02.07.2017
30.05.2017
05.07.2017
• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Every one?
Θωμάς Ξωμερίτης | 19.08.2014 | 11:48
I see Hermes, unsuspected, dying, well-beloved, saying to the people, “Do not weep for me,
This is not my true country, I have lived banished from my true country - I now go back there,
I return to the celestial sphere where every one goes in his turn.”
 
(Walt Whitman, “Salut au Monde”)
 
Από το Facebook, μέσα από το κινητό μου, έμαθα για το θάνατο του Robin Williams. Αρχικά από έναν Αμερικανό. Λίγες ενημερώσεις «πιο πάνω» το δίκτυο αντηχούσε από τον ομαδικό επιτάφιο θρήνο.
 
Ναι, μου άρεσε ο Robin Williams. Αλλά δεν περίμενα τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών», μια μέτρια ταινία της (μέτριας και δυστυχώς μακράς) αμερικανικής περιόδου του μεγάλου αυστραλού Peter Weir, για ν’ ακούσω Whitman. Πόσο μάλιστα το Facebook, για να ξαναδιαβάσω τους χιλιοειπωμένους στίχους. Μ’ ενόχλησε λοιπόν αυτό το μαζικό ξέσπασμα θλίψης (το οποίο θα μπορούσε να κάνει Βορειοκορεάτες να γελούν το βράδυ σπίτι τους, όταν δεν τους παρακολουθεί το θανατηφόρο βλέμμα του Μεγάλου Αδελφού). Δεν θέλω να μειώσω το οριστικό και τρομερό της πράξης του Williams ή του Philip Seymour Hoffman, το βάρος της κατάθλιψης που έτρωγε τα σωθικά και τη ζωή τους. Αλλά ήταν και οι δύο δημόσια πρόσωπα και σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό, τον κόσμο τον είχαν στα πόδια τους. Αμαρτία από το Θεό που έκλεισαν την πόρτα στο «Δόξα τω Θεώ» τους.
 
(Μη θέλοντας ν’ αφήσω έξω τον εαυτό μου από τη μαζική αντίδραση, ζυγίζω με το νου μου τη σημειολογία του θανάτου και των δύο - αν και είχα χρόνια να πετύχω τον Williams στο σούπερ-μάρκετ κι έχουν περάσει πολλοί μήνες από τότε που δείπνησα τελευταία φορά με τον Philip. Μου φαίνεται λοιπόν ότι ο Williams ήταν ανεπιστρεπτί καταθλιπτικός, ενώ κάπου ο Philip την έβρισκε μ’ αυτό που έκανε. Μια άποψη, την καταθέτω ανάμεσα στις τόσες άλλες).
 
Ο θάνατος μια διασημότητας έχει κάτι από την τέχνη του νεκροθάφτη David Fisher στο “6 feet under”. Φτιασιδωμένος, με λάμψη αιωνιότητας. Λάμψη όχι τόσο απατηλή, καθώς μια διασημότητα αφήνει πάντα πίσω της μνήμη. Δεν έχει τίποτα από την ανελέητη μυρωδιά σήψης, που καθημερινά συναντώ στο κέντρο της Αθήνας, όταν αναδύεται από ζωντανούς στους οποίους λήθη ροκάνισε τα ονόματά τους από τον ίδιο τους τον εγκέφαλο. Τίποτα από τον αυτο-πυροβολισμό του 60-χρονου ανώνυμου που τίναξε τα μυαλά του σε ρετιρέ, δύο δρόμους κάτω από τον δικό μου.
 
Η ομερτά έχει πολλά πρόσωπα, κι ένα από αυτά είναι αυτή η ομαδική έκφραση «βαθιάς θλίψης» μπροστά στο θάνατο ενός διάσημου του κινηματογράφου.
 
Ναι, λυπήθηκα για τον Williams. Αλλά μέχρι εκεί. Τη θηλιά στο λαιμό, τον κόμπο που βαραίνει στο σκοτάδι, το δένουν άλλοι θάνατοι, ανώνυμοι και κοντινοί, που τους νιώθεις στον αέρα. Σ’ αυτούς φοβόμαστε ν’ αναφερθούμε κι έχουμε τελικά παραιτηθεί, γιατί εκεί είναι η απόλυτη απελπισία και ο τρόμος. Ο πόνος τους δεν θα απαλυνθεί με απλή επάλειψη ευαισθησίας, την αλοιφή της οποίας τόσο εύκολα μπορούμε να βρούμε και να μοιραστούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – μνημονιακοί και αντί, ταυτόχρονα.