Τσιγγενέ μαχαλάδες
11-04-2020

Χίλιες φορές το έχω γράψει, ας πάει χαράμι ακόμη μία.

Δεν θέλω να σημειώσω κάτι λογοτεχνί και ουμανιστί μήτε να εκΡΟΜΑνίσω μια πληθυσμιακή ομάδα που διατήρησε χαρακτηριστικά παρελθόντων αιώνων που κανένας εκπολιτισμένος ραγιάς παλαιών κοινωνιών δεν θέλει να θυμάται πως πέρασε γενιές μαζί τους και τώρα, φυσικά, νομίζει πως εκπολιτίστηκε από τη μήτρα. Σάματι ο πολιτισμός να είναι ένα βαρύ απρόσιτο μετάλλιο που σου απονέμεται.

Η καραντίνα και οι απαγορεύσεις δημόσιας κίνησης, ιδίως η στέρηση του ξένου δέρματος σύγκολα ή εφαπτόμενο με το δικό σου, φοβίζει τους ανθρώπους εν γένει, ακόμη κι αν είναι μυγιάγγιχτοι.

Οι κατσίβελοι του μεσαίωνα, οι τσιγγάνοι αργότερα, είναι παμπληθείς κάποτε όχλοι ηττημένων λαών από τον βορρά των Βαλκανίων και τα βουνά της εκστρατείας του Διονύσου, που σε μερικές περιπτώσεις διατήρησαν το ατελές σύστημα των «ρηγάτων» ή των «τζαουσίων» η «τζάσιδων» που γνωρίσαμε όταν επιβίωσαν, από τον 7ο έως τον 10ο αιώνα καμιά δεκαριά «σκλαβηνίες» ήτοι υπόσπονδα μελέτια λαοτήτων.

Μοναδική προσώρας επιβίωση τέτοιου «μελετιού» (αργότερα αποκαλούσαν γιούφτους ή τσιγγενέδες τους πάντες) είναι οι Βαγενέτες ή Βαϊουνίτες, σκλαβηνία που μαρτυρείται πάνω από τους Μολοσσούς παραλιακά και οι Ανδηγαυοί της Κέρκυρας που ήταν βουργέσιοι (μπουρζουάδες) ζήτησαν από την Αρχή τους να επιτρέψει ομάδες Βαγενετών να έρθει στο νησί για να καλλιεργεί τα κτήματά τους στο Τεμπλόνι. Αυτά στον μεσαίωνα. Σήμερα, στο Τεμπλόνι έχουν διατηρηθεί αθίγγανοι, αμετακίνητοι εκεί επί αιώνες.

Η Ελλάδα, πληθυσμιακώς, θυμίζει ύφασμα γαλανόλευκο που έχει πολλά πουά διαφόρων χρωμάτων. Αναφέρομαι σε πληθυσμούς ή ομάδες που είναι υποχρεωμένοι να ζούνε συμπαγώς, ήτοι σε καταυλισμούς αθιγγάνων, σε στρατόπεδα στρατευμένων, σε κλειστές ή ανοιχτές δομές προσφύγων και μεταναστών. Δεν ξέρω πόσοι είναι ανάκατα, αλλά νομίζω πως είναι συνολικά πάνω από 200 χιλιάδες όλοι μαζί. Καταλαμβάνουν μερικές δεκάδες «πουά» του νεοελληνικού υφάσματος. Αν συμβεί καμιά φωτιά στο Μοριά, όταν ο Ρουσόπουλος μοίραζε λεφτά ή όταν ήταν η περίοδος της μαύρης Ειδομένης, μπορεί να ήταν πολύ περισσότεροι, αλλά παροδικά.

Οι ρηγάδες τους αυτοαποκαλούνται βασιλιάδες και είναι οι ενεργοί πόλοι επικοινωνίας με τους υπόλοιπους Ελλαδικούς. Αυτοί ορίζουν τις ταρίφες στο άθλημα της ψηφοθηρίας, και ελέγχουν το εμπόριο, την τοπική αγορά, οπότε αφήνουν ομάδες να ξεχυθούν για ψείρισμα αγαθών ή τους έστελναν παλιά ομαδικά να μαζέψουν σοδειές με ποσοστό.

Οι γύφτοι θέλουν δάσκαλους, δικούς των, παροχή εντός σχεδίου οικοπέδων ή κατοικιών (υπάρχουν από το 1960 μερικοί υποδειγματικοί οικισμοί) καταστήματα και βιοτεχνίες διαφόρων ειδών και δυνατότητα ανάπτυξης εμπορικού πνεύματος. Υπολόγισα την ένταξή τους στο επίπεδο ευρωπαϊκών κρατών δύο τύπων (Αγγλίας και Ουγγαρίας) πως θέλει δέκα βαρβάτα χρόνια δράσης μη πατερναλιστικής. Με δύο λόγια, χρειάζεται μία γραμματεία πληθυσμών κοινωνικού περιθωρίου, χωρίς ανθρωπιστές και ανθρωπίστριες. Η δουλειά θέλεια κοινωνικούς εργάτες και όχι «αχ τα καημένα τα χελιδόνια, τήκονται αδίκως μέσα στον ήλιο». Και βέβαια, εισαγγελέας πολιτικών δωροδοκιών και με νυχτερινή βάρδια.

Όσο για Λάρισες και Νέες Σμύρνες εντός αυτών, υπάρχουν 100 πανελληνίως και λίγες λέγω. Θέλουν όλες σχολειό και ισονομία.