50 χρόνια από το πρώτο ταξίδι
20-07-2019

Νομίζω ότι εκείνο το πρωινό λίγο θέλαμε και θα είχαμε μάθει και οι δύο να πετάμε, ή τουλάχιστον εγώ, πράγμα απαραίτητο για μια αξιοπρεπή πτώση.

― Μαξ Ζέμπαλντ, Αίσθημα Ιλίγγου, μτφρ. Ιωάννα Μεϊτάνη.

Παρακολουθώ, μέρες τώρα, όλο τον ενθουσιασμό με τον οποίο ο ξένος τύπος και ειδικά ο αμερικάνικος καλύπτει την πεντηκοστή επέτειο της προσσελήνωσης. Και δικαίως βέβαια. Η Αμερική ήταν η χώρα που κέρδισε αυτόν τον αγώνα μισό αιώνα πριν. Και όσο και αν η αφορμή παραμένει κάπως αστεία, καθώς ο αγώνας για την προσσελήνωση ήταν απότοκος του Ψυχρού Πολέμου, παραμένει ένα κατόρθωμα που τα βαθύτερα αίτιά του είναι άρρηκτα δεμένα με την υπόστασή μας ως έλλογα όντα, και ειδικότερα με τη φαντασία μας. Μπορεί υπό άλλες συνθήκες, απουσία Πολέμου, έστω και Ψυχρού, η προσσελήνωση να είχε επιτευχθεί αργότερα. Πάντως ένα είναι σίγουρο: είναι αδιανόητο να μην είχε επιτευχθεί ποτέ. Αλλά η πεντηκοστή επέτειος χαρακτηρίζεται και από κάτι άλλο, διαφορετικό, σε σχέση για παράδειγμα, από ό,τι η σαρακοστή: τελεί υπό το φως της δήλωσης του Trump ότι μέχρι το 2024 θα πραγματοποιηθεί ξανά επανδρωμένη πτήση στο φεγγάρι.

Αναρωτήθηκα λίγο το γιατί να επιθυμεί κάποιος να πάει ξανά σήμερα στο φεγγάρι και βρήκα μερικές απαντήσεις που έχουν να κάνουν περισσότερο με την εμπορική εκμετάλλευσή του. Οι γνωστοί κροίσοι (Έλον Μασκ, Τζεφ Μπέζος) που επιθυμούν να μεταφέρουν ανθρώπους για ψυχαγωγία, η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της σελήνης, η κατασκευή τηλεσκοπίου στη σκοτεινή πλευρά της, είναι κάποιοι από τους λόγους για την επαναπροσέγγιση της σελήνης. Και βέβαια οι ανταγωνιστές είναι σήμερα πολλοί: Κινέζοι, Ινδοί, Ευρωπαίοι, όλοι θέλουν να συμμετέχουν σε αυτόν τον άτυπο αγώνα που, όπως και να το δει κάποιος, έχει και συμβολική διάσταση που σχετίζεται με την καταξίωση και την αίγλη που προσδίδει ένα τέτοιο κατόρθωμα σε μια χώρα. Ο βασικότερος όμως από όλους αυτούς τους λόγους δεν είναι άλλος από την επιθυμία κατάκτησης του Άρη. Γιατί η επαναπροσέγγιση της σελήνης είναι το πρώτο βήμα προς τον Άρη. Η λογική πίσω από αυτή τη σκέψη έχει να κάνει με τον ρόλο της σελήνης ως σταθμού ανεφοδιασμού και βάσης από την οποία πιθανότατα θα πραγματοποιηθούν οι πρώτες απόπειρες για το πολυπόθητο ταξίδι στον Άρη. Και λέω «πολυπόθητο» γιατί ο μέγας ρυθμιστής του αν θα ολοκληρωθεί τελικά η νέα προσσελήνωση, που θα λειτουργήσει ως προπομπός και εφαλτήριο του μεγάλου σχεδίου κατάκτησης του Άρη, είναι αν θα αποφασίσει το Κογκρέσο να χρηματοδοτήσει το πρόγραμμα.

Μπορεί οι κροίσοι σήμερα, όπως ο Τζεφ Μπέζος της Άμαζον, να φαντάζουν και να είναι αληθινά πλούσιοι (ο Μπέζος έχει 165 δισ. $ προσωπική περιουσία), αλλά τα κόστη είναι δυσθεώρητα και πραγματικά απαγορευτικά για όλους εκτός από τα πολύ πλούσια κράτη. Ο προϋπολογισμός, για να έχετε μια τάξη μεγέθους, μιας νέας προσσελήνωσης εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 30 δισ. $. Και πολλοί εικάζουν ότι υπάρχουν πιθανότητες το Κογκρέσο να μην εγκρίνει ένα τέτοιο ποσό αν δεν παραμείνει ζωντανός ο μεγάλος, απώτερος στόχος της κατάκτησης του Άρη που φυσικά θα κοστίσει πολύ περισσότερο. Και τελικά αυτό είναι το σημείο στο οποίο υπεισέρχεται η φαντασία. Η φαντασία που προανέφερα. Αυτή που μας χαρακτηρίζει ως έλλογο είδος. Αυτή που πάντα υπήρξε ο έξω-θεωρητικός (extra-theoretical) μοχλός όλων των κινήτρων μας, αυτή που υπήρξε πίσω από κάθε εφεύρεση, ανακάλυψη, και επιστημονικό επίτευγμά μας. Μια τέτοια αποστολή, λοιπόν, που προϋποθέτει τεχνολογία και επιστημονικό προσωπικό αιχμής, δεν θα μπορούσε ποτέ να ολοκληρωθεί αν δεν θα γινόταν να καλλιεργηθεί και να παραμείνει ζωντανό στις καρδιές των ανθρώπων το όνειρο της κατάκτησης του Άρη. Το μέγα κίνητρο για να επιτευχθεί η απαραίτητη σύμπνοια Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, έτσι ώστε να εγκριθεί η αρχική χρηματοδότηση της νέας προσσελήνωσης, είναι να παραμείνει το όραμα κατάκτησης τού Άρη ζωντανό. Βλέπουμε λοιπόν ότι το δυσθεώρητο κόστος του νέου προγράμματος προσσελήνωσης, αυτό που θα φέρει εις πέρας το ακόμα ακριβότερο πρόγραμμα της αποστολής στον Άρη δεν αντιστοιχεί σε τίποτα άλλο παρά στο κόστος των ονείρων. Για να το πω ακόμα πιο αγοραία: το sales pitch τής χρηματοδότησης αντικατοπτρίζει την τιμή της φαντασίας τόσων και τόσων γενεών που έζησαν τις ζωές τους, συνήθως με στερήσεις και δυσκολίες, και που στο πίσω μέρος του μυαλού τους, όταν κοίταζαν τον έναστρο ουρανό, στραφτάλιζε αυτό το όνειρο.

Θα τελειώσω με μια αναφορά στη σεκάνς που ανοίγει το First Man τού Damien Chazelle. Εκεί, καταγράφεται η δοκιμαστική πτήση ενός X-15 στα όρια της στρατόσφαιρας. Παρακολουθούμε τον πιλότο μέσα σε ένα στενό κόκπιτ να τραντάζεται από τις αναταράξεις της ατράκτου που πλησιάζει τα όρια της ατμόσφαιρας. Αρκετές φορές, φευγαλέα, η κάμερα θα εστιάσει στο αναλογικό αλτίμετρο που καταγράφει την άνοδο εν μέσω διαρκώς αυξανόμενων κραδασμών. Και ξαφνικά, με ένα αμυδρό «ποπ», το κάδρο θα περάσει στην ηρεμία και τη γαλήνη. Το σκάφος έχει μόλις διαβεί το όριο της ατμόσφαιρας, ο κινητήρας έχει σβήσει, και το αλτίμετρο έχει σχεδόν ακινητοποιηθεί. Η θέα από αυτό το υψόμετρο σου κόβει την ανάσα. Ο πιλότος, ο Νηλ Άρμστρονγκ, θα πρέπει τώρα να διαπραγματευτεί την επανείσοδό του στην ατμόσφαιρα. Πράγμα που δεν αποδεικνύεται και τόσο εύκολο γιατί έχει αρχίσει να αιωρείται στα όρια του διαστήματος, στα όρια της βαρύτητας. Η σεκάνς αυτή, όπως και πολλές άλλες στην ταινία, δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας. Η NASA πραγματοποίησε στη δεκαετία του ’60 πολλές παρόμοιες πτήσεις για να αποκτήσει πολύτιμη τεχνογνωσία πάνω στον σχεδιασμό αεροσκαφών και διαστημοπλοίων.

Η σεκάνς αυτή όμως εκτός από την hands-on, κυριολεκτική, ανάγνωσή της, μας γνέφει και προς κάτι εντελώς μεταφορικό: αποτυπώνει με γλαφυρότατο τρόπο το πέρασμα ανάμεσα σε όρια. Και τα όρια, σε αυτόν τον κόσμο, βρίθουν ποικιλομορφίας. Από τα πιο απλά που μπορεί να είναι το να μάθεις να περπατάς, να κάνεις ποδήλατο, να εθιστείς στο τσιγάρο, στο σεξ, και τη γεύση που έχει το ουίσκι· μέχρι τα πιο πολύπλοκα, χρονοβόρα, κοστοβόρα, και επίπονα: την εκμάθηση γλωσσών και απαιτητικών δεξιοτήτων, τη μεταπήδηση σε νέα εργασιακά ή οικογενειακά περιβάλλοντα, την προσαρμογή σε νέες πατρίδες, νέα ήθη, νέα έθιμα. Ως κορωνίδα όλων αυτών των ορίων, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούμε πλήρως, στέκεται το όνειρο της κατάκτησης του Άρη, που με τη σειρά του θα ανοίξει περαιτέρω τους ορίζοντες. Ένα είναι σίγουρο: η πορεία προς κάποιο όριο, κυριολεκτικό ή μεταφορικό, θα συνοδεύεται πάντα από παρόμοια φαινομενολογία: κραδασμοί, αναταράξεις, και μετά, αυτή η ηρεμία καθώς παγιώνεται η νέα κατάσταση. Αλλά και οι επιστροφές θα υπαγορεύουν την ίδια συμπτωματολογία καθώς θα ανακαλύπτουμε ότι κάποια μονοπάτια δεν είναι τόσο εύκολο να τα περπατήσουμε ξανά προς την αντίστροφη κατεύθυνση, ενώ κάποια άλλα μπορεί να μην υπάρχουν πια καθόλου. Αφού όμως κάποτε περάσαμε κάποια όρια, και μάθαμε να πετάμε, οι πτώσεις, όπως λέει και ο Ζέμπαλντ στο απόσπασμα της αρχής, θα είναι αξιοπρεπείς.