Δοκίμασα, δυο χρόνια αργότερα, να ακούσω το Blackstar του Bowie. Δεν το είχα ακούσει τότε, όσο ζούσε ο καλλιτέχνης, δηλαδή τις δύο μέρες από την κυκλοφορία του άλμπουμ ως το θάνατο του δημιουργού, και μετά δεν είχα καμία όρεξη.
Ε, λοιπόν, δεν αντέχεται. Μπορεί αυτοί που γνώρισαν όψιμα τον Bowie να το διασκεδάζουν και να ψυχαγωγούνται, εγώ ακούω έναν άνθρωπο να ψυχορραγεί.
Μας είχε προειδοποιήσει δεόντως με το The Next Day του 2013: η φωνή του είχε αρχίσει να διαλύεται, και η βασική εικονογραφία του ήταν καμουφλαρισμένη ή από παλαιότερες εποχές. Κι όμως, το άλμπουμ είχε συνθέσεις και εκτελέσεις λίαν δυνατές.
(Αστειευόμουν τότε, ότι το Where are we now? θα μπορούσε να είναι ένας ύμνος στο αλτσχάιμερ. Κανείς δεν γέλασε.)
Το προηγούμενό του άλμπουμ (Reality, 2003) ήταν δέκα χρόνια πριν. Σφιχτοδουλεμένο, όλοι οι μουσικοί στην καλή τους ώρα. Άψογο.
Τι με έπιασε να δοκιμάσω να ακούσω το Blackstar; Χτες το βράδυ, παίζοντας με το YouTube και τις playlist, μου εμφανίστηκε το Starman, που το άκουγα μικρός τα Σάββατα πριν βγω, τότε που νόμιζα ότι όλα ήταν πιθανά (όπως αργότερα ξεκινούσα τις εργάσιμες με το Absolute Beginners).
Το άφησα να παίξει και μπήκα σε κλίμα νοσταλγίας. Σήμερα το πρωί σκέφτηκα ότι μη ακούγοντας το Blackstar μπορεί να έχω χάσει στοιχεία και επεισόδια που θα εξηγούσαν και θα βοηθούσαν τη ζωή. Λάθος. Τίποτα δεν είναι πια πιθανόν σε αυτό το άλμπουμ, όλα είναι βέβαια, τελειωμένα. Έτσι η ζωή.
Επιστροφή στο Starman, έστω και revisited. Γιατί το κάθε τέλος δικαιούται ένα ηρωικό soundtrack.