• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Η εκπαίδευση ενός κλέφτη ήχων 12/12
Πάνος Θεοδωρίδης | 28.02.2014 | 08:30
Οι τρεις μοίρες που με μοίραναν να μη χαρώ ποτέ την τέχνη τους, είχαν αγκαλιά από έναν άνθρωπο. Τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Άκη Πάνου και τον Γιώργο Ζαμπέτα.
Η φωνάρα του Καζαντζίδη, η δυνατότητα να παίρνει μιά ασταθή ιδέα και να γεμίζει με αυτήν μια ολόκληρη χώρα, μου φαινόταν  παράξενη και πολύ επικίνδυνη.
Το πάθος του κόσμου όταν τον άκουγε, όταν τσακωνόταν για χάρη του, όταν ζούσε όχι σύμφωνα με την απατηλη ζωή του, αλλα σύμφωνα με τις «οδηγίες» του Στελλάρα, με οδήγησαν να τρέχω πίσω από τον μεγάλο του ανταγωνιστή. 99% των Ελλήνων ψήφιζε αενάως τον Στέλιο. 1% και λιγότερο άλλων Ελλήνων, υποψιαζόταν πως κάτι κρύβεται πίσω από τον Έλβις.
Δύο ή τρεις φορές ξανοίχτηκα και τραγούδησα σε παρέες το ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα του θανάτου η καμπάνα και για μένα και το μη σκαλιζεις τη στάχτη και ξαφνιάστηκα επειδή ήταν αδύνατο να κρατήσεις ένα δέκατο του δευτερολεπτου παραπανω ή λιγότερο, ένα οποιοδήποτε φωνήεν. Είχε μετρημένο τον θάνατο του τραγουδιού, καθώς το γεννούσε.
Ολη η ανάγκη να ακολουθώ και να σέβομαι έναν δημοφιλη τραγουδιστή, απορροφήθηκε από την λατρεία μου στον Ντύλαν και στον Μάρκο Βαμβακάρη.
Toυ Ντύλαν, η ποίηση. Του Μάρκου, η πνιγμένη απο την ζωή του λιμανιού Φραγκιά. Η αναζήτηση μιάς τρελής μελαχρινής. Σε σοκάκια που τα βλέπεις, δεν τα ακούς.
Τελευταία, ψάχνω έναν προφανώς αδικημένο απο την δικαιοσύνη των εταιρειών , των ειδικών και του μεγάλου κοινού, έναν Κορίνθιο που έβγαλε γυμνάσιο, πήγε στη Σχολή Καλών Τεχνών, έγραφε χρονογραφήματα, σκιτσάριζε σε εφημερίδα, χάρισε την πρώτη κιθάρα της στην Δανάη, τραγούδησε με την κιθάρα του τα πρώτα μουρμούρικα, δίνοντάς τους σάρκα, είχε συγκρότημα με χαβάγιες, διεθνείς σχέσεις και πέθανε στην Κατοχή απο στερήσεις,έγραψε χαβανέζικα και σατιρικα ελληνικά,ήταν  ο καταλύτης στην απαρχή της έκρηξης του ραδιοφώνου και άκουσε τα σχολιανά του απο μιά εξαιρετική μουσικολόγο. Είχε όλο το πακέτο  ο Κώστας Μπέζος, που κυριολεκτικα επινόησε την "ρεμπέτικη παράδοση".
Η στακάτη, περίλυπη και γραμμική δημιουργία του Άκη Πάνου, πέρασε και δεν στάθηκε στην καρδιά μου, επειδή αισθανόμουνα πως it’s the singer, not the song. Ποτέ δεν σκεφτηκα να το εξομολογηθώ σε άνθρωπο.
Κι όταν έσπασε ο τοίχος ενός εγκλήματος που διέπραξε, μέσα στο χωνευτήρι της νεοελληνικης κοινωνίας, ο κόσμος ήταν γεμάτος τρελαμένους καλλιτέχνες που σκότωναν ,τους σκότωναν και άδειαζαν τη γωνιά ματωμένοι και ξεχασμένοι. Ήταν όπως με πολλούς εξαιρετικους ποιητές και πεζογράφους που χάθηκαν επειδή το ίδιο το κοινό απαιτουσε από αυτους να εγκλιματιστούν στις πρώτες εντυπώσεις που δημιούργησαν.
Γι΄αυτό και ασχοληθηκα περισσότερο με το έγκλημα και τον θάνατο του Cid Vicious  και του Tupac, παρά με τον Άκη Πάνου.
Ωστόσο, όποτε ακούω δουλειές του, ξαφνιάζομαι ευχάριστα από τον ειδικό τρόπο γραφής και εγγραφής του μέσα στο μυαλο των ακροατών του. Ηταν τύπος που ήξερε τη δουλειά του.
Όταν ,εδώ και τριάντα χρόνια, ανέκαμψε ένα κύμα θαυμαστών του Ζαμπέτα, τον είχα ήδη αποξεχάσει στο πάρτι του «Ποτέ την Κυριακή» και στον δαιμονικό του τρόπο να δουλεύει την μουσική του αίσθηση. Δεν άντεχα όμως περιστέρια και χέρια και πάπου προς πάπο Σαλονικιά. Και το τράβηγμα της φωνής του για να διασκεδάζει τους καψούρηδες.
Η μουσικη του δεν μου έλειψε, αλλα κυνηγουσα με πάθος τις συνεντεύξεις και τις μαρτυρίες του. Νομίζω πως ο Ζαμπέτας υπήρξε ένας από τους καλυτερους χειριστές του πεζού αλλά και του προφορικού λογου.Ως μάρτυρας των χρόνων που πέρασαν από τα μάτια του. Αν δοκίμαζε φιξιόν, πάλι ρομάντζα θα έγραφε. Ενώ οι αφηγήσεις του, οι χρόνοι και οι προτάσεις του, είναι αξιοθαύμαστα πράγματα.
Οσο για τα κέφια και τις χαρούλες, την βρίσκω από καιρό με τους χιλιμπίληδες, τους Pogues και άλλα ,εξωφθάλμως αλλού, στοιχεία της μουσικής.
 
Είναι οι τρείς πτυχές της μουσικης που ποτέ δεν κατάλαβα, και είναι αργά να καταλαβω.
Ένα φεγγάρι πίστευα πως αυτό οφείλεται στην άρνησή μου να αφομοιωθώ με τον νεοελληνικό βίο. Αποδέχομαι δηλαδή με προθυμία και χαρά την γραίκωσιν και τα ελληνικά του σχολείου, αλλα δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στις εκδηλώσεις πνεύματος συνεκτικού του «μεγάλου Πανελληνίου». Και  η αιτία παραμένει αναπόδεικτη, αλλα λογικη για τα γούστα μου. Δεν εμπιστεύομαι την επινοημένη Ελλαδα. Δεν θα έλεγα ποτέ στον Κλούνι κάτι για τα μάρμαρα και «έχουμε και καλό μουσείο». Δεν περνάω ντούκου την ρωμαική περίοδο. Μήτε την οθωμανική.  Εχω μεγάλα αποθέματα μνήμης σε περιόδους που δεν υπήρχε αυτό που λεμε «ελληνικο κράτος». Γι΄αυτό και όποτε ακούω πως κάτι είναι στον τόπο «βαριά βιομηχανία»,όπως ο τουρισμός και ο πολιτισμός ξέρω πως μιλαμε για μυστρί και πηλοφόρι, λέγοντας ακατάσχετα ψέμματα εις εαυτόν.
Κλέφτης ήμουνα, ό,τι άρπαξα άρπαξα. Απλως δεν χάρηκα τους ήχους, δεν έλυωσα απο την μουσική.Την πρόδωσα ιδιοτελώς, χάριν της γραφής.
Τις νύχτες της ασάφειας, που ακόμη και το γράψιμο μοιάζει να υπαγορεύεται απο άλλον, αχνά παρηγοριέμαι με το τσάμπασιν που βγαίνει απο τις χαράδρες της Λαζικής.
 
Και ακόμη πιό βαθιά, απο πανηγύρι ενός χωριού στο Μορίχοβο που μιλαγαμε άλλη γλώσσα, παινεύουνε μιά Γιάννα, Γιαννούλα και ο ήλιος πέφτει στο μνήμα της.
 
Aυτά απέκτησα, και ψευδώς διαδίδω ότι έκλεψα.