“Don’t look back. You can never look back.”
Don Henley / The boys of summer
Εύκολα μιλάμε για βιβλία, ταινίες ή μουσικές που μας άγγιξαν. Δύσκολα για ανθρώπους. Άβολο κάπως ν’ αναγνωρίζεις το ρόλο ενός ανθρώπου στη ζωή σου. Παραβιάζεις, ναρκοπέδιο, κάποια πράγματα ας μένουν κλειδωμένα στα ανείπωτα. Ίσως. Στο δυσκολότερο η εξίσωση αν ο άνθρωπος για τον οποίο μιλάς είναι πεθαμένος. Δική μου λοιπόν η ευθύνη. Με συναίσθηση αυτού που έγραψε ο Μανόλης Σαββίδης: …ο ζωντανός μπορεί να μιλήσει και να αντιμιλήσει.
Το Σπύρο τον γνώρισα σαν έκλεισα τα 17, καλοκαίρι στο νησί, στην αμμουδιά. Ξανθός όπως βόρειος, νεότερος κατά ένα χρόνο. Τα καλοκαίρια του στο νησί επίσης. Μιλώντας διαπίστωσα ότι ήταν μακρινός συγγενής. Πιάσαμε φιλία. Στο δωμάτιό του μου έδωσε ένα βράδυ να μυρίσω μια κολόνια Yves Saint Laurent, λέγοντας ότι του την είχε δωρίσει, μαζί μ’ άλλα, ένας ηλικιωμένος κύριος από πλούσια οικογένεια του χωριού. Γνωστός ομοφυλόφιλος. Πρόσθεσε για τον κύριο ότι όλοι τον κακολογούν γιατί είναι γκέι ενώ πρόκειται για ευαίσθητο, καλλιεργημένο και εύστροφο άνθρωπο.
Η πρώτη φορά που άκουγα από κάποιο τη λέξη. Την είχα διαβάσει σε περιοδικά, σχόλιο σε εικόνες από ζωή μακρινή από τα 17 μου και την ελληνική πραγματικότητα -νόμιζα. Οι καιροί του Studio 54, η χρονιά του “Parallel lines” και του “Are friends electric?” και δεν είχα κάνει τη δική μου πρόσθεση. Είχα σχέση με κοπέλα, δύο χρόνια ήδη, που είχε βρει το δρόμο της σεξουαλικά και τα σαββατοκύριακα. Ταυτόχρονα ζούσα σε άλλο σύμπαν, μοναχικό αλλά όχι μόνο, που μου άρεσε, δικό μου, στο κέντρο του η ισχυρή έλξη για συμμαθητές ή φίλους, ατίθαση, ακατηγοριοποίητη κι ανομολόγητη δύναμη, δίχως όνομα ή ενοχή. Δεν αντιλαμβανόμουν καμία αναλογία με την ελληνική αλήθεια των πούστηδων.
Ο Σπύρος στα 16 του μου άφησε κατάφατσα μια λέξη απενοχοποιημένη, εκ δυσμών πολιτισμένη, πρόκληση να προσγειώσω το σύμπαν μου σε πραγματικότητα.
Δεν διέκοψα την παρέα. Αντίθετα. Αν και η μητέρα μου είχε επιφυλάξεις εξαιτίας των φημών, την καθησύχαζε το γεγονός ότι είχα κοπέλα. Ζήλευα τη δύναμη του Σπύρου, τον τσαμπουκά, να τους έχει όλους γραμμένους. Ήταν ιδιαίτερη η συμπεριφορά του, η γλώσσα του, η επικοινωνία του. Λες μεγαλύτερου άντρα. Ευγενικός και συγκρατημένος, τηρούσε απόσταση. Ακόμα και τις φορές που θύμωνε δεν γινόταν χυδαίος όπως θα ήταν αναμενόμενο για την ηλικία του. Άξιο απορίας από πού άντλησε δύναμη να πατήσει πόδι. Σε οικογένεια, στη μικρή κοινωνία. Ίσως ο τρόπος του ήταν το καύκαλο αντοχής και υπερηφάνειας. Δυσανασχετούσε με τον περίγυρο, το νησί, τους Έλληνες. Δεν του μιλούσα, άκουγα. Τί να έλεγα εξάλλου, τί ήξερα;
Τον άκουγα και το μυαλό μου τράνταζε, ήθελα να κατανοήσω τη σχέση εκείνης της ξένης λέξης με τα δικά μου. Με σύστησε στον ώριμο φίλο του, καθίσαμε και οι τρεις δίπλα στην πισίνα του σπιτιού του, τους άκουγα να μιλούν, δίχως φόβο. Παρατηρούσα. Η αλήθεια όχι χωρίς προκατάληψη. Αρνήθηκα να προβάλω τον εαυτό μου στη σχέση του Σπύρου με το μεγαλύτερο σε ηλικία κύριο με την οικονομική δύναμη. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν εκείνο το «γκέι» των δύο τους, αν ήταν και πώς ήταν και δικό μου, αν ήταν μοίρα μου.
Χαθήκαμε σαν πέρασε το καλοκαίρι. Δύσκολα τα 18 και οι πανελλήνιες για κοινωνικοποίηση. Έμαθα ότι έφυγε στο εξωτερικό που είχε συγγενείς, πρέπει να τέλειωσε το Λύκειο εκεί.
Το σημαντικό για μένα ήταν ότι το καλοκαίρι του ‘79 ο νεότερος Σπύρος μου έδωσε σοφό μάθημα να αποφασίσω, να προσδιορίσω με λέξεις σε πραγματική ζωή κι όχι σε υπεκφυγή -τάχα εσωτερικότητα- αυτό που ήμουν.
Πρωτοετής διέκοψα τη σχέση με την κοπέλα. Ήθελα να μείνω μόνος, να ψαχτώ και να ψάξω. Οι πρώτες σεξουαλικές επαφές με άντρες, τυχαίες κι άγαρμπες, ελάχιστα ικανοποιητικές. Αλλά συνειδητές. Δεν πτοήθηκα, αυτό έψαχνα. Στο Πολυτεχνείο έγινα κολλητός με μια συμφοιτήτρια, απλά φίλοι. Ακολούθησε αμφίδρομη αποκάλυψη. Βρήκαμε το θάρρος και πήγαμε μαζί στο ΑΚΟΕ.
Ο Σπύρος στο μεταξύ επέστρεψε και αποκτήσαμε πάλι επαφή. Είχε τυπώσει τα ποιήματα που έγραφε -για τα γνώριμα ακρογιάλια- και μου τα χάρισε. Του μίλησα για μένα. Η ίδια λέξη που είχε χρησιμοποιήσει λίγα χρόνια πριν. Ήταν όμως αντίθετο με αυτό που έβλεπε. Δεν ήταν ακτιβιστής, δεν ήταν πολιτική δήλωση το coming out του. Ήταν για να ζήσει περήφανος με τους δικούς του όρους. Ο εαυτός του και ν’ αφήσουν τον εαυτό του σε ησυχία. Εσωστρεφής, παρά τη δύναμη της προσωπικής του επανάστασης σε μικρή ηλικία, δίχως στήριξη, συγκρατημένος, ευγενής. Τον φρίκαρε το ΑΚΟΕ, η μαζικότητα ενός ομοφυλόφιλου κινήματος, ο αριστερός του (τότε) χαρακτήρας. Το θεωρούσε χυδαίο.
Αν κερδίσεις τόσο νέος μια δύσκολη μάχη σίγουρα χάνεις κάτι από τη νιότη σου. Θυμάμαι ότι είχε ξινίσει με το γεγονός ότι είχα δει το «Ε.Τ.» και αντιπρότεινε την «Νύχτα του Αγίου Λαυρεντίου» (δεν είχε πει Σαν Λορέντζο). Λατρεύω τους Ταβιάνι αλλά νέος ευχαριστιόμουν και με Σπίλμπεργκ (όχι τόσο πλέον).
Θα ήταν σκληρό αν έλεγα ότι εγώ κέρδισα περισσότερα με το παράδειγμά του; Από το θάρρος του που αντέγραψα για τη δική μου μάχη; Από τη μεγάλη μου τύχη που τον έφερε η ζωή μπροστά μου; Πρώτο, σε σειρά ανθρώπων σημαντικών που χρησιμοποίησα για να τους προσπεράσω στη συνέχεια;
Πριν κλείσω τα 21 σήκωσα ανάστημα στην οικογένειά μου. Δύσκολο, μου κήρυξαν πόλεμο. Δεν υποχώρησα. Γνώρισα έναν Αμερικανό, έφυγα για το καλοκαίρι, πήγα και τον βρήκα δίχως μετά να δώσω σημείο ζωής, αφήνοντάς τους να νομίζουν ότι δεν θα επέστρεφα. Μπλόφαρα. Δεν σκόπευα να εγκαταλείψω τις σπουδές. Βρήκα προσωρινή δουλειά στη Νέα Υόρκη να ξεπληρώσω το εισιτήριο. Γυρνώντας είχα πια τον έλεγχο. Κανένας τους δεν ξαναείπε τίποτα. Προχώρησα στην πρώτη μου μακροχρόνια σχέση.
Ντροπή ένιωθα που πήρα το βήμα στα 20, όταν ο Σπύρος τα κατάφερε στα 16 του.
Μετά το ΕΜΠ έφυγα εξωτερικό. Έλειψα αρκετά χρόνια, μεσολάβησαν πολλά, όχι όλα καλά. Όταν γύρισα, μόνιμα πλέον, είδα τυχαία το Σπύρο στο Μουσείο που δούλευε. Του σύστησα το δεύτερο σύντροφό μου. Μιλήσαμε για αρκετή ώρα. Για τα ανίψια μας, ανάμεσα στα άλλα.
Πέθανε στα 50, πάνε 6 χρόνια. Μου τηλεφώνησε η μητέρα μου. Καρδιά ή ανεύρυσμα.
(Κάτι περίεργο εδώ. Ό, τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό -λένε. Σε κάποιους άντρες, που επιβιώσαμε άθικτοι του μεγάλου θανατικού, έμεινε μια ασαφής πλάνη: ό, τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει αθάνατο -γελοίο.)
Η χειρόγραφη αφιέρωση στη συλλογή ποιημάτων του Σπύρου γράφει 11/4/81. Η εισαγωγή …θύμισες κάποιων χρόνων, κάποιων αλλοτινών καιρών, κατακτήσεις κυματόδαρτες…
Στα 18 του μετρούσε αλλοτινούς καιρούς. Πόσους καιρούς θα μετρήσουμε πριν ομολογήσουμε ότι είναι αργά;
Η επίγνωση της ομοφυλοφιλίας μου παγίωσε την ανάγκη και την αγάπη που είχα από παιδί για ανεξαρτησία. Μετά την εφηβεία ταυτίστηκα με τις διεκδικήσεις του κινήματος, να με αφήσουν να είμαι αυτό που είμαι δίχως να πειράζω κανέναν. Η βασική διεκδίκηση τότε. Λίγο αυταπάτη η ανεξαρτησία. Καθορίζεσαι από τη σχέση σου με τους άλλους, δούναι και λαβείν. Αναγκαία η ισότητα, η σύγχρονη διεκδίκηση της ισονομίας. Η οποία όμως φέρνει την ενσωμάτωση.
Χαίρομαι που η πορεία μου ξεκίνησε πιο παλιά. Δεν θα ήθελα να είμαι ομοφυλόφιλος έφηβος ή νέος τώρα που η ισότητα ως αξία επισκιάζει την ανεξαρτησία.
Διαφορετικά σμιλεύεται η συνείδηση, οξύτερος ο ανεξάρτητος νους από τον ίσο.
Ο Σπύρος, ο πρώτος που έσεισε το δικό μου νου. Γι’ αυτό του χρωστάω, πολλά.