Ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον συνελήφθη υπό του φακού και του μαγνητοφώνου, υποκωθωνιζόμενος και υποτονθορύζων τους πρώτους στίχους του ποιήματος του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, του τιτλοφορημένου «Μανταλέι» (1890), κατά την περσινή επίσκεψή του στην Παγόδα Σουίνταγκον, το ιερότερο βουδιστικό τέμενος στην παλιά πρωτεύουσα της Μιανμάρ, Γιανγκόν. Το ποίημα του Κίπλινγκ εκφράζει τη νοσταλγία ενός Άγγλου βετεράνου, που αναπολεί ένα όμορφο ντόπιο κορίτσι και τα φιλιά του, τον καιρό που υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του στη Βιρμανία, την εποχή της αυτοκρατορίας και της αποικιοκρατίας. Ο ποιητικός αυτοσχεδιασμός του Τζόνσον προκάλεσε το αμήχανο σχόλιο του παρευρισκόμενου Βρετανού πρεσβευτή στη Μιανμάρ, Άντριου Πόρτερ, που του υπέδειξε πως πρέπει να σταματήσει παρατηρώντας πως τα μικρόφωνα είναι ανοιχτά, άρα τον ακούν όλοι, και πόσο άκαιρη ήταν αυτή η ποιητική έμπνευση της στιγμής. Το συμβάν το συνέλαβε ο φακός του κινηματογραφικού συνεργείου του Τσάνελ 4 και είναι πια ενταγμένο σε ντοκιμαντέρ που ήδη προβλήθηκε στη Βρετανία, με τίτλο «Μπόρις Τζόνσον – η Ξανθιά Φιλοδοξία», – φανερή παραπομπή στο διάσημο μείγμα θεατρικού σεξο-θρησκευτικού φετιχισμού του περιβόητου παλιότερου διηπειρωτικού σόου της Μαντόνας, που περιελάμβανε μεταξύ άλλων και τη διαφανή μιμική δημόσιου αυνανισμού, «Μπλοντ Αμπίσον Γουέρλντ Τουρ». Η Βρετανία κατείχε την αποικία της Μιανμάρ από το 1824 έως το 1948, εξάγοντας τα συνήθη μεικτά αυτοκρατορικά προϊόντα της βίας και του εκσυγχρονισμού της υποδομής με σκοπό την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη, ανελέητη, εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της παλιάς βιρμανικής αυτοκρατορίας, μιας χώρας με σπουδαίον αρχαίο αλλά και νεότερον πολιτισμό. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα συνέβησαν τρεις αιματηροί αγγλοβιρμανικοί πόλεμοι, που κατέπνιξαν με βιαιότητα το ισχυρό ντόπιο κίνημα ανεξαρτησίας.
Το ποίημα του Κίπλινγκ, αν αυτός ήταν ο φόβος του φρόνιμου πρεσβευτή, κάθε άλλο παρά ύμνος της αποικιοκρατίας είναι. Ωραίο ποίημα από έναν σπουδαίο ποιητή, περιλαμβάνεται στα ανθολογημένα από τον Τ.Σ. Έλιοτ ποιήματα του Κίπλινγκ, στην επίτομη επιλογή που επιμελήθηκε, συνοδεύοντάς την με ένα όπως πάντα ριζικά καινοτόμο, διεισδυτικό δοκίμιο, που ανανέωσε το ενδιαφέρον για τον ποιητή Κίπλινγκ και αναχαίτισε την τάση να θεωρείται ο ευρύτερα γνωστός σαν «ποιητής του “Εάν”» (πάνω από δέκα διαφορετικές μεταφράσεις στα ελληνικά και αναρωτιέμαι αν στ’ αλήθεια έχουν καν μεταφραστεί στη γλώσσα μας άλλα ποιήματα του Κίπλινγκ) μέτριος ή και ανύπαρκτος ποιητικά, μολονότι αναγνωρισμένα εξαίρετος πεζογράφος. Το δοκίμιο αρχίζει με τον τσεκουράτο τρόπο του Έλιοτ, με μια αναντίρρητη παραδοχή χέρι χέρι με την αιτιολογία της: “Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που εξαιτίας τους δεν γνωρίζουμε τα ποιήματα του Κίπλινγκ τόσο καλά όσο το πιστεύουμε”. Και βεβαίως η διαπίστωση του Έλιοτ ισχύει απολύτως και για το «Μανταλέι». Το ποίημα κινείται στη παράδοση του «καημού του απλοϊκού φαντάρου» – αυτήν που απέδωσε πολύ αργότερα, παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου πια, το «Μπλούζ του φρουρού στα τείχη τα ρωμαϊκά» του Γ.Χ. Όντεν (1937), και δέκα χρόνια νωρίτερα, στα 1927, τον «Μιχαλιό» του Καρυωτάκη. (Οι χρονολογίες, απαραίτητες, είναι τα παράσημα στις ψυχές των ποιημάτων – μολονότι παραλλαγές του ίδιου θέματος, οι τρεις προσεγγίσεις διαφέρουν αισθαντικά). Όσο για τον φόβο των παρεξηγήσεων, που κατέλαβε τον πρεσβευτή στην Μπούρμα, μόνο ίσως η ξεκαρδιστική περιγραφή, στο ποίημα του Κίπλινγκ, από τον βετεράνο, της πρώτης συνάντησής του με την Βιρμανή ομορφούλα, καθώς ασκούσε τα λατρευτικά καθήκοντά της σε έναν αγαλματένιο Βούδα από τερακότα, θα τον δικαιολογούσε:
Φορούσε φουστανάκι λεμονί και καπελάκι πράσινο σαν το παρτέρι
Και τηνε λέγανε Σούπι-γιό-λατ – έτσι όπως φώναζαν και του μπουρμέζου βασιλιά το ταίρι·
Σαν ανταμώσαμε πρώτη φορά,
την είδα εν’ άσπρο ξέξασπρο τσιγαριλίκι να φουμέρνει, – με το συμπάθιο – το-ο-ό-σο να!,
Και να ξοδεύει τα ευλογημένα της φιλιά πάνω σε ένα λασπερό ποδάρι –
Ενού ειδώλου βρομυδάτου που το ελέγαν Βούδα και θεό και παντοδύναμο καμάρι.
Φημολογείται πως πρότυπο του Τζόνσον είναι ο Τσόρτσιλ: παρά την καταφανή διαφορά διαμετρήματος πολιτικού και ό,τι άλλο θέλετε, έχουν και οι δυο μωρουδίστικη φυσιογνωμική κοψιά – του είδους που έκανε τον θρυλικό Αμερικάνο δημοσιογράφο Έντουαρντ Ρ. Μάροου να αποφανθεί άλλοτε πως «όλα τα μωρά μοιάζουν στον Γουίνστον Τσόρτσιλ». Ο Μάροου είναι αυτός που είπε και το περίφημο «ο Τσόρτσιλ επιστράτευσε την αγγλική γλώσσα και την έστειλε στη μάχη» συνοψίζοντας αφοριστικά την απροσμάχητη, την εμπρηστική ρητορική δεινότητα του μεγάλου δημεγέρτη Τσόρτσιλ- πράγμα που δεν είναι φυσικά ο Τζόνσον, όσο κι αν μαϊμουδίζει διάφορους ρητορικούς μανιερισμούς. Στην «Πιο σκοτεινή ώρα», την πρόσφατη κινηματογραφική ταινία για την, αν «γηραιά», άλλο τόσο «ύπουλη Αλβιώνα», και το πιο χαϊδεμένο κακομαθημένο τέκνο της (δεν χάνει όποιος τη δει, έστω και μόνο για την ηθοποιία του Γκάρι Όλντμαν στο ρόλο του Τσόρτσιλ), την φράση ο σεναριογράφος την βάζει προχρονολογώντας την στο στόμα του υπουργού εξωτερικών Χάλιφαξ. Και άλλα πράγματα προχρονολογεί αυτή η ταινία που θα τα προσδιορίζαμε με ακρίβεια αν γνωρίζαμε πότε άρχισε να σχεδιάζεται και να γυρίζεται, και πόσο προσαρμόστηκε και πώς, στην ρευστή πολιτική πραγματικότητα της Ευρώπης, της Βρετανίας και της Αμερικής σήμερα. Άραγε αναβαπτίζει τον εθνικο-λαϊκισμό στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ ενός μετα-μπρέξιτ βρετανικού «λαϊκού» πατριωτισμού φροντίζοντας να τον απαλλάξει εμφαντικά από κάθε υπόνοια ρατσισμού, ή προσφέρει δεκανίκια στον πιο χοντροκομμένο χωλό λαϊκιστικό «δημοκρατικοφανή» εθνικισμό; Ή μήπως τελικά, μια κινηματογραφική ταινία έχει την άδεια την δημιουργική να κάνει ιδιοπρόσωπη, ιδιόσημη ιστορία; Μέσα στην μυθική κινηματογραφική νύχτα, να στρέψει το δικό της πρόσωπο στο φεγγάρι, και βεβαίως στον θεατή; Σίγουρα πάντως, κάθε ομοιότητα της ταινίας με την ελληνική πραγματική πραγματικότητα είναι καθαρά τυχαία. Το δε σχετικό άρθρο του κ. Α. Πανούτσου στο σάιτ το αποκαλούμενο “Liberal”, όπου επιστρατεύει βαρύγδουπα – και άσχετα – ακόμα και τους «σπουδαίους άπλυτους» του Έντουαρντ-Μπούλουερ Λίτον (ως πιστοποίηση εμβρίθειας, φαντάζομαι), για να υποδείξει τη σχέση της πιο άστοχης σκηνής του φιλμ – ο Τσόρτσιλ δημοσκοπεί μέσα στον υπόγειο σιδηρόδρομο του Λονδίνου τα λαϊκά στρώματα και το λαϊκό αίσθημα υπέρ ή όχι της εμπόλεμης περιπέτειας με τη Γερμανία του Χίτλερ – με την (οδυνηρά καιροσκοπική, εκατό τα εκατό) προσφυγή, έξαφνα, του αμήχανου πολιτικού Κυριάκου Μητσοτάκη – που το ανακάλυψε ως εκ θαύματος για πρώτη φορά στην πολιτική ζωή του -, στο διαβόητο «λαϊκό αίσθημα» τού προδομένου Έλληνα πατριώτη, τού φιλήσυχου και προκομμένου νοικοκύρη τού «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» (επιβεβαιώνοντας την παντελή απουσία πολιτικού προσανατολισμού ενός κόμματος που αποτελείται, πολύ περισσότερο από τον Σύριζα, από ασυνάρτητα ξέφτια κάθε παρδαλής- δεξιάς- κουρελούς), μόλις μετά το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης – ε αυτά, όπως και η τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά πανούτσεια «Vox populi των Δυτικών Προαστίων» (http://www.liberal.gr/arthro/187160/apopsi/a-panoutsos/Vox-populi.html), κι αν είναι αλαμπουρνέζικα.
Πάντως το βίντεο που εκτυλίσσεται εδώ, δεν το σκηνοθέτησε ο Τζο Ράιτ – το σκηνοθέτησε η Vox populi μιας ράτσας, που έχει το θέατρο της πραγματικότητας μέσα στο αίμα της.