τα κρεβάτια μας στο παλάτι μου;»

Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι με σεβασμό και έδειξε στον εμίρη το κατάλληλο μέρος να κοιμηθεί. Και του ετοίμασε ένα ζεστό να πιει, ρίχνοντας λίγα ξερά κλαδάκια από θάμνο στο νερό που έβραζε.

Είχε τους λόγους του βρισκόταν μέσα σε μια σπηλιά που από χαμηλά οι θεατές την έπαιρναν για στόμα της Λυγερής. Η Λυγερή δεν ήταν φάσμα και εντύπωση. Ήταν μια μορφή προσώπου που το αποτελούσαν βράχια, χιόνια, η σπηλιά και το ίδιο το βουνό. Έπρεπε να μιλήσει, να εκφραστεί ,να αποκτήσει ύλη, κίνηση ,γλώσσα και ύπαρξη .

Βέβαια, πιστός σε αυτά που τον δίδαξαν οι τόποι και οι άνθρωποι που γνώρισε στην περιπλάνησή του, δεν ήξερε αν ζωντάνευε το ίδιο το βουνό, οπότε το στόμα της Λυγερής θα γινόταν ο τάφος τους, καθώς θα τους κατάπινε. Γι’ αυτό και πήρε τα μέτρα του, ώστε να καλέσει ένα όραμα, ένα πνεύμα της. Διάφανο αλλά ορατό, με τη δύναμη να μιλάει. Έστρωσε του εμίρη, τον σκέπασε και αφέθηκε στην κούρασή του παραδίπλα, ενώ η φωτιά έτριζε χάνοντας την δύναμή της και το σκοτάδι που απλώθηκε του φάνηκε μαγικό.