• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Ουράνιος έρως
Πάνος Θεοδωρίδης | 02.01.2017 | 02:07
Γιορκ-Λονδίνο, για το κατρέλ «Αριστείδης» ήταν τέσσερις ώρες και ήμουν εγκαίρως σε μια παγωμένη πλατεία όπου τα δήθεν εκδρομικά πούλμαν άφηναν τους μπατίρηδες φοιτητές που συνέχιζαν τις σπουδές τους στην Αλβιόνα και είχαν θέματα να παραδώσουν αρχές Γενάρη.
 
2 Ιανουαρίου 1979, ημέρα Τρίτη.
 
Χωρις κινητά και λοιπές ευκολίες, το γράμμα του Μαλαγκένια Σαλερόζα ήταν λιτό. «Έρχομαι με πούλμαν, θα είμαι πρωί Λονδίνο. Αμάν, να μιλήσομε».
 
Κατέβηκε χαλκοπράσινος από την ταλαιπώρια, ξαφνιάστηκε που τον έδεσα με ζώνη, βγήκαμε στον M1 και ήπιαμε καφέ στα πρώτα services. Του έδειχνα τις «νέες» πόλεις περιμετρικά του Λονδίνου, γεμάτες χουλιγκάνους και δήθεν νοικοκυρεμένες, αρνούμενος να τον πρήξω με τα δικά μου γεγονότα της ζωής που τα θεωρούσα υλικό για μερικά τουλάχιστον μυθιστορήματα.
 
Του έδωσα αβάντζο να μου ειπεί τα δικά του πρώτα, διότι προεξοφλούσα ότι δεν θα έβαζα γλώσσα μέσα τις υπόλοιπες πέντε μέρες που θα έμενε στο σπίτι μου.
 
Αλλά επιστρέφοντας στο αμάξι, αφού νίφτηκε και στανιάρισε στα services, με κοιτάζει όρθιος από την πλευρά του συνοδηγού πριν εισέλθει και μου λέει «την αγαπώ!».
 
Ο Σαλερόζας, ήτοι ο αλμυρούλης, ο Αλιάκμων, ο της Αλίας γόνος, δεν εσυνήθιζε τα ερωτικά, διότι ήτο μπάκουρας, μπεκιάρης και ορκισμένος μπαγιάτης. Με πατέρα με στενό μαγαζί στην Εγνατία, με μισή καταγωγή από τους θλιμμένους νιζνάμηδες, λαμπρής ρεμπετογενούς φωνής και συνήθως εμβρόντητο βλέμμα, δεν περίμενα καμία έξαψη και ταραχή στην συμπεριφορά του, για την ακρίβεια, είχα απελπιστεί πως θα έδειχνε ποτέ του τέτοια συμπεριφορά.
 
Γι αυτό, αρκέστηκα να δακρύσω από συγκίνηση, να του ξαναδέσω τη ζώνη και να τον ενθαρρύνω να μου τα διηγηθεί.
 
Όλα.
 
Βράδι μπήκε στην πτωχομάνα στο πούλμαν και συνεπιβάτιδα του έτυχε φοιτήτρια που σπούδαζε Ιταλία. Εκ των συμφραζομένων, κατάλαβα πως δεν ήταν φανταχτερή ή τρελιάρα, από εκείνες που θα με έκαναν να πελήσω το δικό μου μυαλό, αλλά μία συσταζούμενη αφηρημένη με πλούσια ψυχικά χαρίσματα και πολλές γνώσεις, από αυτές που τον γοήτευαν.
 
Άρχισαν δειλά, τα τα «θα πάρετε ένα τσικουλατάκι μαργαρίτα γάλακτος» ή «μα πάρτε σπανακόπιττα, η μάνα μου με φόρτωσε με δυό ταψιά σε τέσσερα τάπερ» και μεταξύ Βελιγραδίου και Ζάγκρεμπ, πριν σκάσει η τρυφερή ροδομάγουλη Ηώς, κοιτάχτηκαν, αρέστηκαν και κρατήθηκαν από το χεράκι, πιέζοντας τα δάκτυλα αλλήλων.
 
«Είστε τρομερός και τρυφερός» του είπε.
 
«Γκχμπ, βλβλβλ ντουντ, ε τουά ωσσεί» της απάντησε αυτός.
 
«Ηταν απλό, Σβίγγο» μου εξομολογείται. «Βρήκα τον άνθρωπό μου. Ταιριάζαμε σε όλα. Στη δειλία, στον σαρκασμό, στην αγωνία, στο στρες, ίδιο μπόι, ανάλογες μηδενικές εμπειρίες, οικογενειακά ομόλογα βάσανα και γελούσε ο ένας στον άλλον ωσάν να ήτο η πρώτη του βίου φορά.
 
Την αγαπώ και με αυτήν θα ζήσω τη ζωή μου. Τώρα συνειδητοποίησα πως η κοινωνική μου δειλία, είχε τον λόγο και τον σκοπό της. Να αφοσιωθώ σε Εκείνην, πρωτομάρτυρας και πρωταλλαγάτορας, μήποτε μιανθείς από την κατάραν του φλερτ και τας αλυσίδας της δουλείας των γυναικών, εις την οποίαν αναλώνεις τον υμέτερο βίο.
 
Την αγαπώ. Τέρμα. Επιστρέφοντας απο εσέ, θα την επισκεφθώ εις το φτενόν της δορμιτόριον και η σχέσις θα εξελιχθεί αθρόως».
 
Ενώ μου μιλούσε, παρέμενα βουρκωμένος. Την άξιζε αυτήν την τύχη ο φίλος μου.΄Ηδη σκεφτόμουνα να εγκατασταθούν κοντά στο δικό μου σπίτι, όπου κι αν το έθετε η μοίρα και να συναντιόμαστε συχνά, αστειευόμενοι και συμπράττοντες παντού.
 
Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω εάν ήτονε προσομοίου επαγγέλματος – σίγουρα ήτονε.
 
Αλλά μου έλειπαν στοιχεία ταυτότητος.
 
«Που σπουδάζει, Σαλεροζάκο;»
Παύση.«Δεν ξέρω. Την άφησα στην Πάδοβα που είναι κόμβος. Μετά, θα έπαιρνε το τρένο»
 
«Κατάλαβα. Σου άφησε τηλέφωνο στον φοιτητικό κοιτώνα»
Παύση. «Δεν μιλήσαμε για τηλέφωνο».
 
«Δεν ξέρεις που σπουδάζει»
Παύση μεγαλύτερη. «Όχι»
 
«Δεν πειράζει. Που έμενε στην Ελλάδα;»
Παύση μακάβρια, μισού λεπτού. «Δεν ξέρω»
 
Φοβήθηκα τα τρισχειρότερα. «Πώς τη λένε ρε μαλάκα;»
Άφησε να προσπεράσουμε και τις τρεις εισόδους στο Μίλτον Κέηνς. Μετά, άκουσα τη φωνή του αβέβαιη,σπασμένη
«Δεν ξέρω»
 
Σκέφτηκα πως οι γυναίκες είναι πάντοτε πιο πρακτικές, εξαιτούν πληροφορίες ή τουλάχιστον ξέρουν που θα τις βρουν. Τον παρηγόρησα.
«Δεν πειράζει. Αυτή ξέρει πως σε λένε;»
Πάλι σιώπησε. «Όχι ,δεν ξέρει. Δε με ρώτησε και δεν της είπα».
 
Και μετά, θαρρεις και εθυμώθη, η φωνή του αγρίεψε.
«Άκου να σου πώ, ό,τι κι αν είπαμε, ήταν μοναδικό. Τους ίδιους ποιητές, την ίδια μουσική, λατρεία για τους ίδιους τόπους, γελούσε με αυτά που γελάω, σιχαινόμασταν τους ίδιους ανθρώπους. Δεν ασχοληθήκαμε με ψιλολόγια και λεπτομέρειες. Σημασία είχε πως ήταν ο άνθρωπός μου και φαίνεται πως ήμουν ο δικός της άνθρωπος.Κατάλαβες;»
 
Του μίλησα απαλά. «Κατάλαβες γιατί σε ρωτάω;»
Κατάλαβε όταν κοντεύαμε να φτάσουμε στο Γιορκ.
«Ωχ, την πάτησα. Έπρεπε να μάθω τα στοιχεία της, για να ξανασυναντηθούμε»
 
«Ναι, αυτό έπρεπε»
«Και τώρα την έχασα δια παντός, έ;»
«Όχι βέβαια. Αν της είπες που πηγαίνεις,ότι έρχεσαι εδώ, θα σε βρει. Δεν είναι και πολλοί οι Ελληνες στο Γιορκ. Θα σε βρει. Εμένα πως με βρίσκουν συνέχεια...»
«Δεν της είπα που πηγαίνω. Δε μιλήσαμε για τέτοια. Λέγαμε πόσο αγαπιόμαστε»
 
Αυτήν την ιστορία θυμήθηκα και σας την αναφέρω.