Τον χειμώνα του 2017/18 έβρεξε ελάχιστα στις Κυκλάδες, και από την άνοιξη τα φυτά αρχίσανε να ξεραίνονται, ακόμη και συκιές. Το αμπέλι μου ήταν σε κακό χάλι, πολλά κλήματα νεκρώθηκαν, τα σταφύλια ελάχιστα, τα περισσότερα σαπίζανε πριν ωριμάσουν. Ελάχιστα έφτασαν στο τραπέζι μας, και φυσικά ούτε λόγος για τρύγο και σούμα (=τσίπουρο πρώτης απόσταξης, όπως συνηθίζεται στο Αιγαίο).
Ο χειμώνας του 2018/19 ήταν γεμάτος βροχή, και η φύση αναγεννήθηκε, στο μεγαλύτερο μέρος. Το αμπέλι πρασίνησε, και το καλοκαίρι τα φυτά ήταν εύρωστα και υγιή, τα φύλλα πυκνά ― και τα σταφύλια ελάχιστα, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Στη διάρκεια της ανθοφορίας την άνοιξη έκανε και δυνατό βοριά και δυνατό νοτιά, που έκαψαν τα ανθάκια πριν δέσουνε ρώγες. (Το γεγονός ότι οι κατσίκες του γείτονα πηδήξανε τη μάντρα και ρημάξανε δυο παρτέρια σίγουρα δεν βοήθησε.) Ελάχιστα σταφύλια έφτασαν στο τραπέζι μας, και φυσικά ούτε λόγος για τρύγο και σούμα.
Τρύγησα σήμερα λίγα τσαμπιά για να φάμε στο σπίτι. Ο τρύγος είναι συνήθως μια άσκηση ταπεινότητας, και ειδικότερα όταν η παραγωγή είναι τόσο λειψή, και μετράει η κάθε ρώγα. Όπως θα έπρεπε να μετράει πάντα, άλλωστε: όταν δεν σέβεσαι τη φύση, ακόμη και το κάθε ένα κλήμα, το κάθε ένα τσαμπί και την κάθε μία ρώγα, να μην περιμένεις ανταπόδοση.