Εθνικά ορθό θα ήταν Μαύρη Παρασκευή να οριστεί η πρώτη Παρασκευή μετά τις 20 του Νοέμβρη (ή η 20η εφόσον πέφτει Παρασκευή), μέρα του εθίμου της Παναγίας Πολυσπορίτισσας για την ευλογία της φθινοπωρινής σποράς κι όχι η Παρασκευή μετά την Ημέρα των Ευχαριστιών στις ΗΠΑ (τέταρτη Πέμπτη του Νοέμβρη), μέρα ευγνωμοσύνης στο Θεό για τη φθινοπωρινή σοδειά (στη Βόρεια Αμερική). Αλλά η επόμενη Παρασκευή δεν θα είναι μαύρη ελληνική, μας φόρεσαν πραξικοπηματικά το Black Friday. Ας οργανώσουν οι γλωσσαμύντορες μια δεύτερη πορεία στην αμερικανική πρεσβεία.
Thanksgiving, μια γιορτή με ρίζες στην αμερικανική παράδοση. Καθιερώθηκε από το Λίνκολν στη μνήμη του γεύματος που πρόσφεραν οι ιθαγενείς Γουάμπαναγκ στους Pilgrims του Mayflower για να μην πεινάσουν τον πρώτο χειμώνα εκεί. Αυτό θέλει απλουστευτικά ο μύθος. Στην πραγματικότητα οι άποικοι (όπως οι απόγονοί τους) έστειλαν τις όποιες ευχαριστίες τους στο Θεό, παροτρύνοντας τους ιθαγενείς σωτήρες τους να ευχαριστούν έναν ουράνιο πατέρα για τους φθινοπωρινούς καρπούς και όχι τη γη και τα πνεύματά της. Επίσης, το πρώτο γεύμα δεν σηματοδότησε την αρχή φιλίας μεταξύ των αποίκων και των ντόπιων. Του Mayflower προηγήθηκαν σφαγές, πολιτισμικός και βιολογικός ιμπεριαλισμός από τη μεριά των Ευρωπαίων που αποδεκάτισε τους ιθαγενείς πληθυσμούς και στις δύο Αμερικές. Δεν ήταν μόνο η βία, πρωτίστως ήταν οι νεόφερτες επιδημίες. Ταυτόχρονα επιχειρήθηκε ευνουχισμός της ταυτότητάς τους, η σωτηρία από τον Ιησού Χριστό για πρωτάκουστα αμαρτήματα. Αν και τελικά οι άποικοι έμαθαν να καλλιεργούν με σπόρους και τρόπους των Ινδιάνων, μεγάλο το τίμημα της κατάκτησης για τους ιθαγενείς. Ακόμα αιμορραγούν.
Βρίσκω αφελή την εικόνα του ευγενούς αγρίου για τους Ινδιάνους πριν την ευρωπαϊκή εισβολή -γεννημένοι και αυτοί στο καλούπι του Homo sapiens. Με τα συστήματα τους, τον παράλληλο πολιτισμό τους -δικό τους κι όχι αντιγραμμένο- με την πνευματική τους σοφία και αρετή, με την αγριότητα και τη βαναυσότητά τους. Οι πρακτικές τους, φορές βιώσιμες και παγανιστικά γοητευτικές, άλλες φορές κούρασαν τα εδάφη αυξάνοντας τους πληθυσμούς των κοινωνιών τους, οδηγώντας στην κατάρρευση.
Ο κατακτητής, ο τυχερός του περιβαλλοντικού λαχείου, κατέστρεψε την ιστορία του ηττημένου. Την ξανάγραψε με τους όρους του, για να την ωραιοποιήσει στο κατόπι λόγω τύψεων και ενοχών. Ημέρα των Ευχαριστών, η παρηγοριά για την ήττα των Ιθαγενών Αμερικανών, η φαντασίωση μιας χίπισσας πρόνοιας που φροντίζει από κοινού αγαθά παιδιά. Παρόλα αυτά την αγάπησα εκείνη τη γιορτή, έστω κι αν επιχειρούσε άφεση αμαρτιών όπως ντισνεϊκή Ποκαχόντας. Μεγάλη ήπειρος, γκρίζα τα δάση της τους χειμώνες. Χρειάζεται σπίθα, ψευδαίσθηση γλύκας, τσακμάκι να ζεστάνεις το κρύο τους, το σκληρό παρελθόν –τη φύση που είναι και φύση ανθρώπων.
Thanksgiving 1987, τον πρώτο μου χειμώνα εκεί. Πήραμε τον αυτοκινητόδρομο I-80 από Νέα Υόρκη για Οχάιο, καλεσμένοι στης αδελφής του συντρόφου μου. Φύγαμε μεσημέρι Τρίτης και φτάσαμε αργά, κουρασμένοι. Ο δρόμος διέσχιζε κοιλάδες στη σειρά, κωμοπόλεις στα χαμηλά και χωράφια και στις ράχες δάση, σκούρα πράσινα κωνοφόρα ή δέντρα με κλαδιά γυμνά, ύστερα από το χρωματικό φινάλε των φύλλων.
Πρώτη φορά βρέθηκα τόσο μακριά από τη θάλασσα.
Το σπίτι στα προάστια του Cleveland. Το πρωί, το βλέμμα μου καρφώθηκε έξω από την κρεβατοκάμαρα στους λόφους που ανηφόριζαν δυτικά, σε ανοιχτά χωράφια με άλογα που έδειχναν να ξεδιπλώνουν στο παντού για πάντα. Την επομένη στα μπαράκια στα Flats, στο κέντρο της πόλης, στο ποτάμι, με τα αναπαλαιωμένα διαμερίσματα. Πέρα η Erie, η μεγάλη λίμνη. Έπαιξα μαζί με την αδελφή του ηλεκτρονικό trivial pursuit και κέρδισα. Καχύποπτα ρώτησε τί άλλο ήξερα για το Cleveland, είπα το Rock and Roll Hall of Fame και τη Chrissie Hynde. Από το Akron είναι αυτή, με διόρθωσε.
Την Πέμπτη, μπούκαρε στο σπίτι όλο το σόι. Μέχρι να στρωθεί το τραπέζι, κατέβαζαν τον περίδρομο, μιλώντας όρθιοι, βοηθώντας στην προετοιμασία. Αφού φάγαμε, λούφαξα σε πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση, φορτωμένος με βιβλία από τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου, σημειώνοντας αγχωμένος με κάποια εργασία που όφειλα. Με κοίταξε: διαβάζεις, διαβάζεις -τα ελληνικά του σπασμένα. Του άρεσε που κατάλαβα μόνο εγώ. Έγειρα νυσταγμένος, τα βιβλία γλίστρησαν από πάνω μου. Κούρνιασα, αφέθηκα σε υπνάκο.
Παρασκευή η επομένη, αφιερωμένη σε ψώνια. Το Σάββατο πήγαμε να μου δείξουν το σπίτι που μεγάλωσαν, σε άλλη γειτονιά στα περίχωρα της πόλης. Πουλημένο από χρόνια, κλειστό, ακατοίκητο. Περάσαμε κι από το Kent State, ήθελε ο δικός μου να δω το Πανεπιστήμιο που σπούδασε, το μνημείο: Jeffrey Glenn Miller, Allison B. Krause, William Knox Schroede, Sandra Lee Scheuer. Δολοφονημένοι από την εθνοφρουρά του Νίξον το Μάη του ‘70, διαδηλώνοντας κατά των βομβαρδισμών των ΗΠΑ στην Καμπότζη (που αποσταθεροποίησαν τη χώρα, με τις γνωστές συνέπειες).
Ξεκινήσαμε για την επιστροφή Κυριακή σα μεσημέριασε, με κρύο ψιλόβροχο και ουρανό καπάκι. Στο δρόμο τα FM, παντού η Debbie Gibson.
Τα 80s -η πλέον απωθητική δεκαετία που έζησα. Τα ρούχα, τα μαλλιά, τα malls, η μουσική (πλην εξαιρέσεων), το πολιτικό ξενέρωμα, η Αμερική των πρώην χίπις αναγεννημένων ως γιάπις με τους γιακάδες των polo ανασηκωμένους. Αποτραβήχτηκα σε πίσω δωμάτια, στις μνήμες της. Τη γνώρισα, μια θλιμμένη χώρα. Μυρωδιά ξύλινων σπιτιών, πινακίδες for sale, yard sales, άνθρωποι σε διαρκή κίνηση. Η ίδια main street –έρημα καταστήματα- τα ίδια νυχτερινά Walmarts. Τα βουβά developments. Τη γύρισα με τον James Fenimore Cooper και τον Whitman σε Signet Classics δύο δολαρίων στο σακίδιο σε δάση, σε πεδιάδες, σε βουνά και ποτάμια, στην έρημο -έως τον άλλο ωκεανό μακριά. Το τοπίο της να κρύβει το ινδιάνικο παλίμψηστο και παλαιότερα μια Εδέμ, δίχως ανθρώπους. Η τελευταία παρθένα ήπειρος που γέννησε πολιτισμούς, αρχαίους και μαγευτικούς όσο αυτοί του παλιού κόσμου, που διαβάστηκαν σε δακτυλίους δέντρων και πέρα κάτω, πριν στηθούν σύνορα και τείχη, σε ιερογλυφικά των Μάγια, σε κώδικες των Αζτέκων, σε κίπου των Ίνκας.
Κάπου στον κέντρο της Πενσυλβανίας, κουράστηκε. Σταματήσαμε για καφέ, είχε πέσει ομίχλη. Πρότεινα να οδηγήσω, δεν είχα ακόμα το αμερικανικό δίπλωμα. Με παρότρυνε να κοιμηθώ. Ξυπνώντας, είδα ότι περάσαμε την έξοδο για το Limestoneville. Κάναμε λάθος είπα, ξαναπήραμε το δρόμο για τα δυτικά, η τρίτη φορά που διαβάζω αυτό το όνομα και ξέρω τον ασβεστόλιθο όταν τον δω. Το επιβεβαίωσε ο οδοδείκτης. Βλαστήμησε τα villes της χώρας και τις δύο ώρες παραπάνω δρόμο. Έκατσα στο τιμόνι να τον ξεκουράσω και πιάσαμε πάλι ανατολικά. Έβαλα την κασέτα του “December”, δώρο συναδέλφου και τον άφησα να κοιμηθεί. Ένιωσα ευτυχισμένος, μόνος, οδηγώντας την έννοια του. Πριν τα σύνορα με το New Jersey αλλάξαμε για να μη βρούμε μπελά με την τροχαία. Από μακριά, στο σκοτάδι, τα διόδια και τα φώτα της γέφυρας του Delaware. Σε τρεις ώρες θα φτάναμε σπίτι, ήταν πλέον αργά και είχαμε και οι δύο δουλειά την επομένη.
Του κράτησα το χέρι, δεν ήταν ό, τι χειρότερο μπορούσε να μας συμβεί του είπα. Heaven is a place on earth, πίσω στα FM, στο νεύρο. Η κίνηση πύκνωσε, η Νέα Υόρκη, η πραγματικότητα των 80s.
Πάσο στη Black Friday, irrelevant για μένα, εσείς σε ουρά για την Αμερική σας έξω από Public και Γερμανό. Αν θυμάμαι την Ημέρα των Ευχαριστιών είναι για παλιούς φίλους και γιατί αγάπησα μια Αμερική που δεν βρήκα, που αν υπήρξε ήταν ως ανάμνηση και περισσότερο ως πρόθεση, σε δρόμους που οδήγησα και ξεδίπλωναν παντού και για πάντα, ατίθασα ινδιάνικη, όπως ο καταρράκτης του Cooper, με φωτεινές τη νύχτα γέφυρες και ουρανοξύστες, σε πείσμα του σκοταδιού.
Τα βιβλία μου πάλιωσαν, μυρωδιά χαρτιού όπως αγριόκεδρου στο Zion και σκάλας σε κλειστό για χρόνια σπίτι. Επιτέλους.