Ο Παύλος Παπαδόπουλος δεν γεννήθηκε απλώς κάτω από καλό αστέρι. Γεννήθηκε κάτω από ένα λαμπρό αστέρι. Ένα αστέρι που έκανε αυτό της Βηθλεέμ να φαντάζει με πεφταστέρι. Ο Παύλος Παπαδόπουλος ήταν φτυστός ο Πάμπλο Πικάσο. Σε αντίθεση όμως με τον ταλαντούχο ζωγράφο, που ήταν εσωστρεφής, ντροπαλός, και αμίλητος, ο Παπαδόπουλος ήταν ένα κοινωνικό χταπόδι. Καπάτσος, χαρισματικός ομιλητής, αλλά και ζωώδης εραστής, είχε την ικανότητα να διεισδύει ακόμα και στον πιο εχθρικό περίγυρο. «Αν δεν ήμουνα μισή μερίδα άνθρωπος θα είχα φτάσει ψηλά», συνήθιζε να λέει στα νιάτα του. Ακολουθώντας ένα δαιδαλώδες μονοπάτι, που δεν είναι της παρούσης, βρέθηκε το 1910 στην πόρτα του Ζορζ Μπρακ, συνιδρυτή μαζί με τον Πικάσο του κινήματος του κυβισμού. Ο Μπρακ, που αμέσως κατάλαβε ότι μπροστά του είχε μια μοναδική περίπτωση ντοπελγκάνγκερ, έφερε τον Παπαδόπουλο σε επαφή με τον Πικάσο. Οι τρεις τους, έστησαν την πλεκτάνη που έμελλε να αλλάξει την ιστορία της τέχνης, και να εκτοξεύσει τον Πικάσο στα υψίπεδα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και αναγνωρισιμότητας. Ο Πικάσο θα ζωγράφιζε, και ο Παπαδόπουλος θα γοήτευε. Ο νεαρός άνδρας από τις Λιβανάτες έγινε σύντομα το alter ego του Πικάσο. Ο ακόρεστος σεξουαλικά Έλληνας, ενδεδυμένος την καλλιτεχνική αίγλη του Πικάσο (πολλές φορές, και μόνο την αίγλη), εισέβαλε μεγαλοπρεπώς στα μεγαλύτερα σαλόνια της γηραιάς ηπείρου και γοήτευσε αριστοκράτες και πληβείους. Μαρκησίες, βαρώνες, διάσημες ηθοποιοί, άβγαλτες ενζενί, αλλά και ανήλικα μέλη του εκάστοτε υπηρετικού προσωπικού έπεσαν στα δίχτυα του ακαταμάχητου Παπαδόπουλου. Ο κοντόχοντρος, καραφλός άνδρας, που αν δεν έμοιαζε στον Πικάσο θα ήταν καταδικασμένος σε μια ζωή ανούσιων επαρχιώτικων βερμπαλισμών, περιθωριοποίησης, και τελικά αβάσταχτης μοναξιάς, έζησε έρωτες και πάθη που έκαναν τη ζωή του Τζάκομο Καζανόβα να μοιάζει με βίο αγίου. Ο μύθος του χαρισματικού ζωγράφου και μεγάλου εραστή πήρε σάρκα και οστά χάρη σε αυτή την απόκλιση (ή σύγκλιση) της φύσης. Δεν συνιστά υπερβολή να πούμε ότι, οι δυο άνδρες, δεν παρευρέθηκαν ποτέ στον ίδιο δημόσιο χώρο την ίδια στιγμή παρότι έζησαν για πάνω από 50 χρόνια σχεδόν αχώριστοι. Ο ίδιος ο Μπρακ, όταν πια ο Πικάσο ήταν καταξιωμένος, παραδέχτηκε ότι το κίνημα του κυβισμού, «αυτή η απόπειρα αποτύπωσης του κατακερματισμού τής αντίληψης που απεικονίζουν τα έργα του κινήματος οφειλόταν στον πέρα για πέρα αληθινό κατακερματισμό που επιβάλλαμε εμείς, με τη παρουσία του Παπαδόπουλου, στη δική μας πραγματικότητα». «Ο Παύλος, και η σχέση του με τον Πάμπλο μετουσιώθηκε ως μια κυριολεκτική μεταφορά της πραγματικότητας στον καμβά». Ο Πικάσο, στο τέλος της ζωής του, εξομολογήθηκε: «πολλές φορές στάθηκα μπροστά σε αυτό το αχανές θησαυροφυλάκιο του καλλιτεχνικού μου έργου και αισθάνθηκα κενός, παντελώς άπορος. Θα τα χάριζα όλα για να ζήσω μερικές βραδιές από αυτές που αξιώθηκε ο Παύλος». Και ο Παπαδόπουλος όμως, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μιλούσε χωρίς ενδοιασμούς: «Φυσικά και δε με ήθελαν για εμένα, αυτό το γνώριζα από μικρός. Με ποθούσαν γι’ αυτό που αντιπροσώπευε ο Πικάσο ως καλλιτέχνης. Στο τέλος, βαρέθηκα να γαμάω με την ιδιότητα κάποιου άλλου, ενώ αυτό που πάντα ονειρευόμουν ήταν λίγο από το ταλέντο του». Μετά τον θάνατο του Πικάσο, ο Παπαδόπουλος αποσύρθηκε στα Πατήσια. Πέθανε σχεδόν άγνωστος, πλήρης ημερών και εμπειριών.
Η φωτογραφία, από το στούντιο του Πικάσο στις Κάννες, τραβηγμένη το 1956 από τον ίδιο τον Πικάσο, απεικονίζει τον Παύλο Παπαδόπουλο στο απόγειο της γοητείας του, και αποσαφηνίζει την έως τώρα αινιγματική δήλωση του Πικάσο: «λατρεύω τα αυτοπορτραίτα μου που δεν απεικονίζουν εμένα».