Με αφορμή εκπομπή για την Τριχωνίδα στη δημόσια τηλεόραση, άνοιξα να ξανακοιτάξω παλιές φωτογραφίες.
Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2005, διαδρομή στα παραλίμνια χωριά της βόρειας όχθης, κάτω από το Παναιτωλικό. Η ανάκλαση του φωτός στο νερό, μέσα από περιβόλια, έμοιαζε πελαγίσια. Άφησα το αυτοκίνητο και ακολούθησα ένα κατηφορικό μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα για να εξερευνήσω το άγνωστο σε μένα όριο λίμνης – χέρσου που δυσκολευόμουν να φανταστώ. Τελευταία δέντρα κάποιες κυδωνιές, τα κλαδιά έφταναν σχεδόν ως το νερό, σχεδόν έως πάνω από τον ελαφρύ κυματισμό. Τα κλαδιά απέβαλαν πρώιμα γινωμένους καρπούς, δυναμωμένους από το αδιάκοπο ρούφηγμα της ρίζας, από την υγρή αφθονία. Οι καρποί έπεφταν μέσα σε μαλακό στρώμα φυτικής ύλης, για να βουλιάξουν στη σήψη.
Στάθηκα εκεί για αρκετή ώρα μέχρι που ήλιος έδυσε στην αντίκρυ μεριά, προς τη Λυσιμαχία. Η Τριχωνίδα έμοιαζε κόλπος που άνοιγε πέρα σε πέλαγος.
Διανυκτέρευσα στο Θέρμο, στη νυχτερινή ψύχρα που κατέβαζε το Παναιτωλικό.
…Most weary seem’d the sea, weary the oar,
Weary the wandering fields of barren foam.
Then some one said, “We will return no more”;
And all at once they sang, “Our island home
Is far beyond the wave; we will no longer roam.”
The Lotos-eaters / Alfred Tennyson