The book is a novel about forgery. […] I tried to present the shadowy struggle of a man surrounded by those who have “dissolved in a universal confusion,” those who “know nothing and love nothing”.
― Επιστολή του William Gaddis προς τον J. Robert Oppenheimer, 1955.
Στον απόηχο του Spiegelgate, όπου ο βραβευμένος δημοσιογράφος Claas Relotius τού Spiegel αναγκάστηκε τελικά να ομολογήσει ότι 14 από τα περίπου 60 άρθρα που είχε γράψει σε διάστημα επτά ετών για το έγκριτο έντυπο ήταν τελικά, μερικώς ή και ολικώς, επινοημένα. Το έντυπο έχει δηλώσει ότι θα διατηρήσει στο αρχείο του όλα τα άρθρα του Relotius έτσι ώστε να διευκολύνει τον εντοπισμό και άλλων πιθανών ανακριβειών. Διαβάζω τα κείμενα μεγάλων ξένων εφημερίδων σχετικά με το θέμα (εδώ και εδώ) και σκέφτομαι τους αρχισυντάκτες τους, που το πιο πιθανό είναι να αισθάνονται λίγο άβολα. Ποιος ξέρει; Μπορεί και εκείνοι να αισθάνονται ότι κάθονται πάνω στην επόμενη βόμβα λίγο πριν εκραγεί. Ο 33χρονος Relotius αισθάνεται ντροπιασμένος, δηλώνει μετανιωμένος, αλλά και ασθενής που χρήζει ιατρικής(;) βοήθειας. Στην ομολογία του προς τον εκδότη του είπε (μεταφράζω από το άρθρο του Guardian): «Δεν είχε να κάνει με το επόμενο μεγάλο θέμα. Ήταν ο φόβος της αποτυχίας. Η πίεση του να μην μπορώ να αποτύχω αυξανόταν όσο μεγαλύτερη γινόταν η επιτυχία μου».
Το πλήγμα για το έντυπο, που η κυκλοφορία του φθάνει τα 800.000 τεύχη την εβδομάδα, είναι μεγάλο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Το συμβάν προσφέρει εκλεκτή τροφή στη φιλολογία των fake news. Όταν ένα σοβαρό έντυπο εμφανίζεται ως ξενιστής fake news τότε κάποιοι έχουν κάθε λόγο να χαίρονται. Ήδη, εκπρόσωποι του ακροδεξιού AfD μίλησαν για χαρακτηριστική περίπτωση «lügenpresse». Ο απαξιωτικός όρος, που έχει τις ρίζες του στα μέσα του 19ου αιώνα και σημαίνει «ψευδόμενος τύπος», χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τη ναζιστική προπαγάνδα αλλά και από κάθε σοβαρή μηχανή προπαγάνδας. Στις μέρες μας, ο όρος, επιβιώνει κάτω από τη φιλόξενη ομπρέλα των «fake news». Και όπως δήλωσε και η αρχισυντάκτης της Deutsche Welle, Ines Pohl, με αφορμή το σκάνδαλο Relatius (μεταφράζω από το άρθρο των NYT): «Ο Τραμπ και οι ανά τον κόσμο λαϊκιστές ανοίγουν σήμερα σαμπάνιες».
Παρατηρώντας τις πρώτες αντιδράσεις βλέπω ότι, τουλάχιστον το εγχώριο κοινό, στις λιγοστές αναρτήσεις που αναφέρουν το περιστατικό, επαινεί το έντυπο για το θάρρος του να βγει και να αποκαλύψει, πρώτο, το ατόπημά του. Περιττοί οι έπαινοι. Το περιοδικό έπραξε το απολύτως αναμενόμενο. Υπήρχε ποτέ περίπτωση να έχει το Spiegel επίγνωση της κατάστασης και να αποκρύψει κάτι τέτοιο; Τώρα, το πιο ενδιαφέρον εδώ είναι τα σχόλια έγκριτων δημοσιογράφων αλλά και καθηγητών σχετικά με τους λόγους που ώθησαν τον Relatius στο φάουλ. «Purists say narrative journalism has blurred the line between providing objective facts and subjective interpretation», δήλωσε ο Carsten Reinemann, καθηγητής δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Όμορφη διατύπωση αυτή, φορτωμένη με πολλά καλούδια. Ποιοι να είναι άραγε αυτοί οι «purists» της δημοσιογραφίας; Ορθόδοξοι, καθαροί, κήνσορες; Αυτοί που δηλώνουν ότι έχουν γίνει δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στα αντικειμενικά γεγονότα (objective facts) και τις υποκειμενικές ερμηνείες (subjective interpretations) σε αυτό το genre (είδος) της αφηγηματικής δημοσιογραφίας. (Μεταφράζω τους όρους όπως έχουν μεταφραστεί από τα γερμανικά, στο άρθρο των NYT.) Σημειώστε εδώ ότι ήδη βρισκόμαστε στο τρίτο επίπεδο από το ισόγειο της πρωτότυπης φράσης που ξεστόμισε ο Γερμανός πανεπιστημιακός. Και το λέω αυτό για να δείξω, έμμεσα, πώς παρεισφρέει, χωρίς δόλο, η αποδόμηση της πραγματικότητας σε κάθε έκφανση αυτής της δήθεν “αντικειμενικής” πραγματικότητας των γεγονότων. Αυτό δεν συνιστά κάποια πιθανή γραμμή υπεράσπισης υπέρ του Relatius, αλλά απλώς μια υπενθύμιση για το πόσο ομιχλώδες είναι το τοπίο ανάμεσα στα γεγονότα και τις ερμηνείες τους, είτε μιλάμε για αφηγηματική, είτε για σκέτη, ανόθευτη, δημοσιογραφία. Ο Relatius, δυστυχώς, δεν έμεινε όμως μόνο στη λίγο πολύ αναμενόμενη παραφθορά των εννοιών και των λέξεων, αλλά εσκεμμένα, με δόλο, παραποίησε και επινόησε στοιχεία για να εξυπηρετήσει τις αφηγηματικές και όχι μόνο επιθυμίες του.
Λέει ο αρχισυντάκτης του Spiegel, Ullrich Fichtner, στο ίδιο άρθρο των NYT: “We have to ask ourselves whether we got carried away in storytelling forms that seduce authors to make the stories better than they already are”. Οι δημοσιογράφοι δηλαδή—και εδώ δεν μεταφράζω απλώς, αλλά σας βάζω και ερμηνευτικές σοφιστείες—έπεσαν θύματα μιας κάποιας σαγήνης των δυνατοτήτων που ξαφνικά έγιναν εφικτές μέσω αυτών των αφηγηματικών μορφών δημοσιογραφίας, και μπήκαν στον πειρασμό, οι δημοσιογράφοι, να κάνουν τις ιστορίες καλύτερες από ό,τι ήδη ήταν. Οι ιστορίες ήταν καλές από μόνες τους αλλά εμείς θέλαμε too much of a good thing. Τι ωραία φράση και αυτή του Fichtner! Αφηγηματικές φόρμες που αποπλανούν δημοσιογράφους! Ο Relatius όμως, αν λέει αλήθεια στην ομολογία του—και η αξιοπιστία του έχει ήδη δεχτεί σοβαρό πλήγμα—έπεσε θύμα της επιτυχίας του. Φοβόταν να αποτύχει γιατί το βάρος της επιτυχίας τού είχε γίνει δυσβάστακτο. Και μπορεί η επιλογή του Relatius να παραμυθιάζει το κοινό του, και τον εκδότη του, να ήταν φυσικά δική του, αλλά το έντυπο δεν φέρει καμία ευθύνη; Δεν είχε ίσως το έντυπο την άτυπη έστω υποχρέωση να προστατεύσει τον δημοσιογράφο του από αυτό το άγχος της αποτυχίας απέναντι στην επιτυχία του; Μιλάω ίσως λίγο περίεργα. Τι σχέση έχει η επιτυχία ενός πολυβραβευμένου δημοσιογράφου, που επέλεξε να χαραμίσει το ταλέντο του, με το έντυπο στο οποίο τυγχάνει να εργάζεται; Το Spiegel δεν είχε άραγε συναίσθηση των απαιτήσεών του απέναντι στον 33χρονο δημοσιογράφο; Και εδώ αναφέρω την ηλικία του όχι για να πω ότι το παιδί ήταν νέο και άμοιρο ευθυνών αλλά για να αποκτήσουμε καλύτερη εποπτεία του χώρου. Ο Relatius άρχισε να βραβεύεται πριν κλείσει τα 30. Δηλαδή ένας έμπειρος αρχισυντάκτης του Spiegel δεν μπορούσε να υποψιαστεί και να διερευνήσει ίσως νωρίτερα το αξιοθαύμαστο ταλέντο που επεδείκνυε συστηματικά το πουλέν του; Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι πιθανότητες να μην καταλάβαινε κανένας τίποτα είναι από χαμηλές έως ανύπαρκτες. Το έντυπο, όπως και όλα τα έντυπα, κυνηγώντας αριθμό φύλλων και κλικ, έκανε, έστω και πολύ κομψά και διακριτικά, τα στραβά μάτια. Και αυτό είναι το ενάρετο σενάριο. Γιατί αν δεν έκανε τα στραβά μάτια, τότε, το έντυπο εξυπηρετούσε σκοπιμότητες μέσω των αφηγηματικών μορφών δημοσιογραφίας που τόσο στήριζε και χρηματοδοτούσε γιατί είχαν τη διείσδυση που είχαν στον πολυπληθές αναγνωστικό κοινό του και είτε πουλούσαν φύλλα ή έφερναν τα πολυπόθητα κλικ. Και άρα οι μομφές περί lügenpresse των μελών του AfD δεν είναι διόλου αστήρικτες, και οι σαμπάνιες των λαϊκιστών είναι σαμπάνιες “πληρωμένες” από την αλαζονεία της διεύθυνσης του Spiegel. Ο Relatius, όσο κι αν θέλουν κάποιοι να το παρουσιάσουν έτσι, είναι εξαιρετικά δύσκολο να είναι μια μεμονωμένη περίπτωση ανθρώπου που μέθυσε από την επιτυχία και πέταξε το δημοσιογραφικό ταλέντο του στα πλοκάμια της μυθοπλασίας.
Άρα υποστηρίζω, θα πει κάποιος, ότι το φαινόμενο είναι πολύ πιο διαδεδομένο από ό,τι φαίνεται. Η απάντηση είναι, «ναι». Και θα σας δώσω και ένα ακόμα επιχείρημα που έχει να κάνει με το «peer pressure». Με την πίεση που ασκείται στα μέλη ομοειδών κλάδων για παραγωγή έργου που λίγο πολύ θα πρέπει να κινείται στα ίδια περίπου ποιοτικά επίπεδα. Τι θέλω να πω; Είναι δυνατόν το Spiegel να είχε το μονοπώλιο στο είδος της αφηγηματικής δημοσιογραφίας μέσω του ταλαντούχου αυτού δημοσιογράφου; Δηλαδή ο Relatious ήταν αυτός που επαναπροσδιόρισε τα στάνταρ της αφηγηματικής δημοσιογραφίας και οι υπόλοιποι κάθονταν και τον θαύμαζαν με το στόμα ανοιχτό; Θα απαντήσω εμμέσως σε αυτές τις ερωτήσεις με ένα άλλο σκάνδαλο. Αυτό των εκπομπών ρύπων της Φολκσβάγκεν, το 2015. Όταν έγινε γνωστό ότι η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία είχε παραποιήσει τις εκπομπές ρύπων με ειδικά συστήματα λογισμικού για να ανταποκρίνεται πλήρως στα αυστηρά πλαίσια των οδηγιών της ΕΕ, γνωρίζετε τι είχε γίνει αμέσως μετά; Οι μετοχές των υπόλοιπων γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών είχαν επίσης δεχτεί σοβαρό πλήγμα. Γιατί; Γιατί οι επενδυτές υπέθεσαν ότι ήταν εξαιρετικά απίθανο μία μόνο αυτοκινητοβιομηχανία να είχε ένα τέτοιο συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στους ανταγωνιστές της. Άρα οι μετοχές έπεσαν γιατί όλοι φοβήθηκαν ότι θα ακολουθήσουν και άλλα σκάνδαλα. Πράγμα που έγινε (λινκ και λινκ). Τι σχέση, θα ρωτήσει κάποιος purist, έχει η δημοσιογραφία με την αυτοκινητοβιομηχανία; Καμία. Το παράδειγμα θέλει να φωτογραφίσει μοτίβο, μανιέρα, συμπεριφορών. Θέλει να αποτυπώσει αντιδράσεις και ψυχολογία ανταγωνισμού σε συγκεκριμένο εταιρικό περιβάλλον όπου κάποιος, ξαφνικά, εμφανίζεται να έχει τετραγωνίσει τον κύκλο.
Ας κλείσω με μια λογοτεχνική νότα. Ο Relatius, σε ένα από τα βραβευμένα κείμενά του επινόησε μια γυναίκα, την Gayle Gaddis, που το πάθος της ήταν να παρευρίσκεται, ως μάρτυρας, σε εκτελέσεις από θανατικές καταδίκες ανά την επικράτεια των ΗΠΑ. Το κείμενο, όπως δήλωσε το Spiegel, ήταν επινοημένο «[…] from beginning to end». Μου φαίνεται πραγματικά ειρωνεία μεγατόνων ότι ο Relatius, που κατηγορήθηκε για τα κίβδηλα κείμενά του, χρησιμοποίησε ως όνομα επινοημένου ήρωά του το όνομα του ίδιου του William Gaddis! Του συγγραφέα του μνημειώδους (και αμετάφραστου ακόμη) «The Recognitions». Βιβλίο στο οποίο έχει διατυπωθεί, εξήντα χρόνια τώρα, η πιο ευφάνταστη αποτύπωση της έννοιας του πλαστού στη μετανεωτερικότητα. Τι να πω; Ίσως ο Relatius αποζητούσε διέξοδο από το βάρος της επιτυχίας του αφήνοντας στοιχεία ώστε κάποιος επιτέλους να τον ξεσκεπάσει και να τον λυτρώσει.