JEROME DELAY/AFP/Getty Images
1989
10-05-2019

Αν ποτέ βρουν τη θεραπεία, θέλω να είμαι εκεί.

Το φαντάζεσαι πώς θα είναι;

Σαν το τέλος το Β Παγκόσμιου Πολέμου.

Η τελική σκηνή της ταινίας “Longtime Companion” του 1989. Συνομιλία παρέας στο Fire Island της Νέας Υόρκης.

Το τέλος του Β Παγκοσμίου πολέμου. Εκείνες οι φωτογραφίες, πάλι από τη Νέα Υόρκη, το εκστασιασμένο πλήθος στο Μανχάταν. Ο ναύτης του Alfred Eisenstaedt φιλά μια γυναίκα. Άγνωστοι μεταξύ τους, αυθόρμητα και ανώνυμα.

Δεν ήταν μόνο η ταινία, πολλοί κάποτε πίστευαν πως κάπως έτσι θα ήταν σα βρεθεί τελικά η θεραπεία. Όπως το φιλί του Eisenstaedt η είδηση θα κάνει το γύρο του κόσμου, όλοι θα πανηγυρίζουν.

Πριν μερικές μέρες διάβασα στους New York Times για μια ευρωπαϊκή έρευνα σε περίπου 1.000 ομόφυλα ζευγάρια αντρών. Έκαναν σεξ δίχως προφυλακτικό ενώ ο ένας από τους δύο ήταν οροθετικός σε αντιρετροϊκή θεραπεία. Η χρήση των φαρμάκων απέτρεψε τη σεξουαλική μετάδοση του ιού. Ο κίνδυνος θεωρείται μηδενικός. Η μελέτη δείχνει πρακτικά το τέλος της πανδημίας: η μετάδοση του ιού μεταξύ ατόμων σε ομάδες υψηλού κινδύνου σταματά.

Δεν ένιωσα όπως το τέλος μεγάλου πολέμου όταν διάβασα τη είδηση. Πέρασε στα ψιλά, δίχως την απαντοχή ενός Εύρηκα. Κλικ, διάβασμα, κλικ – η επόμενη είδηση. Λυγμός ανάμνησης και όχι βρόντος.

Άστοχη εκείνη πρόβλεψη. Η θεραπεία βελτιωνόταν βήμα βήμα στις δεκαετίες που πέρασαν. Τριακονταετής πόλεμος που κερδήθηκε κλιμακωτά, με συστηματική αναβάθμιση θεραπειών από αντιρετροϊκά που λίγο λίγο διέγραφαν τη σφραγίδα «θανατική καταδίκη» στη διάγνωση. Δυναμώσαμε, αρκετοί βρήκαμε κουράγιο να ξαναχτίσουν καθημερινότητα και να αποχαιρετίσουμε όσους πήρε η αρρώστια. Τριάντα εννέα εκατομμύρια στο σύνολο.

Ο πρώτος κοντινός άνθρωπος που έχασα ήταν ο Δημήτρης. Τον γνώρισα στο μπαρ του Αλέκου το ‘83. Γίναμε φίλοι, εγώ Πολυτεχνείο, αυτός συνάδελφος κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερος. Νόσησε το ‘86, δεν μου μίλησε γι’ αυτό. Μόνο ανέφερε κάποια προβλήματα υγείας. Βασίστηκε σε παλιούς φίλους για στήριξη και, καθώς ήταν από τους τυχερούς, του δόθηκε με περίσσευμα.

Την επόμενη χρονιά έφυγα στο εξωτερικό. Μάθαινα για την κατάστασή του, η οποία χειροτέρευε, από κοινό φίλο. Αν και ενήμερος – φορείς, φυλλάδια στα στέκια και στα Πανεπιστήμιο – είχα την πλάνη, όπως πολλοί, ότι αυτό θα έμενε μακριά μου, σύντομα η επιστήμη θα έδινε λύση, εμβόλιο και θεραπεία, παρά το πολύπλοκο και το ιδιαίτερο της δράσης του HIV.

Το καλοκαίρι του ’88 όταν γύρισα για διακοπές στην Ελλάδα, τηλεφώνησα στον αρχικά διστακτικό να μου μιλήσει Δημήτρη. Αμήχανος ανέφερα το θέμα, λέγοντας ότι γνώριζα και ότι είναι ανάγκη να το παλέψει, να έχει καλή διάθεση. Ομολόγησε ότι είχε άμεση ανάγκη από αίμα και, δεν θυμάμαι για ποιο λόγο, ότι ανήκει στην Α- ομάδα. Διαπιστώσαμε ότι ανήκαμε και οι δύο στην ίδια. Προθυμοποιήθηκα να δώσω.

Η αιμοληψία προγραμματίσθηκε στο Αρεταίειο, το αίμα θα χρεωνόταν σε αυτόν. Στο αρμόδιο τμήμα του Νοσοκομείου δήλωσα το όνομά του και επισήμανα ότι είμαστε και οι δύο Α-. Η νοσοκόμα προετοίμασε την αιμοδοσία και όταν ρώτησε το πρόβλημα του φίλου μου, ήμουν ειλικρινής. Πάγωσε, σχολίασε ότι ο φίλος μου δεν ήταν φρόνιμος και καπάκι ρώτησε αν εγώ ήμουν φρόνιμος. Στην απάντησή μου ότι η φρονιμάδα είναι δική του και δική μου υπόθεση και ότι καλό είναι να επικεντρωθούμε σε αυτό για το οποίο είχα έρθει, ζήτησε να περιμένω και βγήκε από το δωμάτιο. Γυρνώντας δήλωσε ότι δε μπορεί να μου πάρει αίμα. Στη δική μου επιμονή, σήκωσε φωνή:

«Και γιατί κύριε μου να πασαλειφτούμε με το αίμα σας;»

Τη σύντομη σιωπή ακολούθησε η δική μου έντονη αντίδραση. Κατέληξα στη διευθύντρια. Παραπονέθηκα για τον απαράδεκτο τρόπο της νοσοκόμας και δήλωσα ότι ήταν αναπόφευκτη μια καταγγελία. Της μίλησα και για το φίλο μου, πόσο ανάγκη είχε το αίμα, ότι ανήκαμε στην ίδια ομάδα. Ευγενέστατη, εξέφρασε επιφυλάξεις εξαιτίας της διαμονής μου στο εξωτερικό αλλά βεβαίωσε ότι θα έδινα αίμα. Έδωσε εντολή και όντως μια άλλη νοσοκόμα ανέλαβε.

Θυμάμαι το όνομά της κι ότι ήταν από χωριό της ορεινής Αχαΐας κοντά στα Καλάβρυτα. Ήρεμη, μου ζήτησε συγγνώμη για λογαριασμό της συναδέλφου της, δίχως να το ζητήσω. Με ενδιέφερε που έγινε η δουλειά.

Την επομένη τηλεφώνησα στο Δημήτρη. «Έχω το αιματάκι σου στις φλέβες μου», τα λόγια του. Δεν ξέρω αν ήταν όντως το αίμα μου, αν του το είπαν έτσι ή αν το γέννησε το μυαλό του. Δεν ξέρω αν πέταξαν το αίμα μου.

Αλλά ήταν αίμα.

Τον είδα στη Νέα Σμύρνη στο μικρό διαμέρισμα που ζούσε, κάτω από τους δικούς του. 1988 τότε, δύσκολα τα πράγματα, δεν μπορούσε να βάλει εύκολα τροφή στο στόμα, πόναγε, το στόμα του γεμάτο σάρκωμα Kaposi. Ήταν ξαπλωμένος. Καθώς τον κοιτούσα, δίχως να πω τίποτα πήγα και ξάπλωσα δίπλα του και τον αγκάλιασα. Ζεστό μέσα στην καλοκαιρινή κάψα το κορμί του.

Η χριστουγεννιάτικη κάρτα που μου έστειλε είχε μια Παναγία. Βεβαίωνε ότι όλα θα πάνε καλά, ότι η Παναγία τον βοηθούσε. Έγραφε και άλλα, ακατάληπτα.

Την άνοιξη της επόμενης χρονιάς ήρθαν οι γονείς μου από Ελλάδα. Δεν ήμουν στο σπίτι με το τηλεφώνημα. Η μητέρα μου έμαθε τα νέα και μου μίλησε το βράδυ που γύρισα απ’ το Πανεπιστήμιο. Πήγα στο κρεβάτι και ξάπλωσα. Ο τότε σύντροφος, Αμερικανός, ένιωσε αμήχανα με τους δικούς μου. Ήταν η μητέρα μου που ανέλαβε να με παρηγορήσει. Δεν μιλούσα. Ήρθε να μου κρατήσει το χέρι, αμίλητη κι αυτή κι εγώ ξαπλωμένος στο κρεβάτι.

Τριάντα χρόνια, έχω δικαιολογήσει την άρνηση εκείνης της νοσοκόμας, το φόβο της. Ήταν αρχή, εγώ νέος και απαιτούσα πολλά. Ομάδες υψηλού κινδύνου, σίγουρος θάνατος η διάγνωση τότε, περίσσευε ο φόβος. Δεν της συγχώρησα όμως τον τρόπο της, εκείνο το «πασαλειφτούμε».

Πριν φύγω, σε βόλτα με τη μηχανή στη θάλασσα ένα βράδυ του ’87, ο Δημήτρης μου έδωσε μια συμβουλή. Να ξεφλουδίζω, είπε, στη ζωή μου ένα ένα τα περιττά, να τα ξεφορτώνομαι, έως βρω ένα απειροελάχιστο που δε μπορώ να ξεριζώσω και αυτό θα είναι ο Θεός.

Δεν ξέρω για Θεό μέσα, δεν είμαι των ομφαλοσκοπήσεων και των αναλύσεων. Κι έξω μακριά, χίλια έτη μοναξιάς απ’ όπου κανείς δεν θα πάρει το μικροσκόπιο να νοιαστεί να δει τον κόκκο της κεφάλας μου. Αλλά κράτησα εκείνο το πρακτικό, για τα περιττά.

Κανενός ο πόλεμος δεν είναι ο μόνος και ο χειρότερος. Παντού πόλεμος, πάντα και για όλους.

Πριν λίγα χρόνια σε μια εκδήλωση κάπου στο εξωτερικό, ένας φίλος οροθετικός καρφίτσωσε στο γιακά μου μια κόκκινη κορδέλα. Για αλληλεγγύη, είπε. Την έβγαλα, την έδωσα πίσω και αρνήθηκα. Του είπα (και δεν ήταν η πρώτη φορά που του το είχα πει), ότι δεν βλέπω το λόγο να γλείφουμε παραπάνω τις πληγές – μιλάω για μας, για τους δικούς μας κύκλους. Τριάντα εννέα εκατομμύρια τα θύματα του HIV και οι επιπτώσεις της πανδημίας μεγεθύνθηκαν και μεγεθύνονται ακόμα από ταξικά χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες.

Το 2017 οι θάνατοι από την ελονοσία έφτασαν του 435.000. Η Αφρική σηκώνει δυσανάλογα το βάρος.

Δεν ξέρω καν ποιο είναι το χρώμα της κορδέλας για την ελονοσία.

Αλλά ούτε νιώθω αλληλέγγυος με νέους μη οροθετικούς που αιτούνται επιδοτούμενη αντιρετροϊκή αγωγή ως πρόληψη επειδή αρέσκονται σε απροφύλακτο σεξ, επειδή θέλουν να ασκήσουν ανευθυνότητα με τις ευλογίες της φαρμακοβιομηχανίας και της κυβέρνησης.

Στις 8 Μαΐου του ‘86, η Elizabeth Taylor μίλησε στην Αμερικανική Γερουσία για ένα «εθνικό σκάνδαλο, σκάνδαλο παραμέλησης, αδιαφορίας και εγκατάλειψης». Κανένα δημόσιο πρόσωπο δεν είχε τολμήσει να μιλήσει τόσο ξεκάθαρα έως τότε.

Κι εγώ, υπάρχουν φορές που ακόμα θυμάμαι εκείνη τη νοσοκόμα.

Πέτα τα περιττά, κάθε κορδέλα στην ώρα της.

Ετικέτες: AIDSHIV