Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ
15-06-2019

Στις τελευταίες σελίδες της Αθανασίας τού Κούντερα υπάρχει ένα υπέροχο νοητικό πείραμα – ερώτημα: αν έδινες στους ανθρώπους τη δυνατότητα να κοιμηθούν με τη Ρίτα Χέιγουορθ αλλά να μην το μάθει κανείς ή, να κυκλοφορήσουν απλώς μαζί της δημοσίως, τι θα διάλεγαν; Όλοι θα απαντούσαν ότι θα ήθελαν να κοιμηθούν μαζί της, λέει ο συγγραφέας, γιατί όλοι αρέσκονται να διατείνονται ότι είναι ηδονιστές. Κατά βάθος όμως αυτό που όλοι θα ήθελαν, είναι να τους έβλεπαν μαζί της. «Γιατί ο θαυμασμός είναι που τους ενδιαφέρει και όχι η ηδονή. Τα φαινόμενα και όχι η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύει πια τίποτα για κανέναν», καταλήγει ο Κούντερα. Όταν είχα διαβάσει το βιβλίο, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, με είχε ξενίσει η απολυτότητα του συγγραφέα. Με είχε ξενίσει αυτό το «όλοι» που σου βγάζει το μάτι και από τις δυο πλευρές. Όλοι θα δήλωναν ότι θέλουν να κοιμηθούν μαζί της κρυφά, αλλά τελικά όλοι θα προτιμούσαν να εμφανιστούν μαζί της δημοσίως. Το συγκεκριμένο βιβλίο βέβαια προσπαθεί να σκιαγραφήσει το κωμικοτραγικό της στάσης μας απέναντι στο “δίλημμα” του «είναι» και του «φαίνεσθαι». Και η στάση μας απέναντι σε ένα τέτοιο “δίλημμα” ενέχει όλα τα χαρακτηριστικά που έχει η στάση μας απέναντι σε ένα στερεότυπο: νομίζουμε, εύκολα κιόλας, ότι το έχουμε απαντήσει, νομίζουμε ότι έχουμε επιλέξει.

Όσοι με γνωρίζουν λίγο καλύτερα, και δεν εξαιρώ και τον εαυτό μου, που όσο περνάει ο καιρός θέλω να πιστεύω ότι με μαθαίνω καλύτερα, θα ξέρουν ότι έχω μια αδυναμία στο συγκεκριμένο απόσπασμα του Κούντερα. Το πλήρωμα του χρόνου έφτασε, όμως, να επιβεβαιώσει τον συγγραφέα μέσα από ένα κατάτι διαφορετικό μονοπάτι. Επειδή τώρα τελευταία παρακολουθώ πολλές βιβλιοφιλικές σελίδες, και πολλά βιβλιοφιλικά προφίλ, θα πω ότι το ερώτημα μπορεί να ανασκευαστεί ως εξής: αν έδινες στους ανθρώπους τη δυνατότητα να αποκτήσουν εποπτεία, έστω περιορισμένη, του κόσμου χωρίς όμως αυτό να γίνει γνωστό πουθενά, ή, τους έδινες τη δυνατότητα να φανούν ότι διαβάζουν ασταμάτητα και έχουν γνώσεις και απόψεις επί παντός επιστητού, τι θα διάλεγαν; Έτσι μετασχηματισμένο, το ερώτημα, δεν προβληματίζει πια, θαρρώ, κανέναν με την απολυτότητα της απάντησης που του προσέδωσε ο Κούντερα.

Αλλά αυτό, το ανασκευασμένο ερώτημα, δεν είναι καθόλου απλό αν το κοιτάξουμε προσεκτικά γιατί ακόμα και κάποιος που διαβάζει περιστασιακά και επιφανειακά, δύναται –δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο– να ξεπατικώσει τα εργαλεία εκείνα που θα τον κάνουν να αποκτήσει την επίφαση μιας εποπτείας ενός έστω συγκεκριμένου τομέα του κόσμου. Το κακό (που είναι ταυτοχρόνως και καλό) με την ανάγνωση είναι ότι σου δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσεις τα εργαλεία εκείνα –ορολογία, φορμαλισμούς– που σου επιτρέπουν να συντηρείς και να διαδίδεις έναν μπούσουλα που δίνει την εντύπωση της γνώσης (την επίφαση της εποπτείας). Τι διακρίνει την εντύπωση της γνώσης από την αληθινή γνώση; Μα φυσικά η σκληρή δουλειά, και η τριβή, και η εμπειρία με το αντικείμενο.

Διαβάζω αυτές τις μέρες το Περί Χρόνου και Ποταμού τού Τόμας Γουλφ. Υπάρχει λοιπόν ένα κεφάλαιο, κάπου προς την αρχή, όπου ο ήρωας, που χαρακτηρίζεται από έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, μιλάει για τις μεθόδους διδασκαλίας ενός καθηγητή του στο Χάρβαρντ. Ο συγκεκριμένος καθηγητής, υπό το βλέμμα του ήρωα και πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, είχε τη δυνατότητα να ενσταλάζει στους μαθητές του ακριβώς αυτά τα εργαλεία που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για αυτή την επίφαση της εποπτείας που αναφέρω στη λογοτεχνία. Ο ήρωας του Γουλφ αναφέρεται σε καθηγητή δραματουργίας, και η συζήτηση αφορά το θέατρο, αλλά η γενίκευση στη λογοτεχνία είναι νομίζω δόκιμη. Δείτε μόνοι σας:

«Έδινε στους ανθρώπους που δεν είχαν οι ίδιοι τη δύναμη να δημιουργήσουν κάτι που θα είχε αξία και ομορφιά –στους ανθρώπους που ήταν αυθεντικά Φιλισταίοι και εχθροί της τέχνης και του ζωντανού πνεύματος του καλλιτέχνη– μια γλώσσα για να μιλούν με επιπόλαιες τοποθετήσεις σχετικά με όσα διόλου δεν γνώριζαν […]. Και εντέλει δεν οδηγούσε σε τίποτα άλλο από την ψευτιά και την ασημαντότητα, σε ανύπαρκτα πάθη, και στα φαντάσματα της ειλικρίνειας, στις άθλιες συμβατικές τοποθετήσεις και τα πιστεύω ανθρώπων που δεν διέθεταν ούτε πάθος ούτε ειλικρίνεια, και οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι στο τίποτα, δεν πίστευαν σε τίποτα, ήταν οι παρεκκλίνοντες πίθηκοι του συρμού και των τεχνών». (σ. 299, μτφρ. Γ. Λειβαδάς).

Τι συμπεράσματα μπορεί να βγάλει κάποιος από αυτές τις παρατηρήσεις; Πολλές φορές η διάκριση ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι» είναι πολύ λεπτή και ίσως απατηλή. Το ερώτημα του Κούντερα για την Ρίτα Χέιγουορθ, μέσα στη μεθοδολογική του αυστηρότητα (να κοιμηθείς μαζί της ή να σε δουν μαζί της;) αγνοεί την ουσία. Ο Κούντερα δεν ρωτάει «να ερωτευθείς τη Ρίτα Χέιγουορθ ή να σε δουν μαζί της;». Δεν βάζει το στοιχείο τού έρωτα μέσα στο ερώτημα. Στοιχείο που σιωπηλά και καθοριστικά θα οδηγούσε στην υπέρβαση του διλήμματος. «Σιωπηλά» γιατί ο έρωτας θα σε έκανε αυτοστιγμεί ηδονιστή, και «καθοριστικά» γιατί θα αδιαφορούσες για το αν θα σε έβλεπαν μαζί της. Και η ίδια απάντηση βρίσκεται και στην καρδιά του ανασκευασμένου, δικού μου, ερωτήματος. Το ζήτημα δεν είναι να αποκτήσεις απλώς εποπτεία (έστω περιορισμένη) μιας πλευράς του κόσμου, αλλά να ερωτευθείς αυτή την πλευρά. Οι Φιλισταίοι τού Γουλφ, «οι παρεκκλίνοντες πίθηκοι του συρμού και των τεχνών», είναι αυτοί που δεν διακατέχονται από τον έρωτα προς τη γνώση.