Αυτή η φωτογραφία δεν είναι καινούργια. Τραβηγμένη πριν από δύο χρόνια από τον Αργύρη Μακρή του πρακτορείου INTIME, σύμφωνα με τη λεζάντα. Το σκηνικό είναι φαινομενικά αδιάφορο, θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε στην Αθήνα: πεζόδρομος, γκράφιτι, σούρουπο, μαγαζιά κλειστά στο τέλος της ημέρας, κι ένας ένας άντρας σκουπίζει τα γυαλιά από μια ολόφωτη βιτρίνα καταστήματος που είναι όμως σπασμένη. Κι αυτό είναι το κλειδί που κάνει το αίμα να παγώσει: η σπασμένη βιτρίνα. Αυτή η βιτρίνα.
Δεν είναι οπουδήποτε στην Αθήνα, είναι πολύ συγκεκριμένα στον πεζόδρομο της οδού Γλάδστωνος, η συγκεκριμένη βιτρίνα είναι αυτή μέσα από την οποία πέρασε ο Ζακ Κωστόπουλος για να συναντήσει τη θανατηφόρο βία πολιτών και αστυνομικών, ο συγκεκριμένος καταστηματάρχης με τη σκούπα είναι αυτός που τον κλωτσούσε πάνω στα συγκεκριμένα γυαλιά τα οποία τώρα σκουπίζει.
Υπήρξαν κι άλλοι φωτογράφοι, κι άλλες φωτογραφίες, μα καμία σαν κι αυτήν. Ο φωτορεπόρτερ Γιάννης Κέμμος έδωσε τη δική του μαρτυρία (στα μέσα, όχι στην αστυνομία, που δεν τη ζήτησε): «Μου έκανε εντύπωση ότι ο κοσμηματοπώλης ―και ένας νεαρός που υποθέτω ότι ήταν ο γιος του― ήταν μέσα έξω και καθάριζε τα γυαλιά με τη σκούπα και το φαράσι. Είχε ένα χάρτινο κουτί και τα έβαζε μέσα. Ο γιος του ―αν ήταν ο γιος του― ήταν μέσα και σκουπίζανε το μαγαζί, τα αίματα, τους πάγκους όλα. Αν είχε μπει νωρίτερα η αστυνομία και είχε προλάβει και κράτησε τον κόσμο μακριά και έκανε μία έρευνα, δεν το ξέρω. Αλλά όταν εγώ ήμουν εκεί, δεν υπήρχαν κορδέλες, δεν υπήρχε κανένας αστυνομικός μέσα, σκουπίζανε ήδη τα γυαλιά, τα είχανε βάλει τα περισσότερα από αυτά σε ένα χαρτοκιβώτιο και προχωρούσε το μάζεμα. Τελείωσε η υπόθεση».
Ας ξαναδούμε την αρχική φωτογραφία, με όλη τη σημειολογία που κουβαλάει. Δεν είναι ούτε αδιάφορη πλέον, ούτε αθώα.
Μια άθλια μέρα φτάνει στο τέλος της. Ο καταστηματάρχης θα καθαρίσει, θα ασφαλίσει και θα πάει στο σπίτι του. Μπορεί στη διαδρομή από το ραδιόφωνο να ακούγεται να τραγουδάει ο Καζαντζίδης «Άντε να περάσει η μέρα και να ‘ρθει το δειλινό, άντε να περάσει η νύχτα και να ‘ρθει το πρωινό, δεν την θέλω τούτη την παλιοζωή, πότε θ’ αφήσει το ταλαίπωρο κορμί μου». Ή μπορεί και να ακούγεται ο Freddie Mercury, «Momma, just killed a man», από ένα τραγούδι που όλοι έχουμε τραγουδήσει σε στιγμές ανέμελες και ανύποπτες. Γιατί «Nothing really matters», σωστά;
Λάθος.
Μπορούμε να μιλάμε όσο θέλουμε για σημειολογία της εικόνας και ερμηνεία των τραγουδιών, είναι παρήγορο και ανέξοδο. Είναι επίσης ανώφελο όταν έχουμε να κάνουμε με μια πράξη δημόσιας βίας και πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις συνθήκες που την επέτρεψαν, και τη ζωή την ίδια. Η σημειολογία και η ερμηνεία της ζωής θα προχωράει ερήμην μας. Όπως είχε γράψει και κάποιος πολύ σοφότερος από μένα σε ένα ποιητικό επιτύμβιο, sobre nosotros crece, atroz, la historia.