Επίσημος Νιόνιος
Τω Νιόνιω επί τω επιτίμω διδακτοριλίκι
26-11-2017

«Νομίζω πως πιθανότατα έχω επηρεαστεί  από τον Τσέχοφ και τον Γουόλτ Νίσνεϋ, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ.» ΤΟΜ   ΣΤΟΠΑΡΝΤ

Δεν τον βρίσκει η ποίηση – οι λέξεις, ο ήχος τους, και οι εικόνες, τον βρίσκουν, και αυτός ποίημα ποιεί.  Όταν πρωτομπήκε  στη Λέσχη (του δίσκου), αδύνατος, ξεγλέντζουρος, με το πεταχτό του μήλο τού Αδάμ να συναγωνίζεται σε αεικινησία τα στρογγυλά ματάκια του, κομμάτι παιδαριογέρων, σοφά αθώος, αποταγμένος από τα εγκόσμια, μα και βουτηγμένος σ΄αυτά μέχρι τα μπούνια, πονηρός, ήταν μετά το πραξικόπημα του 1967, το «Φορτηγό» είχε βγει στην κυκλοφορία, πρωτότυπο και ωραίο, με ωραίο εξώφυλλο, τον Νοέμβρη του 1966, και είχε πάρει κιόλας τη θέση του στα ράφια του καταστήματος που στοκάριζε ό,τι ήταν κλασική μουσική και ό,τι διαπνέονταν φανερά από ποίηση, ζήτησε την Πέμπτη Συμφωνία του Σοστακόβιτς, και παράξενο δεν είναι που θυμάμαι ακόμα το πονηρό γελάκι του και το σπίθισμα των ματιών του όταν με μια παιχνιδιάρικη κλίση του κεφαλιού του και τονίζοντας με τη φωνή του τού βραχνοκόκορα  μία μία τις λέξεις, δείχνοντας με το δείχτη του δεξιού χεριού μία μία τις λέξεις, είπε «αυτή-τη-συμφωνία-που-έχει-εκεί-στο-δεύτερο-μέρος-ένα-βιολάκι-που-παίζει-μοναχό-του-ζινγκ ζινγκ ζινγκ ζινγκ». Αυτό το σόλο ήταν για μένα το μουσικό του επισκεπτήριο τού δήθεν ανέμελου, αν και σαρδόνια είρωνα, και κλαυσιγελαστικά υπάρχοντα μοναχικού σαλτιμπάγκου, πλανόδιου μουσικού, γυρολόγου ποιητή, υποκριτή,  ένοχου μα και αθώου περαστικού, στα ρημαγμένα μεταπολεμικά πεδία του εικοστού αιώνα, στην Ελλάδα, στο δεύτερο μισό, στα διάσημα σίξτις, και ο Σοστακόβιτς ήταν ο συνθέτης του, εκεί έψαχνε τον ήχο του να συναντήσει το στίχο του, ενορατικά, είχε ανταμώσει την ρώσικη παραμυθού μούσα του. Έμαθε απ’ αυτόν πολλά, και όχι μοναχά από την Πέμπτη, αλλά και από την Έβδομη και από άλλες πολλές συμφωνίες, όσα μόνο λιγοστοί απ’ όσους ήταν φανατικοί ακροατές και ορκίζονταν στον Ντμίτρι έμαθαν, κυρίως έμαθε, νομίζω, να αφηγείται, και να χλευάζει, και να μορφάζει από πόνο, να είναι δημόσια ιδιωτικός και ιδιωτικά δημόσιος, να ξεσπάει, να ξεφαντώνει, να μαίνεται, και να ονειροπολεί πονεμένα σαν προδομένος  πιερότος που εκδράμει καθημερινά στο φεγγάρι και τα πελιδνά τοπία της μοναξιάς του. Και όλα αυτά, μουσικά. Να συνθέτει, με δυο λόγια.

Τον ξανασυνάντησα μετά από χρόνια, φτασμένο, πετυχημένο και πλούσιο και αμφιλεγόμενο καθώς επιδίδονταν σε διαδοχικές μεταμορφώσεις, κάποιες απ’ αυτές αποθαρρυντικές, ένα ιδεολογικό στραπάτσο που έπαιρνε αγκαζέ γλώσσα και θρησκεία και πάει λέγοντας καθώς πάλευε ποιος ξέρει να βρει τι, εκτός απ’ την ψυχή του, ίσως προσπαθούσε απλώς να γεράσει. Ήταν Πάσχα, στην Τσαγκαράδα, και όλη η φύσις ήταν μια συνωμοσία ομορφιάς, καμουφλαρισμένο όλο το θανατερό της δηλητήριο κάτω από μια πασχαλινή ευφροσύνη που συναγωνίζονταν  την πάλλευκη  αιδημοσύνη του μιγκέ που άνθιζε στα πεζούλια του κήπου, στο σπιτικό του φίλου όπου καθήσαμε στη σκιά γύρω απ’ τον οβελία και ο φίλος έβαζε μουσικές τη μια μετά την άλλη και ο Νιόνιος σχολίαζε ή σιωπούσε ή τσακωνόμασταν-σχεδόν. Σχολίαζε άμεσα, σαν να τον κέντριζε με το κεντρί της η μουσική που τις περισσότερες φορές την άκουγε για πρώτη φορά. Δεν θα ξεχάσω την ευστοχία της αντίδρασής του στις Ρωμαϊκές γιορτές του Ρεσπίγκι, που  επίσης άκουγε πρώτη φορά. «Μουσολινικό Χόλιγουντ» είπε, «είναι», όταν έλαβε την πληροφορία πως ο συνθέτης ήταν Ιταλός. Ενορατικά πήγαινε στην μουσική καρδιά του ακροάματος. Και με τις στοχαστικές προσαρμογές του δανειζόταν-κι όχι μόνο απ’ τον Μπομπ Ντίλαν μα κι απ΄τον Λούτσο Ντάλα κι άλλους κι άλλους πολλούς συμπεριλαμβάνοντας την ντόπια μουσική μυθολογική σκευή, την πρώτη και τελευταία που, όταν δεν μόλις εξείχε απ’ το συλλογικό μουσικό ασυνείδητο, διέθετε δημόσια πολιτική ιδεολογία-και ξαναζύμωνε τα πασχαλινά κουλουράκια του ή τους θεσσαλονικιούς του ασυναγώνιστους χριστουγεννιάτικους κουραμπιέδες, όπως για παράδειγμα έπλασε την «Συννεφούλα» του με μουσικό ήθος, ρυθμό  και υφάδι ξηλωμένα απ’ το αμερικάνικο «Jingle Bells», ακούγεται απλό αλλά χρειάζεται τρεχάλα με μπότες των εφτά λευγών για να καλύψεις την ειρωνική απόσταση απ’ το ερέθισμα και βιωματικά να μεταπλάσεις-αυτό μας το έδειξε θεαματικά και στην μουσική παράσταση χτες κατά την αναγόρευσή του σε διδάκτορα  στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου και πάλι κατάφερε να είναι ο σχεδόν παραπλανητικά αυθεντικότερος της παρέας, γέρων πλέον και όχι παιδαριογέρων.