Αν η κατάσταση γύρω μας, χωρίς τις σάλτσες της μιας ή της άλλης πλευράς, δεν μας έχει υποψιάσει για την κατάντια μας, τότε η ενενηντάχρονη γιαγιά με τα χειροποίητα τερλίκια, το έκανε με μεγάλη επιτυχία. Οι συζητήσεις πάλι φούντωσαν αν έπρεπε, αν δεν έπρεπε, πόσο έκαναν τη δουλειά τους οι αστυνομικοί, αν ήταν ευγενικοί μαζί της αυτές τις 12 ώρες που έμεινε στο τμήμα, πόσο λίγα είναι τα 200 ευρώ που κλήθηκε τελικά η γιαγιά να πληρώσει, αν θα τα πληρώσει και άλλα πολλά.
Ω ναι, το συζητήσαμε πολύ. Μα δεν είναι οι γιαγιάδες, δεν είναι οι πάμφτωχοι και οι αστυνομικοί που ντε και καλά πρέπει να ταξινομήσεις στη μια ή την άλλη πλευρά. Ούτε η επιβίωση σε έναν τόπο άλλοτε -υποτίθεται- αξιοπρεπών. Δεν είναι η παρανομία που πρέπει να παταχθεί ακόμη και σε περιπτώσεις τόσο ακραίας φτώχειας, είναι η ανθρώπινη ξεφτίλα που πια τολμάμε να γυρίσουμε έστω να κοιτάξουμε έναν άνθρωπο που έφτασε σε αυτήν την ηλικία να εργάζεται για το φαγητό του, αντί να το έχουμε χωρίς δεύτερη σκέψη εξασφαλισμένο ως κράτος, ως κοινωνία, έστω ως άνθρωποι. Οι μισοί καταδικάζουμε, οι άλλοι μισοί λυπόμαστε και οι “πολύχρονοι” παραμένουν απελπισμένοι.
Απορώ αν έχουμε καταλάβει περί τίνος πρόκειται, διότι αν διαβάσει κάποιος την ιστορία αυτής της συγκεκριμένης γιαγιάς, θα διαπιστώσει πως το “έπλεκε και πούλαγε τερλίκια για το ψωμί της” δεν είναι τρόπος του λέγειν, διότι με αυτά τα 2-3 ευρώ τη μέρα, όντως αγόραζε το ψωμί της και συγκεκριμένα το δικό της και του υπέργηρου άρρωστου συζύγου της. Δεν είναι δηλαδή σαν εμένα κι εσένα που λέμε πως δουλεύουμε για το ψωμί μας και εννοούμε βασικά τα καφεδάκια μας, τις μετακινήσεις, τα ψώνια μας, έστω και τους λογαριασμούς μας μα και όλα όσα συνιστούν μια φυσιολογική διαβίωση. Αν αυτή η γυναίκα δεν πλέξει τερλίκια ή δεν τα πουλήσει δεν θα αγοράσει ένα -κυριολεκτικά- φραντζολάκι ψωμί και δεν θα φάει.
Συνειδητοποιώ πως όλα αυτά βέβαια, είναι κινέζικα. Λίγοι έως ελάχιστοι λογικά, πρέπει να έχουμε νιώσει πώς είναι να εργάζεσαι για το φαγητό της ημέρας, ενώ σχεδόν κανείς μας δεν αντιλαμβάνεται πως όταν ακούμε μείωση σε συντάξεις και παρότι θα το εκλάβουμε ως ένα ακόμη κακό νέο, για εκείνους που προορίζεται, σημαίνει κυριολεκτικά μικρότερα ή λιγότερα γεύματα και λιγότερα ή καθόλου φάρμακα.
Κλαιγόμαστε για φτωχοί, μα εκείνοι στους οποίους πραγματικά συμβαίνει αυτό, δεν έχουν σύνδεση στο διαδίκτυο να ασχοληθούν με όσα γράφουμε, δεν θα βγάλουν σέλφι να δούμε πώς ζουν ή τί έχει το πιάτο τους και δεν θα φωνάξουν πολύ, είτε διότι είναι μεγάλοι και ανήμποροι, είτε διότι ντρέπονται. Χώρια που στη σόσιαλ εποχή μας όλα αυτά κοστίζουν πολύ και δεν είναι τόσο instagramable η τρύπια πιτζάμα του παππού ούτε το μουχλιασμένο σπίτι του. Όμως όχι μόνο υπάρχει αυτός ο άρρωστος και βρώμικος παππούς, όχι μόνο τείνει να γίνει ο κανόνας μα και πια, αναγκάζεται να σκάσει μύτη από την παράγκα, παραμερίζει την ντροπή του και βγαίνει στη γύρα να βρει λίγο ψωμί από εμάς. Που θα τον μπουζουριάσουμε, θα δείξουμε στα σόσιαλ την κατάντια του, θα του ρίξουμε λίγα πρόστιμα και θα τον συζητάμε καλή ώρα. Μα ψωμί δεν θα του δώσουμε.
Θέλω να πω, ας μην ψάχνουμε άλλο για απτές αποδείξεις της οριστικής κατάντιας μας. Αυτή είναι μία ωραιότατη. Μέσα μας, τα όσια και τα ιερά μας, έχουν βλακωδώς εξυψωθεί για τους εντελώς λάθος λόγους μα έξω μας, όλα αυτά που συμβολίζουν, τα ίδια όσια και ιερά μας, έχουν παντελώς αγνοηθεί ή καλύτερα, λοιδορηθεί όσο δεν πάει.
Τα σύμβολα, μας πήρανε αμπάριζα για τα καλά. Παίζει μέσα μας, να μην έχουμε τίποτε πιο γλυκό από τη γιαγιά δίπλα στο τζάκι που διαβάζει παραμύθια στα εγγόνια, από τη γλυκιά γιαγιά της Λέσβου που κρατά το μωρό προσφύγων, από τη γιαγιά μας τη μαγείρισσα, τη γιαγιά τη μαυροφορούσα στα σοκάκια των νησιών του Αιγαίου κρεμασμένη στις καρτ ποστάλ ή σχεδόν όλοι, την αγαπημένη μας γιαγιά στο χωριό. Γι’ αυτό, το branding της γιαγιάς είναι πάρα πολύ ισχυρό και γι’ αυτό σαρώνει όπου παίζει το σύμβολο γιαγιά. Η εικόνα της, όπου τη δούμε πια, έχει κάτι να μας πουλήσει, από τουρισμό και γιαούρτια, μέχρι παιδικά γάλατα και βιολογικά βαζάκια μαρμελάδας.
Μέσα μας, το σύμβολο της γιαγιάς, της yiayias για τους ρομαντικούς ομογενείς ή τους βλαμμένους διαφημιστές, της ρυτιδιασμένης, γλυκύτατης μαυροφορεμένης γιαγιάκας, γαμεί και δέρνει μα το συμβολιζόμενο, την ίδια δηλαδή τη γιαγιά, όπου την πετύχουμε θα την αλαλιάσουμε. Μόνο ταλαιπωρία και βασανιστήρια έχει.
Στη διαφήμιση, θα εκμεταλλευτούμε στο έπακρο τη μορφή της όταν θέλουμε να μιλήσουμε για οικογένεια, παράδοση, αξίες και άλλες παπαριές καμαρωτές. Στην πραγματική ζωή όμως, η γιαγιά, όχι το σύμβολο γιαγιά, μα η πραγματική ηλικιωμένη γυναίκα με σάρκα και οστά, με τα μαντήλια και τις ρόμπες ή ακόμη, η όχι τόσο τουριστική γιαγιά με τα σκισμένα φούτερ, τα χειμωνιάτικα μες το καλοκαίρι και τις πλαστικές παντόφλες, μπορεί να πέσει να πεθάνει δίπλα μας και να μην τρέξει κάστανο.
Δε λέω, είναι ωραίο που διαβάζουμε, γράφουμε, επικοινωνούμε και κάνουμε όλα αυτά τα ωραία που κάνουμε στην ζγουάου εποχή της πληροφορίας αλλά επίσης παρατηρώ πως μας γάμησε αυτό το πράγμα. Είναι πολύ παράξενο που έχουμε πια τόσο παχύ ταβάνι στην ικανότητα αντίληψης της πραγματικής πραγματικότητας. Βγήκαμε, είδαμε, και ξαναμπήκαμε τρέχοντας στη σπηλιά του Πλάτωνα αρνούμενοι οτιδήποτε υπάρχει τίποτε πέρα από αυτήν. Όχι από φόβο. Επειδή δεν θέλουμε βρε αδελφέ.
Ζούμε στην εποχή που ο Ένας και Αληθινός Θεός είναι το πολύ 18, εκατομμυριούχος, με σιλικονάτα βυζιά και πετυχημένη σελίδα στο insta. Στην εποχή που η καθημερινότητα των ηλικιωμένων απλά υπάρχει κάπου, αόριστα και την θεωρούμε από βαρετή μέχρι εφιάλτη, μας χαλάει το τσι, χώρια που δεν θέλουμε κιόλας να ξέρουμε πολλά πολλά. Έχεις δει ποτέ ριάλιτι με τη ζωή ενός ηλικιωμένου άρρωστου που ζει μόνος του; Ακριβώς.
Όμως, από τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα μέχρι τα πιο σημαντικά, μιλάμε για ένα παράλληλο και πανδύσκολο σύμπαν. Σκέψου πόσο δεδομένο για παράδειγμα, είναι να θέλεις να πεις σε όλους τους κολλητούς και φίλους σου κάτι γαμάτο που σου συνέβη σήμερα, χωρίς το αδιανόητο εμπόδιο να μην βρίσκεται πια κανένας τους εν ζωή. Ή αναπολώντας όμορφες διακοπές, να συνειδητοποιείς πως είσαι ο τελευταίος που τις θυμάται ενώ δεν έχεις ούτε μία φωτογραφία από τότε για ενθύμιο, απλά γιατί τότε κανείς στην παρέα δεν είχε φωτογραφική μηχανή. Όσα έζησες, θα φύγουν έτσι απλά μαζί σου και δεν θα υπάρξει ποτέ κανείς να τα πει ξανά, να τα ζήσει.
Η δική μας μέρα αντίθετα, οφείλει να είναι θετική και φωτεινή. Οφείλει να ξεκινά πάντα με έμπνευση και χαμόγελο και ευγνωμοσύνη. Ακόμη και ένας μικρός πονοκέφαλος είναι ικανός να καταστρέψει τα πάντα και δεν θα το αφήσουμε αυτό έτσι να περάσει χωρίς την ανάλογη πρηξιματική, τα παράπονα και τη μιζέρια σε όλους γύρω μας για το πόσο υποφέρουμε και πόσο ο πόνος μάς κατάστρεψε τη μέρα.
Πρέπει να είναι όλα ιδανικά, να μην πονάς, να μην πεινάς, να μην διψάς, να μην κουραστείς -σωματικά πάντα, γιατί νοητικά είναι κουλ λέει να κοπιάζεις εσύ και ο μεγάλος σου πετυχημένος εγκέφαλος-, να κάνεις δημιουργικά πράγματα και να είσαι ευγνώμων για την καλή σου τύχη, αλλά στην πραγματικότητα, είσαι μόλις λίγα χρόνια μακριά από μια λίγο περισσότερο ανθρώπινη ζωή. Walk a mile λένε, in someone else’s shoes. Συνειδητοποιώ πως δεν αρκεί μόνο να μπούμε στα τερλίκια των γέρων για να συνέλθουμε. Πρέπει και να περπατήσουμε ένα ολόκληρο μίλι με δαύτα. Αν και πάλι φοβάμαι, ούτε μυρωδιά δεν θα πάρουμε.