Η αλχημεία ήταν μια ψευδοεπιστήμη που άνθισε κυρίως τον Μεσαίωνα. Σκοπός της, μεταξύ άλλων, ήταν η μετατροπή μη πολύτιμων μετάλλων όπως ο σίδηρος και ο μόλυβδος σε ευγενή όπως ο χρυσός και το ασήμι. Όταν λοιπόν σήμερα λέμε «η σιωπή είναι χρυσός», έχουμε, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, εμπλακεί σε μια έκφανση αλχημείας. Και αν στο παρελθόν υπήρχαν φορές που πράγματι η μετατροπή στεφόταν με επιτυχία, η σιωπή ήταν δηλαδή τόσο πολύτιμη που έφτανε να αποτιμάται ως χρυσός, σήμερα, εικάζω, ότι αυτό δεν ισχύει. Τι όμως προσέφερε στο παρελθόν η σιωπή; Καταρχήν η σιωπή δεν προέδιδε τις σκέψεις σου και άρα συνιστούσε κάποιο είδος πλεονεκτήματος σε επικείμενη συζήτηση ή διαπραγμάτευση. Αλλά το πλεονέκτημα δεν ήταν μόνο η απόκρυψη σκέψεων γιατί στο παρελθόν υπήρχε και κάτι άλλο πολύ πιο σημαντικό: η σιωπή έκρυβε, μασκάρευε αν θέλετε, την απουσία σκέψεων. Αυτός που δεν μιλάει μπορεί να κάνει τις πιο βαθυστόχαστες σκέψεις, που όμως επιλέγει να τις κρατάει για τον εαυτό του, αλλά μπορεί να είναι και νούλα. Ένα μηδενικό. Η φαινομενολογία παραμένει ίδια: σιωπή που μεταφραζόταν σε χρυσό.
Γιατί όμως, όπως είπα, δεν ισχύει αυτό σήμερα ή, για να ακριβολογώ, γιατί δεν ισχύει στο βαθμό που ίσχυε στο παρελθόν; Γιατί η φύση των μέσων σήμερα έχει μεταμορφώσει την πραγματικότητα. Η σιωπή δεν είναι πια χρυσός γιατί η σιωπή δεν είναι σιωπή. Η σιωπή είναι θέση, και πολλές φορές είναι αυτό το απειλητικό «συμπληρώστε το κενό» που θα το κάνει ο άλλος για σένα από τα συμφραζόμενά σου. Γιατί τα συμφραζόμενά μας είναι ο καταλύτης που έχει μεταμορφώσει την πραγματικότητα. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν προσφέραμε όλοι μας τόσα συμφραζόμενα προς ανάγνωση και ερμηνεία. Για να αποφύγεις λοιπόν αναγνώσεις και κρίσεις που δεν θέλεις να σου προσάπτονται πρέπει να αναλάβεις να συμπληρώσεις εσύ το κενό. Πρέπει να πάρεις θέση. Και για να πάρεις θέση πρέπει να σκεφτείς. Η σκέψη λοιπόν μέσα στα κοινωνικά δίκτυα γίνεται κάτι επιτακτικό. Ίσως κάποιοι να μειδιούν με αυτή την επιτακτικότητα της σκέψης γιατί κάθε άλλο παρά διαπιστώνεται η παρουσία της. Δεκτό. Η θέση όμως, πέρα από τη σιωπή που δεν είναι πια χρυσός, μπορεί να εκφραστεί και πλαγίως. Όταν δηλαδή κάποιος προσυπογράφει, βάζοντας το λάικ του, σε κάποια ξεκάθαρη θέση, έχει, είτε το καταλαβαίνει είτε όχι, εκφράσει τη γνώμη του. Έχει πάρει θέση. Και εδώ αρχίζει η δυσκολία. Με το να προσυπογράφεις μια θέση έχεις παραδοθεί στα λεγόμενα και στην ατζέντα κάποιου άλλου.
Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστα πράγματα θα καθίσουμε να τα σκεφτούμε εξαρχής (ab initio) γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει ούτε ο χρόνος, αλλά ούτε και η δυνατότητα. Η επικαιρότητα όμως τρέχει και η ανάγκη να παίρνουμε θέση παραμένει επιτακτική. Άρα, αργά ή γρήγορα, αφηνόμαστε στα έμπειρα χέρια κάποιου που μας έχει πείσει ότι αποτιμά τα γεγονότα σωστά. Αυτός ο κάποιος μπορεί να είναι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή μια εφημερίδα ή μια παρέα φίλων ή ένα γκρουπ στο φέισμπουκ. Κάπου τέλος πάντων που έχουμε παρκάρει τρόπον τινά τον εαυτό μας που άγεται και φέρεται κατά το δοκούν κάποιων που εξυπηρετούν ή όχι μια ατζέντα. Έτσι κάπως έχουν τα πράγματα. Και η αλήθεια είναι ότι για τα περισσότερα θέματα της επικαιρότητας, αν μας ρωτήσει κάποιος ειδήμων για κάτι συγκεκριμένο και εμείς εκφέρουμε μια γνώμη θα μας αποδείξει ότι τελικά η γνώμη μας δεν μπορεί να σταθεί ούτε στην παραμικρή επίθεση. Αλλά αυτό δεν είναι τόσο ασυνήθιστο όσο ίσως ακούγεται. Για τα περισσότερα θέματα απαιτείται πολλή σκέψη όχι μόνο για να καταλήξει κάποιος με αξιώσεις σε μια εμπεριστατωμένη άποψη αλλά για να καταλάβει και ο ίδιος τι ακριβώς σκέφτεται. Και δυστυχώς γίνεται ακόμα χειρότερο. Για τα περισσότερα θέματα έχουμε προκατασκευασμένες απαντήσεις που κινούνται στα στενά πλαίσια, μέσα σε ζώνες ελεγχόμενης παραμόρφωσης, που θεωρούμε ότι στη χειρότερη δεν μας βλάπτουν ανεπανόρθωτα. Το αν θα δούμε για παράδειγμα τον Γεωργιάδη ως παιδεραστή ή ως κάποιον που καταδικάστηκε πρωτοδίκως αλλά επειδή δεν έχει τελεσιδικήσει η υπόθεσή του διατηρεί ακόμη το τεκμήριο αθωότητας και άρα πρέπει να τον θεωρούμε αθώο γιατί μπορεί και να έχει πέσει θύμα κάποιας πλεκτάνης, εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό από το πού στεκόμαστε όχι ηθικά, αλλά κυρίως ιδεολογικά.
Θα υπάρχει λοιπόν πάντα ο άνθρωπος πυροσβέστης (a.k.a. the fixer). Αυτός που θα βρεθεί μπροστά σε μια εκτός ελέγχου φλεγόμενη κατάσταση και θα βροντοφωνάξει «κάντε πίσω, το έχω εγώ», και θα εκκρίνει ακριβώς εκείνες τις ουσίες που θα σβήσουν την πυρκαγιά. Διερωτάται κανείς λοιπόν αν υπάρχει κάποιος που καθώς προσεγγίζει μια άβολη, εκτός ελέγχου, κατάσταση στην οποία εμπλέκονται πολιτικά συμφέροντα, εξετάζει την ουσία των πραγμάτων αυτής της άβολης κατάστασης με καθαρό μάτι. Και εννοώ αν πραγματικά (έμφαση σε αυτό) κοιτάζει τα γεγονότα ως έχουν ή, αν έχει ήδη προαποφασίσει ποια είναι η θέση του και πού είναι ταγμένος και άρα η προσπάθειά του επικεντρώνεται στο να συλλέξει εκείνα τα κομμάτια της πραγματικότητας που όταν στοιχηθούν σε μια λογική αλληλουχία θα του σερβίρουν το συμπέρασμα που είχε εξαρχής προαποφασίσει ότι έπρεπε να σερβίρει στον κόσμο και στον εαυτό του. Προσέξτε όμως! Αυτή δεν είναι μια αβασάνιστη θέση. Και είναι απολύτως σεβαστή γιατί, αν μη τι άλλο, ο κόσμος δεν είναι παιδική χαρά. Θέλει πολλή δουλειά για να έχεις κατασταλάξει πού στέκεσαι απέναντι στον κόσμο (που δεν είναι παιδική χαρά) και τα πράγματα. Δεν θέλει όμως τόση δουλειά όση χρειάζεται για να έχεις αποφασίσει ότι ΔΕΝ έχεις αποφασίσει πού στέκεσαι απέναντι στον κόσμο και για όλα τα πράγματα εκ των προτέρων. Τα λέω αυτά γιατί τις τελευταίες μέρες, με την υπόθεση Γεωργιάδη, διάβασα τόσο πολλά και τόσο ενδιαφέροντα (με κάθε έννοια) που πραγματικά με έκαναν να καταλάβω καλύτερα αυτά που νόμιζα ότι είχα καταλάβει καλά. Στον αντίποδα, λοιπόν, του ανθρώπου πυροσβέστη θα στέκεται πάντα ο άνθρωπος που θα πει, κυρίως στον εαυτό του: «Αυτό δε σώζεται. Ας το αφήσουμε να καεί».
Και επειδή αυτή την τελευταία παράγραφο την έτρεξα χθες, ως teaser, και διαβάστηκε ίσως από κάποιους ως φωτογραφικό κείμενο για τον Αντύπα Καρίπογλου και το κείμενό του για την υπόθεση Γεωργιάδη, να το πω και αλλιώς, παραφράζοντας τον συνταγματάρχη Κούρτζ στο «Αποκάλυψη Τώρα»: αν η ΝΔ είχε μια δεκαριά Καρίπογλου θα είχαν τελειώσει τα προβλήματά της. Όσο κι αν εμένα μπορεί να μη με πείθουν κάποια από τα επιχειρήματα του συγκεκριμένου κειμένου, αυτό, παραμένει ένα «στρατευμένο» κείμενο που από την ανταπόκριση και μόνο που είχε σε μια μερίδα ανθρώπων φανερώνει πόσο πετυχημένο ήταν. Αλλά το δικό μου κείμενο δεν γράφτηκε για τον συγκεκριμένο. Γράφτηκε (και μάλιστα ξεκίνησε με αφορμή το βιβλίο του Ντάνου μέχρι που η επικαιρότητα άλλαξε) για να ξύσει την επιφάνεια μιας κατάστασης που διαπιστώνει όποιος δοκιμάζει να παρακολουθήσει με αξιώσεις τον σοσιαλ-μιντιακό κόσμο. Έτσι όταν αναφέρομαι στον άνθρωπο πυροσβέστη που στην άβολη κατάσταση «θα εκκρίνει ακριβώς εκείνες τις ουσίες που θα σβήσουν την πυρκαγιά» χρησιμοποίησα όρους ζωντανού οργανισμού για να υπαινιχθώ ότι αυτός ο άνθρωπος, εν δυνάμει, παραμένουμε πάντοτε εμείς οι ίδιοι. Και οι θέσεις μας, όπως και οι σιωπές μας, θα βαραίνουν πάντα εμάς.