• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Το κόκκινο σπίτι
Πάνος Θεοδωρίδης | 19.12.2016 | 02:50
Παιδιόθεν έτρεφα ανυπόκριτο θαυμασμό για τους δημοσίως εν αναμονή συνανθρώπους μου. Ακόμη και όταν έλειπαν από το πλάνο, διότι υπήρξαν και περιπτώσεις που προδίδονταν από βουναλάκια κελύφη μπατιρόσπορων χαμαί ή από γόπες τσιγάρων μιας μάρκας, διότι περισσότερα είδη γόπας έδειχναν παρεάκι συζητητών και όχι μοναχόλυκο που ξεροστάλιαζε.
 
Τηνε πάτησα κι εγώ μερικές φορές, όταν με έστηναν φίλοι όλων των φύλων, αλλά και πάλι,ενώ έβραζα από σκασίλα,σπανίως ξεσπούσα για τις καθυστερήσεις τους. Κι όταν λέμε καθυστερήσεις, τίποτε λιγότερο από τρεις ωρίτσες δεν μου φαινόταν υπερβολικό.
 
Εκτός από μία φορά, ένα μήνα μετά τον μεγάλο σεισμό της Σαλονίκης, που είχα ραντεβού με μία σκορδόπιστη το πρωί στις εννέα στο κόκκινο σπίτι, στον μυχό όπου αργότερα ιδρύθηκε «το κουρδιστό γουρούνι», καρσί διαγωνίως από μια εμπορική τράπεζα και τα πευκάκια αριστερά των εισερχομένω στην αυλή της Αγίας Σοφίας.
 
Χονδρικώς, εκεί που υπάρχει μια ευτελής απομίμηση των «πολιτών του Καλαί» και ιστορεί, τι άλλο, φιγούρες που αναμένουν .Βέβαια, το 1978 δεν υπήρχε.
 
Ήμουν τόσο εξιταρισμένος από το ραντεβού που δεν κοιμήθηκα το βράδι από την αγωνία, κι ας είχα ξεσκιστεί στην δουλειά στου διαόλου το κέρατο.
 
Τότε η πόλη, κι ώσπου να φθινοπωριάσει, άδειαζε το βράδι και ξαναγέμιζε όσο είχε φως ημέρας.
 
Δεν έκανα βόλτες, είχαν μουδιάσει τα πόδια μου.
 
Από τες εννιά ,ώσπου να φτάσει τέσσερις το καταμεσήμερο και ο ήλιος λιάνιζε τις αντοχές.
 
Είχα χωρίσει το αστικό τοπίο σε τομείς και σάρωνα με το βλέμμα τους δρόμους.
 
Προς το τέλος του μαρτυρίου, άρχισε ο οργανισμός να με βοηθά. Με πίεσε να ξαναθυμηθώ τον τρόπο που κλείστηκε το ραντεβού και υπήρχαν πολλά κενά.
 
Κατά τις πέντε, άρχισε να καλλιεργείται μια εμμονή μέσα μου πως η κυρία ήταν στο σπίτι της, οπότε λούστηκα απο αγωνία που δεν θυμόμουν τον αριθμό της.
 
Κι αυτό το ξεπέρασε ο οργανισμός μου, θυμίζοντάς μου το νούμερο.
 
Τότε δεν υπήρχαν κινητά και πήγα στο περίπτερο στο πεζοδρόμιο γωνία με Μακένζι Κίνγκ και τηλεφώνησα.
 
Ενώ έλεγα «καλησπέρα» η σκηνή του κλεισίματος ραντεβού άρχισε να σχηματίζεται εντός μου.
 
Όταν η συζήτηση έφτασε στο που θα συναντηθούμε, άρχισα ένα κατεβατό από βολικές τοποθεσίες, με πρωτεύουσα αυτήν που ήμουν παλουκωμένος όλη μέρα, αλλά στο τέλος, η κυρία είπε «καλέ αφού θα είμαι στο σπίτι μου, γιατί να ανταμώνουμε έξω, μόλις φτάσεις έλα κατευθείαν».
 
Η φωνή της ήταν ρονρονισμένη από μεσημεριανή σιέστα.
 
«Τι θα γίνει, θα έρθεις;» με ρώτησε νωχελικά. «Έρχομαι» της λέω ως τριαντάρης αλλοπαρμένος.
 
Φτάνω κατά τες έξη εντέλει, τηνε χαιρετώ, πρώτο ραντεβού σε κλειστό χώρο, βλέπω κάτι μαξιλάρες στο καθιστικό ,ήθη και έθιμα που δεν συνήθιζα, αλλά τώρα μου καλάρεσαν, ξαπλώνω στα χαμηλά , έρχεται κοντά μου και βολευομαι ανάμεσα στο μπούτι και στην κοιλια της.
 
Αποκοιμήθηκα χωρις να βγάλω άχνα, ξύπνησα μαύρα μεσάνυχτα, δεν είχε κινηθεί, μου χαμογελούσε, ντράπηκα, την αποχαιρέτησα και πήρα το αμάξι να γυρίσω ξημερώματα στη δουλειά.
 
Ακολούθησαν πολλά και ποικίλα, αλλά κάθε φορά που την ανακαλώ στη μνήμη, έχει την μορφή «τύχης» της πόλεως Θεσσαλονίκης, ωσάν Ρωμαία δέσποινα, να φορεί στην κεφαλή, αντί τειχογυρίσματος, το κόκκινο σπίτι.