Εβαπορέ και ζαχαρούχο: οι ποικιλίες
22-12-2020

Δύο γάλατα κυκλοφορούσαν στην αγορά συσκευασμένα, το «Βλάχας» και το «Νουνού». Ψεύδομαι συνειδητά, παρουσιάζοντας έναν καπιταλιστικό υγιή ανταγωνισμό με το τρόπο που σερβίρω τα δύο κουτιά, καθώς επατήθη θανάτω μια ακμάζουσα και πλέον χαμένη γενεά επαγγελματιών: ο γαλατάς. Που κατόπιν προσυμφωνίας (ταυτόν εγένετο με τους παγοπώλες) έσουρνε ένα στίλβοντος κυλινδρικού δοχείου δύο γαλονιών δίωτον φορητόν ωρείον που τοποθετούσε στο γόνα σκύβοντας ίνα χύσει σε κατσαρόλι νοικοκυράς το χύμα γάλα. Η νοικοκυρά, παρευθύς το έβραζε και μετά έναν καυγά περί την πέτσαν, έδιδε τοις τέκνοις αυτής. Συχνά έρριπτε κουταλιά σούπας ζάχαρη στο φελτζάνι, έως και πρέζα κακάο δια χρωματική γοητεία και ξιππασμόν. Πολλά λιγούρικα παιδία, λέχτσες και λιξούροι χαρακτήρες, επεθύμουν παπάραν εξ άρτου, ήτις προθύμως εδίδετο. Αλλά εμείς «τα μεγάλα» (εννοώ πεντέξη ετών), αναγνώστες της Μικρής Λουλούς, ζουλεύαμε που ο κόσμος του κόμικ που βλέπαμε μόνο τα πόδια των μεγάλων διέθετε αυτοκίνητο-γαλατάδικο και ντυμένο γαλατά χιονάνθρωπο που άφηνε δυο μπουκάλια γκάλα στην εξώπορτα. Μαζί με εφημερίδα που πετούσε τέκνο-ποδηλάτης και μαθητική τσάντα πλάτης, ήταν η θηριώδης διαφορά Αμέρικας και Ελλάδας, ανκαι εμείς είχαμε τον Παρθενώνα και είχαμε μια αδελφή-κουκλίτσα αληθινή που την έλεγαν Βόρεια Ήπειρο κι αγαπούσαμε πολύ.

Τόσο το «Βλάχας» όσο και το «Νουνού» έβγαιναν και σακχαρούχα, μεσαία κουτιά για γλυκίσματα και μικρούτσικα, ανοίγοντας δυο τρυπίτσες, για ρούφηγμα.

Παρενθετικώς, το γκάλα ήταν συχνά συμφυές με το αβγκό. Ήτο δεν το αυγκό αυγό είτε από τον κοτά, είτε από στοργική γειτόνισσα που έπαιρνε ένα φράγκο το κομμάτι για να τρώει το παιδάκι της και λίγη θρεψίνη, λίγο άσπρο ψωμί. Το δικό μας παιδικό αυγό ήτο ιδιοκατασκευή και ελέγετο «χτυπητό». Είχε και διαδικασία: η μάνα τρυπούσε το τσόφλι ωμού αβγού και μας έδινε να εισροφήσωμεν το ασπράδι. Μόλις εγλυκαίνετο η ημετέρα γλώσσα, έμενε προδήλως ο κρόκος, τον οποίον η μήτηρ έβαζε στη φλυτζάνα με μια κουταλιά ζάχαρη και μας έδιδε την πρώτη ύλη ανά χείρας. Χτυπούσαμε κι εμείς το αβγκό ώσπου να γίνει κρεμ-μπεζ και να βγάζει φούσκες (έτσι πράτταμε και με τον νεσκαφέν αργότερα). Τότε τρώγαμε το χτυπητό αβγκό. Οι έχοντες και μη πωλούντες αβγκά και δη χτυπητά, ζήτημα να ήμεσθεν το 10% της μαθητιώσης παιδικότητος. Εις τας πόλεις, δεν ξεύρω. Άπαξ στη ζωή, ο πατέρας μου θυμήθηκε ή επινόησε μίγμα αβγκού με ζάχαρη και γκάλα ζεστό που ονόμαζε «του πουλιού το γάλα» αλλά μας εφάνη αηδές στη γεύσιν και το κατάπιαμε στανικώς. Βέβαια ως λαμκιόρης, έμαθα να αφαιρώ την πέτσα από το βρασμένο γκάλα και να την χτυπάω μαζί με το αβγκο δυναμικά. Η ένθεσις τασαύτου λίπους εθέρμαινε την γεύσιν σε λιπώδη, προκαλώντας μύθους φευγάτους στην όσφρηση και στη γεύση.

Ο τίτλος «Βλάχας» προσιδιάζει σε κτηνοτροφικό προϊόν ήδη από στίχο του Πτωχοπρόδρομου, επί Κομνηνών για μία κάπα που έφτιαξε μια βλάχα. Άρα όταν ιστορείται γυναίκα ενδεδυμένη και εργαζόμενη στο κουτί του «Βλάχας» μόνον εθνογραφικές παρατηρήσεις είναι δυνατές, καθ΄όσον η φερομένη ως Βλάχα φορεί μεσάτη φούστα και φέρμελη εφαρμοστή, με διακοσμητικά τερτίπια επί σκούρου φόντου. Άρα προέρχεται είτε από ουγγαρέζικη, ρουμάνικη ή μολδαβική τσάρδα, ή από άλλη περιοχή, από Ουαλίας εως Βαλονίας, και όπου το «Β» είναι μαλακόν. Νοτιοβαλκανική βλάχα, αποκλείεται.

Αντιθέτως η δίκην μικρής Ολλανδέζας καθημένη μήτηρ ή τροφός θηλάζουσα και μειδιώσα, είναι προφανώς κατωχωρίτισσα και έξαφνα, από φέρουσα εν αγκάλη το μπεμπέκι εφωράθη κρατούσα μιαν αγκάλη λευκές τουλίπες. Είτε παρενέβη Καλβίνος ή καλβινίζων που κάποτε απαγόρευσε στους Ολλανδούς να έχουν παραπετάσματα στα δωμάτιά των (ακόμη δεν έχουν) ή η κίνησις, εάν δεν είναι σκοταδιστική, ενδεχομένως να υπονοεί την δόκιμο σχέσιν των Οθωμανών με τας τουλίπας, αλλά και την συγγένειαν των κεραμικών του Ντελφτ με τα Τσανακλίδικα κεραμικά. Εμένα ψηλομύτικη υποκρισία μου θυμίζουν, ή μικρόν μη μου άπτου υστερισμόν, ευτυχώς χωρίς παρέμβασιν ορθοδόξων, διότι υπάρχουν θηλάζουσαι Θεοτόκοι αρκεταί, όπου ο Χριστούλης τρέφεται μέσω τιτθού που ομοιάζει με σχηματική υπόνοια τριγώνου αιχμής, μη παραπεμπούσης εις ο,τιδήποτε πονηρόν.

Και μόνον που το δεύτερο γκάλα λέγεται «του νουνού» με ξιππάζει. Πολλά λογότυπα εις «νου» σπανίζουν, όπως οι ιππότες που φωνάζουν «νι» και το στουντιο Νu που απλώνεται στην θέση των στούντιο της Μπογιάνα στο βουνό νότια της Σόφιας. Αλλά νουνός που να προσφέρει το γκάλα, κρατώντας ανενεργόν τον πατέρα, με ξενίζει. Ανκαι τώρα που το σκέφτομαι παλαιότερα υπήρχε η αποτροπαϊκή κραυγή «νουνός» όταν παιδίσκη ή παιδάκι έδειχνε να πνίγεται ή να ξεροβήχει, κραυγή που αντικατέστησε το παλαιότερο «μόσχος και κανέλλα και του βασιλιά η κοπέλα» επί νηπιακών ερευγμών. Αλλά αποκλείω Ολλανδόν επιχειρηματία να σκέφτεται «ας βγάλουμε το γκάλα μας «το γκάλα του νουνού». Μάλλον ‘Ελλην αντιπρόσωπος το σκέφτηκε, καθώς όταν ρώτησα τη Φαραώνα, μου εξήγησε πως οι πέριξ κυράδες ενός νηπίου, όχι μόνον έλεγαν επί ξερόβηχα «ο νονός!» αλλά ύψωναν τον δείκτη τεντωμένο δείχνοντας τα ύψη εννοώντας πως εκ των ουρανών θα έλθει η γιατρειά από το βηχαλάκι.

Αυτά, εν παιδικότητι. Έκτοτε, ήμαθα να φτιάχνω διάφορα γαλακτοκομικά, αλλά μόνον η μισή μου καρδιά, βρίσκεται, αναγνώστες μου, στην στάνην. Η άλλη μισή, στην Κίνα βρίσκεται.