Εν αρχή ήν ο Leon Russell, ο μουσικός από την Οκλαχόμα που αν διατρέξεις το βιογραφικό του θα δεις ότι ήταν φίλος και συνεργάτης όλων των μουσικών της εποχής του που αξίζανε, κι έκανε αρκετά πράγματα για να γεμίσει τουλάχιστον τρεις ζωές.
Το 1972, συνέθεσε και ηχογράφησε το τραγούδι This Masquerade για το δεύτερο άλμπουμ του. Δεν πρέπει να του έδωσε και πολλή σημασία, καθώς το έβαλε στην πίσω πλευρά του δίσκου που είχε το σουξέ. Ακούγοντάς το, από την περίεργη εισαγωγή ως την ιδιαίτερη εκτέλεση, δεν μπορεί κανείς να φανταστεί ότι αυτό το τραγούδι έχει γνωρίσει 156 διαφορετικές εκτελέσεις και διασκευές ως σήμερα.
Μπορεί το τραγούδι να πέρασε μάλλον απαρατήρητο από το ευρύ κοινό, αλλά η πιάτσα το άκουσε. Οι μουσικοί έχουν άλλο αυτί, και άλλα κριτήρια. Οπότε η Helen Reddy το ξεχώρισε, και πρόκαμε και κυκλοφόρησε την πρώτη διασκευή του μέσα σε τέσσερις μήνες. To περιέλαβε σε ένα άλμπουμ που έγινε “χρυσό” σε πωλήσεις.
Η επόμενη που το πρόσεξε και το ερμήνευσε σε δίσκο ήταν η Karen Carpenter, έξι μήνες αργότερα. H εκτέλεση από τους Carpenters είναι η σφραγίδα της ευρύτερης αποδοχής για οποιοδήποτε τραγούδι, και το This Masquerade άρχισε να περνά στη σφαίρα του κλασικού, ή των λεγόμενων standards.
Πόσο standard; Τόσο ώστε η Karen Carpenter να το ερμηνεύσει σε ντουέτο με την Ella Fitzgerald σε μια τηλεοπτική εκπομπή to 1980. Aλλά προτρέχω…
Προτρέχω γιατί το 1974 ο Sergio Mendes έδωσε μια σάμπα εκδοχή του τραγουδιού (η εκδοχή των Carpenters είχε τέτοια στοιχεία, κι εύκολα βλέπει κανείς τη φυσική εξέλιξη), και το 1975 ο Herb Alpert έδωσε μια ανάλογη ορχηστρική εκδοχή.
Όλα αυτά είναι βέβαια πρόδρομοι πολλαπλών εκδοχών lounge και easy listening, που δεν θα μας απασχολήσουν ιδιαίτερα απόψε. Iδού ένα δείγμα για να καταλάβουμε γιατί δεν θα μας απασχολήσουν.
Προτρέχω λοιπόν γιατί η απόλυτη καταξίωση για το τραγούδι ήρθε το 1976 με την εκτέλεση του κιθαρίστα της τζαζ George Benson, που τον έκανε ευρύτερα διάσημο και έσπασε όλα τα ταμεία, μπαίνοντας σε 3 διαφορετικά τσαρτς στις ΗΠΑ.
Έκτοτε είναι πολλοί οι καλλιτέχνες όλων των ειδών και ρεπερτορίων που θέλησαν να χρησιμοποιήσουν το τραγούδι ως όχημα για να μας στουμπώσουν με το ταλέντο τους. Ενδεικτικά αναφέρω τη Mina από το 1988, για να καταλάβετε γιατί δεν αντέχω να παραθέσω κι άλλους. Οι διασκευές συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό, και ομολογώ ότι δεν βλέπω το λόγο ύπαρξης αν δεν κομίσουν κάτι νέο και ενδιαφέρον. Ίσως από την τρέχουσα γενιά μόνον η Μiley Cyrus να μπορεί να το κάνει.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε στις ορχηστρικές εκδοχές, που ερμηνεύουν το τραγούδι με διαφορετικές ενορχηστρώσεις και το συμπληρώνουν με ορχηστρικούς αυτοσχεδιασμούς, κυρίως στη τζαζ. Ξεχωρίζω αρχικά την εκδοχή του Rahsaan Roland Kirk από το 1977, του Milt Jackson από το 1993 και του Gene Harris από το 1996 (κυκλοφόρησε το 2010).
Αλλά πέραν όλων ξεχωρίζω μια ζωντανή ηχογράφηση του 2003 από τους Pat Metheny (guitar), Michael Brecker (tenor sax), Nils Landgren (vocal & trombone), Lars Danielsson (bass), Wolfgang Haffner (percussion) και Esbjörn Svensson (piano). Μετά από όλη αυτή την εισαγωγή μπορούμε να καταλάβουμε σαφώς τι εκόμισε ο καθένας στο τραγούδι, και να θυμηθούμε ότι ένα τραγούδι, μόλις συντεθεί και ηχογραφηθεί, ανήκει μόνο τυπικά στον δημιουργό του. Κάθε επανεκτέλεση είναι και μια αναδημιουργία, άλλοτε αδιάφορη και άλλοτε θαυματουργία.