Όσοι έχουν οδηγήσει μηχανή (και είναι μιας κάποιας ηλικίας), θυμούνται καλά αυτή τη σκηνή από τα «Φτερά του Έρωτα» (1987). Ένας μοτοσικλετιστής έχει χτυπήσει, και πλησιάζοντας στο σημείο του δυστυχήματος αρχίζουμε να ακούμε τις σκέψεις του, μαζί με τους θορύβους του δρόμου (και ένα αναπόφευκτο τσέλο, αργότερα). Ο άγγελος τον πλησιάζει και τον περιθάλπει και τον κρατάει ζωντανό ώσπου να έρθει επίγεια συνδρομή, θυμίζοντάς του όλα τα πράγματα για τα οποία αξίζει να κρατηθεί στη ζωή. Η βοήθεια έρχεται, και ο άγγελος φεύγει, αλλά δεν έχει ολοκληρώσει τον περιεκτικό κανόνα των πολλών θαυμαστών και εξαιρέτων πραγμάτων, και τον συνεχίζει μονολογώντας. Καταλήγει με τις απλές και καθημερινές λέξεις ο πατέρας μου, η μητέρα μου, η γυναίκα μου, το παιδί μου. Πράγματα που ως άγγελος δεν θα βιώσει. Έχει πείσει όμως τον εαυτό του ότι αξίζει να δοκιμάσει, και στη συνέχεια εκπίπτει από έρωτα όταν συναντά τη γυναίκα που πιστεύει ότι θα ήταν το ταίρι του, αν αυτός ήταν άνθρωπος.
Δεν ξέρω τι εντύπωση μπορεί να κάνει αυτή η ταινία (ή έστω το απόσπασμα) σε κάποιον που τη βλέπει τώρα για πρώτη φορά. Μπορώ να μαρτυρήσω μόνο για τον εαυτό μου του 1987: ως μηχανόβιος που είχα δει φίλους μου να σκοτώνονται ή να σακατεύονται με μηχανές, ήξερα καλά τη θνητή μου φύση και είχα κάνει τις ανάλογες στοχαστικές προσαρμογές που επέτρεπε η ηλικία μου. Άγγελος δεν ήμουν ούτε ήθελα να γίνω, όσο σαγηνευτικός και να ήταν ο Μπρούνο Γκανζ. Το μονόλογο αυτό πάντως, που είχε γράψει ο Πέτερ Χάντκε, τον έμαθα απέξω και τον μνημόνευα συχνά, όπου και να με εύρισκε το κακό, όπου και να θόλωνε ο νους μου.
Όταν είδα την ταινία, δεν είπα «δώστε ένα Νομπέλ σ’ αυτόν τον άνθρωπο»! Γύρισα σπίτι, άνοιξα το χάρτη, κι άρχισα να ψάχνω τη νήσο Τριστάν Ντα Κούνια.
[Μιλάει ο άγγελος]
Όπως ανέβαινα στο βουνό,
βγαίνοντας από την ομιχλώδη κοιλάδα στον ήλιο,
η φωτιά στα βοσκοτόπια,
οι πατάτες στη χόβολη,
το σπίτι που πλέει στη λίμνη,
ο Σταυρός του Νότου,
[αρχίζει και ο άνθρωπος να συλλαβίζει]
η Άπω Ανατολή,
ο Μεγάλος Βοριάς,
η Άγρια Δύση,
η λίμνη της Μεγάλης Άρκτου,
[ο άνθρωπος μόνος του πια]
η νήσος Τριστάν Ντα Κούνια,
το Δέλτα του Μισισιπή,
το Στρόμπολι,
τα παλιά σπίτια στο Σαρλότενμπουργκ,
ο Αμπέρ Καμύ,
το φως του πρωινού,
τα μάτια του παιδιού,
το κολύμπι στον καταρράκτη,
[ο άγγελος μόνος του πια]
τα ίχνη από τις πρώτες σταγόνες της βροχής
ο ήλιος
το ψωμί και το κρασί
το παιχνίδι του κουτσού
το Πάσχα
οι φλέβες των φύλλων
ο άνεμος στο χορτάρι
το χρώμα στις πέτρες
τα βότσαλα στην κοίτη του ρυακιού
το λευκό τραπεζομάντηλο έξω
το όνειρο από σπίτι σε σπίτι
ο ύπνος του αγαπημένου στο πλαϊνό δωμάτιο
οι ήρεμες Κυριακές
ο ορίζων
το φως από το δωμάτιο στον κήπο
η νυχτερινή πτήση
η ποδηλατάδα δίχως χέρια
η ωραία ξένη
ο πατέρας μου
η μητέρα μου
η γυναίκα μου
το παιδί μου,
έλεγε ο Πέτερ Χάντκε.
Ψάχναμε λοιπόν στους χάρτες, ψάχναμε στους φαροδείκτες να βρούμε την πορεία μας, ποιους κάβους θ’ απαντήσουμε, πόσα και ποιά φανάρια και ποιά τα δύσκολα σημεία του πόντου, πριν ξεκινήσουμε για το ταξίδι μας, πριν ρίξουμε πέτρα πίσω μας, πριν βγούμε στ’ ανοιχτά, έλεγε ο Εμπειρίκος.
Είναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα. Η απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε διά τα πλοία τα οποία το επιχειρούν, έλεγε ο Καβάφης.
Όμως να ξέρετε : δεν θα χαθούμε
κανείς
κανένας δεν θα πνιγή
ως μας προσμένει
μια ξένη
γη
έλεγε ο Εγγονόπουλος.
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης, έλεγε ο Σεφέρης.
Με αυτούς τους παρτσινέβελους για πιλότους, και με μεγάλη δόση τύχης, κατάφερα να φτάσω ως εδώ για να πω αυτή την ιστορία.