Σαββατοκύριακο και ίσως και αρχή διακοπών και έχει χαθεί εντελώς το πνεύμα της αυθεντικής εξόδου. Κανείς δεν βγαίνει πια ολοκληρωτικά. Κανείς δεν εκδράμει αληθινά. Στέλνουμε πρώτα εμπροσθοφυλακή να ελέγξει βαθμολογίες καταλυμάτων και καταστημάτων. Κλείνουμε ταξί, αυτοκίνητα, πλοία, αεροπορικά εισιτήρια ή, τσεκάρουμε και ξανατσεκάρουμε δρομολόγια στα γκουγκλ μαπς. «Ρε λες να χαθούμε;», ρωτάμε ειρωνικά. Ζωνόμαστε τρία πάουερ μπανκ, και διστακτικά αρχίζουμε να τροχοδρομούμε. Βγαίνουμε στο ρελαντί με δίχτυα ασφαλείας να λαμπυρίζουν από κάτω ενώ τριπλά μπακ-απ περιμένουν καρτερικά τη στραβή σε κάθε πιθανό και απίθανο κλάουντ, κι εμείς, παρόλα αυτά, χασκογελάμε λες και έχουμε ανέβει στον Τιτανικό και αποχαιρετάμε το Σάουθαμπτον ή κάνουμε κάποιον γύρο του θανάτου. Δεν υπάρχουν, χρόνια τώρα, γνήσιες διαδρομές. Κανείς δεν ανεβαίνει σκοτεινά ποτάμια, κανείς δεν κινείται πάνω σε μεθυσμένα καράβια. Δεν υπάρχουν πια γνήσιες απογοητεύσεις παρά μόνο προγραμματισμένες ζώνες ελεγχόμενης παραμόρφωσης «Euro NCAP πέντε αστέρων». Κολυμπάμε όλοι σε μια χλιαρή σούπα πιστοποίησης της μετριότητας. Τι ζητάμε κατά βάθος; Απλά πράγματα και γι’ αυτό ακριβοθώρητα. Μια συμμετρική μεταφυσική: την κατανόηση ότι η μεγάλη συγκίνηση θα καταστεί εφικτή μόνο όταν η πόρτα της οικτρής απογοήτευσης θα χάσκει ορθάνοιχτη. Βάλτε όλα τ’ αυγά σε ένα καλάθι και πάρτε τους δρόμους. Όλα τ’ άλλα εκτός από ασύμμετρα, είναι και ημίμετρα.
———————————————————————————————————–
Διάβασα ένα άρθρο στους New York Times, χθες το πρωί, στην ενότητα «Opinion». The land where the internet ends, της Pagan Kennedy. Η αρθρογράφος μιλάει για την εμπειρία της από την επίσκεψή της στο Green Bank της Δυτικής Βιρτζίνια. Η μικρή ορεινή πόλη (143 κάτοικοι) που βρίσκεται κάπου σε μια πλαγιά στα Απαλάχια όρη τελεί μέσα σε μια ζώνη θεσμοθετημένης σιγής (National Radio Quiet Zone) δεκατριών χιλιάδων τετραγωνικών μιλίων. Να σας το βάλω λίγο σε εγχώρια μέτρα και σταθμά: μια ζώνη σιγής μιάμιση φορά την έκταση της Πελοποννήσου στην οποία δεν επιτρέπεται καμία παρεμβολή από ραδιοκύματα κάθε είδους (από φούρνους μικροκυμάτων μέχρι bluetooth). Αυτή η ζώνη σιγής έχει σαν σκοπό την προστασία από παρεμβολές τού ραδιοτηλεσκοπίου (το μεγαλύτερο πλήρως μετακινούμενο στον κόσμο) τού Green Bank. Αναλογιστείτε λίγο το σκηνικό. Η αρθρογράφος πάει σε μια περιοχή (μιάμιση φορά την έκταση της Πελοποννήσου) όπου η χρήση κινητών τηλεφώνων και wi-fi απαγορεύονται δια νόμου.
Ο συλλογισμός της εμπλέκει δημιουργικά την απουσία παρεμβολών που απαιτεί το ραδιοτηλεσκόπιο για να αφουγκραστεί, πολύτιμα ίσως, ραδιοκύματα από το σύμπαν, με την απουσία παρεμβολών της δικής μας σκέψης όταν αυτή βρεθεί σε ένα περιβάλλον που πια μοιάζει βγαλμένο από ταινία εποχής: χωρίς GPS, μόνο με σταθερά τηλέφωνα, χωρίς internet και κοινωνική δικτύωση. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του άρθρου έχει να κάνει με αυτή την απορία της αρθρογράφου για το κατά πόσο αυτός ο ακατάπαυστος κυβερνο-θόρυβος της ζωής μας αποδεικνύεται τελικά επιβλαβής για τις σκέψεις μας, τις αναμνήσεις μας, και κατ’ επέκταση τις προσωπικότητές μας. Η αρθρογράφος δεν το λέει τόσο καθαρά, αλλά πίσω από τις λέξεις της βρίσκεται αυτή η ανησυχία ενός ακατάπαυστου θερισμού (harvesting) ακόμη και των πιο ισχνών βλαστών σκέψης με στόχο της έκθεσή τους στο κοινό. Όπως το ραδιοτηλεσκόπιο απαιτεί αυτή τη σιγή από τον κυβερνο-θόρυβο για να μπορέσει να διακρίνει, μεταξύ άλλων, και τον «επιθανάτιο ρόγχο» αστεριών που μπορεί να έσβησαν εκατομμύρια χρόνια στο παρελθόν, έτσι, και η δική μας σκέψη απαιτεί κάποιες φορές σιγή για να προσεγγίσει όχι μόνο τους ειρμούς της για το παρόν αλλά και τις αναμνήσεις της που τρεμοπαίζουν μέσα στον αχό του χρόνου. (Ο υπαινιγμός εδώ είναι ότι σταδιακά βυθιζόμαστε σε ένα αέναο παρόν, υπερκορεσμένο από πληροφορίες, που δυστυχώς συντείνει σε κάθε είδους άγχος, είτε παθολογικό είτε υπαρξιακό.)
«Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα στο να κάθεσαι στο μπαλκόνι σου και να χαζεύεις τις βουνοκορφές;» διερωτάται μια από τους κατοίκους της περιοχής. Και το πρόβλημα εντοπίζεται ακριβώς εκεί. Αντί να προσαρμόσουμε τελικά την τεχνολογία στον τρόπο σκέψης μας, προσαρμόσαμε τον τρόπο σκέψης μας στην τεχνολογία (απλοποιώ δραματικά εδώ, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά). Αναλογιστείτε λίγο πόσο κάθε βινιέτα της ζωής σας έχει πια τη δυνατότητα να αξιοποιηθεί μιντιακά. Πόσο ο τρόπος που κοιτάζουμε τον κόσμο είναι ένας τρόπος σοσιαλμιντιακού μάρκετινγκ. Πόσο «τουιτάμπλ» ή «ινσταγκράμαμπλ» είναι πια η πραγματικότητα. Πόσο κάθε στιγμή μετριέται όχι μέσα από το πρίσμα ζύμωσης και ωρίμανσης κάποιου συλλογισμού που θα πάρει τον χρόνο του για να έρθει στην επιφάνεια αλλά μέσα από την αμεσότητα της αντίδρασης που θα έχει η φευγαλέα στιγμή που αντικρίζουμε στο κοινό (μας). Και το ερώτημα είναι: αν ξαφνικά τραβήξουμε την πρίζα στη φόρμα αυτής της αντίληψης και πρόσληψης της πραγματικότητας τι μένει τελικά; Ποιο και πόσο είναι το καθαρό βάρος του περιεχομένου της πραγματικότητα όταν δεν έχεις πια τη δυνατότητα να γράφεις τουίτ ή να ανεβάζεις φωτογραφία κάθε στιγμή της ζωής σου; Που για να κατανοήσουμε καλύτερα το ερώτημα, μιλάμε για σχεδόν την ίδια ακριβώς *φυσική* πραγματικότητα που βιώναμε δέκα και είκοσι χρόνια στο παρελθόν.
Κοιτάζω τις εξαιρετικές φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο. Φωτογραφίες ασπρόμαυρες για να συντείνουν υποθέτω στο ύφος των στόχων του κειμένου. Αλλά τελικά το ενδιαφέρον είναι ότι από τις φωτογραφίες δεν φαίνεται τίποτα. Είτε είσαι πνιγμένος στον κυβερνο-θόρυβο είτε ζεις μέσα σε αυτή τη ζώνη νεκρικής σιγής η εικόνα παραμένει αμέτοχη στη διαφορά. Η εικόνα ψεύδεται. Η ηρεμία και η εναρμόνιση με τη *φύση* που προβάλλουν οι φωτογραφίες που συνήθως βλέπουμε στα διάφορα προφίλ των ινσταγκράμερς είναι φωτογραφίες που ουδεμία σχέση έχουν με αυτό που προσπαθούν να περάσουν. Δεν υπάρχει πια χρόνος για ενδοσκόπηση και αποσύνδεση παρά μόνο μετά από κόπο και πειθαρχία που θα ζήλευαν δεινοί Ζεν Μάστερ. Και η αρθρογράφος νιώθει ξεκάθαρα την αδυναμία της, όταν δεν καταφέρνει να προσανατολιστεί σε μια διαδρομή χωρίς τη χρήση GPS. Χάνει το δρόμο της και αποφασίζει να ευχαριστηθεί την εμπειρία, «γιατί πόσο συχνά σου δίνεται πλέον η δυνατότητα να χαθείς;»