Διήγησις παιδιόφραστος
21-01-2019

«Μονάχος μου το μπάλωσα»

Θυμάμαι ατεχνώς  ένα παραμύθι που φιλοξένησε ο Μέγας στα «Ελληνικά παραμύθια» του.

Ένας ρήγας περνούσε συχνά ανεγνώριστος στις ρούγες της πόλης του, κι από ένα σπιτούδι ακούει τον θρήνο ενός μπαλωματή: μονάχος μου το μπάλωσα, μονάχος μου το μπάλωσα. Από περιέργεια, κουρταλεί τη θύρα του και τον ερωτά το γιατί. Κι εκείνος του εξηγεί πως είναι άτυχος με περικεφαλαία, διότι άφησε όλες τις ευκαιρίες στη ζωή του να προσπεράσουν. Γυρνάει στο παλάτι του ο ρήγας, ορίζει να φτιάξουνε μια πίττα και μέσα να τη γεμίσουν με φλουριά και του τη στέλνει ρεγάλο, ανωνύμως. Μετά από μέρες, ξαναπερνάει και βλέπει το ίδιο σπιτούδι, τον ίδιο θρήνο. Ο μπαλωματής του εξηγεί πως βλεποντας την πίττα, σκέφτηκε «πόσες μέρες θα την τρώγω; πάλι στα ίδια θα ξαναπέσω. Δεν τη δίνω για ένα φλουρί στον γείτονα, να κερδίσω κάτι παραπάνω;» Ο ρήγας δεν το βάζει κάτω, επαναλαμβάνει στέλνοντας διάφορα κανίσκια με φλουριά χωρίς αποτέλεσμα. Οι γείτονες του μπαλωματή είχαν γίνει άρχοντες, κι εκείνος, νάκα. Πεισματωμένος, βάζει έναν βαλέ του νυχτιάτικα να τοποθετήσει στο γεφυράκι που ένωνε το σπιτούδι με τον δρόμο ένα μεγάλο πουγκί με φλουριά και τιμαλφή και παραμονεύει. Ξημερώνει ο Θεός τη μέρα, κι ο μπαλωματής βγαίνει και αναρωτιέται φωναχτά: «σαράντα χρόνους μπαινοβγαίνω περνώντας το γεφυρούδι και προκοπή δεν είδα. Δεν περνάω με κλειστά τα μάτια, μήπως και αλλάξει η γκαντεμιά μου;». Τότε ο ρήγας κατάλαβε πως το ριζικό μας δεν μπορούμε να το αλλάξουμε, από τον μπαλωματή έως την αφεντιά του.

Το δίδαγμα και το ρητό

 Όθεν δεν είναι τυχαίο πως τα ξυπνοπούλια, των εκλεκτών προγόνων και της αδιάσειστης Συνέχειας, οι απόγονοι τόσων και τόσων ηρώων και μαρτύρων, συχνά δουλεύουμε τον ματρακά και πολύ μας πάει. Το Κυπριακό διδάσκει την διαρκή έκπτωση των κατά καιρούς διαπραγματευτικών μας ικανοτήτων. Και στο Μακεδονικό, μην κάνετε τον κόπο να σκεφτείτε πως δεν μας αγαπούν και όλοι θέλουν το κακό μας. Διότι είμαστε μανούλες να ξεκινάμε κάτι που επειδή η γυναίκα του πρωτομάστορα δεν του κάθησε να τηνε χτίσει, το χαλάμε λέγοντας «όχι κούκλα μου, δε σε χαραμίζω για το παλιογεφύρ黨

Ρουμανία

 Τα μνημούρια, οι επιγραφές, οι ρωμαϊκές αποικίες, η Πέμπτη Λεγεώνα (εκ της οποίας οι Σλάβοι αποκαλούσαν «Τσιντσάρους» (Πεμπταίους) τους Βλάχους) δείχνει την επέκταση της λατινοφωνίας στις χώρες του Ιλλυρικού. Οι λατινόφωνοι της Πίνδου και της Ρουμανίας λαλούσαν πλησίστια, λόγω Συγκλήτου και στρατηγών Αυτοκρατόρων. Τουλάχιστον είκοσι και λίγους λέω, αυτοκράτορες, καίσαρες, συναυτοκράτορες και λοιποί επιδραστικοί προέρχονταν από χώρες του Ιλλυρικού, λατινοφωνούντες. Οι Βλάχοι, οροφύλακες και πελασγικής παραγωγικής αυθεντίας, νοικοκύρηδες, εντόπιοι άχρι μυελού οστέων, απέκτησαν τον Μαργαρίτη των στα χρόνια της Ρουμανικής Εθνικής αφύπνισης, και τους κόλλησαν το «ρουμανίζοντες» και ρουμανόβλαχοι» όταν εκειός ανίδρυε ρουμάνικα σχολεία καταμεσής των βιλαετίων Σαλονίκης και Μπιτωλίων-Αχρίδας. Κι  ο Βενιζέλος, αποδέχτηκε να χτίσει ρουμάνικα σχολειά, όταν προσπαθούσε να πείσει τον Ρουμάνο άνακτα να μπει στην συμμαχία πριν τον δεύτερο βαλκανικό. Το ότι υπήρξε λόγιος ονόματι Μοισιόδαξ (=Ρουμανοβούλγαρος) και του έδειξαν στον Δούναβη διακόσιες φορτηγίδες με ελληνικές σημαίες στο ποτάμι, ήταν ένα ευχάριστο λαογραφικό συμβάν. Ευτυχώς που ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος απέδειξε πως οι Ιταλοί στην Ελλάδα έστησαν μια «Ρωμαϊκή λεγεώνα» στρατολογώντας βλάχους από Λάρσα και σαπέρα, προκειμένου να λήξει εκείνη η ιστορία.

Αλβανία

 Ώσπου να επινοηθεί το «άλλο Αρβανίτες κι άλλο Αλβανοί» Ιλλυρικά και Ηπειρωτικα φύλα είχαν μακρά σχέση με Μακεδόνες, άλλοτε ως σύμμαχοι και συχνά ως αντίπαλοι. Κατά καιρούς (απο τους Σέρβους κυρίως) διέδιδαν πως ήταν μέτοικοι εξ Αλβανών του Καυκάσου ή πως επρόκειτο για αποδέλοιπα σταυροφόρων από το Saint Albans της Αγγλίας. Και η κάθοδός τους σε Ρούμελη και νησιά του Αιγαίου, τους μεταμόρφωνε σε Τραντέλληνες ή το πολύ σε αγροίκους του Γένους των αναθεωρητών. Μαζί εποικίσαμε την Magna Grecia και πάμπολλοι Αλβανοί ήτονε στρατηγεύοντες και πρωθυπουργοί της νέας Ελλάδας. Παρέα ως stradioti αλωνίζαμε τα ευρωπαϊκά πεδία των μαχών της εποχής του Μπαρόκ, μάλλον εις μάτην.

Σερβία

Οι Σέρβοι, με τους οποίους μας δένει πατροπαράδοτη φιλία, άπαξ κατέβηκαν άχρι Θεσσαλίας και Μετεώρων, ενώ οι άνακτές μας παντρολογιόντουσαν συνέχεια. Πλην της εποχής των Αγιορειτών Σερβοπρώτων και της αρμένικης επίσκεψης της Ελένης, συζύγου του Στεφάνου Ντουσάν στον Άθωνα, δεν άφησαν μεγάλα ίχνη της παρουσίας τους στα νότια. Οι Μεγάλες δυνάμεις, στα χρόνια του μεγάλου παζαριού, τους γιατροπόρεψαν την Κέρκυρα και τους έταξαν τη Θεσσαλονίκη εάν μουλαρώναμε στην ουδετερότητα. Κι όταν υπογράψαμε το σύμφωνο Πολίτη Καλφώφ, το 1924, έσκασαν από το κακό τους, καθώς η συμφωνία αφορούσε ελληνική και βουλγαρική μειονότητα, αλλ’ αυτοί έλεγαν πως η Βαρντάρσκα ήταν πήχτρα στους σερβίζοντες. Πάντως την «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Μακεδονίας» αυτοί την ίδρυσαν, την στήριξαν και την παράλλαξαν. Και ακόμη πληρώνουμε και θα πληρώνουμε τους σχετικούς τζερεμέδες.

Βουλγαρία

Κατέφθασαν σπρωγμένοι από Χαζάρους (μάλλον) ένας Κούτραγος, ένας Ασπαρούχ κι ένας Κούβρατος, στασιαστής των Αβάρων. Χάνηδες, μιλούσαν Τουρκ ή Ιρανί. Έστησαν κράτος και όχι «έθνος», πρωτομίλησαν σε χρονικά και επιγραφές ελλένικος, μετά πήραν των Σλάβων τα λογάκια. Οι πρώτοι πέραν των Ρωμαίων που δέχτηκαν επιδράσεις από τον Πάπα. Υπέταξαν πολλές Σκλαβηνίες, με τον Κρούμο και τον Συμεώνα στεριώθηκαν, και πρώτα ο Τσιμισκής, μετά ο Βασίλειος Β τους υπέταξαν. Αλλά οι συνθήκες ήταν επαχθείς επειδή δεν θέλαν να φορολογούνται σε χρήμα, αλλά σε είδος. Τράβηξαν πολλές περιποιημένες εξεγέρσεις, του Βοϊτάχου, των Ασάνηδων,ώσπου ήρθαν οι Οθωμανοί και τους βύθισαν τελειωτικά, επί Σισμάν. Αφυπνίστηκαν επί Παϊσίου Χελανταρινού, υποδέχτηκαν την Ρώσικη επιρροή με ενθουσιασμό, Γερμανοί και Ρώσοι  τους έδωσαν προσωρινά τα μισά κεντρικά Βαλκάνια, νίκησαν τους Σέρβους το 1885 και έμειναν δίβουλοι ανάμεσα στην Εσωτερική Οργάνωση και τους Βερχοβιστές. Ως «Πρώσσοι του Νότου» έμειναν πιστοί στον Άξονα των κεντρικών Δυνάμεων αλλά οι πολιτικές τους επιλογές ήταν άκρως ατυχείς. Δεν θέλουν να ακούνε για «Μακεδόνες», παρά μόνον για Ρωμιούς ή γκρέκους και Βουλγάρους. Δια της μεθόδου των αυτονόμων περιοχών κατάφεραν να έχουν κράτος. Ήταν, έως το 1974, ο στοχευμένος εκλεκτός εχθρός μας. Το ένα τέταρτο των Σκοπιανών έχει δικές τους ταυτότητες παράλληλα με το Αλβανικό στοιχείο που δυσφορεί με την «μακεδονικότητα». Αλλά το σύστημα «κομιτατζήδες, έξω Βουργαριά-ουστ, εαμοβουλγαρισμός» και δύο επαχθείς Κατοχικές  περίοδοι δεν έλυωσαν από τις μεταγενέστερες εντυπώσεις. Ελλάδα και βουλγαρία διεκδίκησαν τις συνειδήσεις στα Οθωμανικά βιλαέτια. Με την ίδια μέθοδο. Οι σύμμαχοί τους ηττήθηκαν, οι δικοί μας νίκησαν.Δεν «πταίει ο κακός τους ο καιρός» αλλά οι ηττημένοι προστάτες των.

Ελλάδα

Το βακούφι του Γαζή Εβρενός, παραχωρημένο από τους Οθωμανούς στον κατακτητή του 14ου αιώνα, ήταν μια τεράστια περιοχή με κέντρο τα Γιαννιτσά, που συγκέντρωνε  γεωργούς και ποικίλους σύγκληδες στα χωριά των μπέηδων ολόγυρα στη λίμνη και στον Βάλτο. Έως την βουλγαρική εξαρχία και τους ρουμανίζοντες, τα περιγράφουν οι περιηγητές πειστικά. Μετά έκαναν το ντου και προσπάθησαν να αλλάξουν την σύσταση των πληθυσμών, από τα Σέρρας έως τον Γράμμο, και οι Έλληνες, αρκετά αργά, αντέδρασαν. Η γλώσσα δε ήταν κριτήριο, αλλά το εκκλησιαστικό φρόνημα. Ο Αγώνας κράτησε έως τους Νεότουρκους και οι Βαλκανικοί πόλεμοι το έλυσαν. Μερικώς. Αλλά το κυρίως Μακεδονικό ζήτημα, ήτοι η αρχαία περιοχή της Παιονίας, είναι κατοικημένη από Βλάχους, Βουλγάρους,  Σόπτσηδες και ξενάκια,σερβίζοντες λόγω Γιουγκοσλαβίας. Εκεί, κατέφυγαν και οι αυτονομιστές αντάρτες που νικήθηκαν από τον ΕΛΑΣ στα τελευταία της Κατοχής.

Αυτοί γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Δυτική και Κεντρική Μακεδονία. Αν το ΠΑΣΟΚ ,την εποχή που έφερε πίσω τους αντάρτες από τις ανατολικές χώρες, δεν απαγόρευε την είσοδο των εντοπίων που είχαν δηλώσει «μακεδονική ιθαγένεια» αλλά γυρνούσαν στα χωριά τους, δεν θα είχαν άλλη διέξοδο, παρά να συνυπάρξουν μαζί μας. Με λίγα λόγια, ό,τι ακριβώς συνέβαινε από τα χρόνια Ιουστινιανού του Ρινότμητου περί το 700 μΧ. Αυτοί ήταν Μακεδόνες της γεωγραφικώς σωστής Μακεδονίας που ο Τίτο τους έπλασε κατά τα γούστα του. Ήταν δικοί μας αντάρτες, και είχαμε την υποχρέωση να διαχειριστούμε το φρόνημά τους. Κι όχι χατζηαβάτικα, να τους χαρίσουμε στους «φίλους και συμμάχους Σέρβους». Κι αν ξεσπούσε έρις περί το όνομα, η Ελλάδα έπρεπε να ειπεί: Μακεδόνες είναι όπου η Μακεδονία εστίν. Όποιος αντάρτης έχει παιδιά και θέλει να τα μεγαλώσει στη Μακεδονία, καλώς να ορίσει, δεχόμενος τους νόμους και τους προφήτες μας. Μήτε όνομα μήτε συνθήκες, μήτε παπαροεπιχειρήματα. Όπως επέστρεψαν οι πολιτικοί πρόσφυγες από τις άλλες ανατολικές χώρες και οι άλλοι πρόσφυγες από παντού.

Αυτό θα πει «βλέπουμε μπροστά, στο κοινό μέλλον». Να τους δίναμε πατρίδα. Όπως δώσαμε και στους δοσίλογους. Επί αμέτρητους αιώνες, συνυπήρχαμε και υποδεχόμασταν με δεκάδες λαότητες, έθνη και φυλές.  Και ιδεολογίες, και πεποιθήσεις. Τίποτε άλλο. Τώρα, να ετοιμάζεστε για μεγάλα ντράβαλα. Να τα μπαλώνουμε μεταξύ μας λέω, κι ας είναι και γουρνοτσάρουχα.

Το «’Ελλην» είναι πρόσημο χώνευσης και συγχώνευσης. Αναλόγως του φρονήματος, είναι παράσημο ή στίγμα. Και οι συμφωνίες, πατροπαράδοτα, γίνονται κουρελάκια. Αυτές που υπάρχουν σε μάκρος χρόνου, συνήθως είναι αιματηρές εκεχειρίες. Τέλειωσα.