Nabokovianum ex Nabokoviano
«Γι’ αυτόν οι λέξεις ήταν μαγεία κυριολεκτική […] Πράγματι, φαινομενικά, τα μοναδικά πρόσωπα του μυθιστορήματος “ Pale Fire” ήταν οι λέξεις, και βάση της υπόθεσης, ένα τυπογραφικό λάθος.» ΑΝΤΟΝΙ ΜΠΕΡΤΖΕΣ, Ο τελευταίος των μερακλήδων της λογοτεχνίας (Last of the Literary Dandies, Observer, 10 Ιουλίου 1977, νεκρολογία για τον Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ [22 Απριλίου 1899 – 2 Ιουλίου 1977])
NB Για την απόδοση του «dandy» με το «ανατολικότροπο» «μερακλής» [η οποία δεν διεκδικεί το αλάθητο αλλά υπάρχει η τρομοκρατία του χρόνου, όπως πάντα, και προτιμώ την απόδοση αυτή από το εντελώς αόριστο πια στα ελληνικά «δανδής»—που παραγράφει όλο τον ιστορικό πλούτο της σημασίας στα αγγλικά και τον λειτουργικό εκσυγχρονισμό αυτού του πλούτου στα σύγχρονα αγγλικά, αλλά και την μποντλερική της [Le Dandy, 1859-1863] μεταφυσική διεύρυνση —όπως και από τα κακοπαθημένα από τη νεοελληνική λεξικογραφία και ιδεολογία «εστέτ» και «αισθητής»] θα παραπέμψω στο μεστό καίριων διακρίσεων κείμενο του Γ.Π. Σαββίδη «Γύρω από μια φράση του Σεφέρη, π. Η Συνέχεια 7, Σεπτέμβριος 1973, 326-329 που παραπέμπει εξάλλου σε απολύτως σχετικές συμπληρωματικές κρίσιμες διακρίσεις των «Καβαφικών εκδόσεων», Αθήνα 1966, θυμίζοντας και το «κομψευόμενος αισθητής» του ίδιου, από την «Παρουσίαση» των «Ανέκδοτων Σημειωμάτων Ποιητικής και Ηθικής», Αθήνα 1983. Θα σημειώσω ακόμα ότι για να ξέρουμε τι λέμε πρέπει να ξέρουμε τί λέμε (με αφορμή μια δυο πρωτοποριακές χρήσεις του «δανδής» που απέδωσε ο γκουγκλισμός στους χωματοσωρούς του διαδίκτυου).
Εγγραφή της 13ης Οκτωβρίου 20…, Κυριακή: «Σήμερα επίσκεψη στον Α. Ηλεκτρονικά εγγράμματος αλλά δεν ωφελεί. Μου κατέβασε ηλεκτρονική σοφία όπου πληροφορήθηκα πως —”Πούσκιν” σημαίνει στα ρώσικα “φτερά” αλλά και “καραμπόλα”(!), “Τολστόι”, “χοντρός και πηχτός”(!), ο αναδιπλασιασμός στο “Γκόγκολ” αναδιπλασιάζει τα ονόματα των χαρακτήρων του, π.χ. “Τσίτσικοφ”, το “Νεκράσοφ” σημαίνει μεταξύ άλλων “κοινός και άσχημος”, το “Γιεσιένιν” σχεδόν “φθινόπωρο”, το “Ντοστογέφσκι” “αξιοπρέπεια”, το “Μαγιακόφσκι”, “φάρος”, το “Πεσκόφ-Γκόρκι” “πεζός και πικρός, σκληρός”· μα το συναρπαστικότερο, αποκαλυπτικότερο εύρημα είναι το “Ναμπόκοφ” που σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ “πλάγιος, λοξός”, με άλλους λόγους “Λοξίας”! πώς να μη βάλω θαυμαστικό.»
Ξεφυλλίζοντας τα πέντε καντριγέ κλερφοντέν τετράδια ημερολογίου που ανέσυρα από το πρώτο χαρτοκιβώτιο του καταπιστεύματος του Σεραφείμ Κ. είδα να αναδύεται στον ορίζοντα της αναγνωστικής εμπειρίας μια καλειδοσκοπική συμμετρική μαγεία εικόνων και θεμάτων, η εκτεταμένη λογοτεχνική ήπειρος Ναμπόκοφ. Αν συνυπολογιστεί το ατελείωτο πλήθος των σκόρπιων αταξινόμητων σημειώσεων πάνω σε χαρτιά και χαρτάκια διαφόρων μεγεθών και ποιότητας, στην ήπειρο αυτή κυριαρχεί ο αμύθητος πλούτος —σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενοι— μιας αυτοβιογραφικής ενδοχώρας.
Αναπόφευκτη παρένθεση: υποψιάζεται κανείς κάποια προϋπάρχουσα μυστηριώδη εκδοτική – τυπογραφική έφεση του Σεραφείμ μαρτυρημένη στο βέρσο των σημειώσεών του όπου εμφανίζονται καταγραμμένα με εναγώνια κυριολεξία, με κάποιες φωτεινές παρυφές πραγματολογικής τέρψης, σαν μια προσπάθεια να ταυτίσει, ακόμα και να συστήσει, και με εμμονή να συμπεριλάβει στην στοχαστική διαδικασία την ίδια την αξιοπρέπεια του αντικειμένου — η ειδική εμπορική ονομασία της ποιότητας του χαρτιού, το είδος του (βιομηχανικό ή χειροποίητο, με ξεφτισμένη ή τεχνητά ξεφτισμένη άκρη), το υδατόσημο, αν υπάρχει, το βάρος, οι διαστάσεις και το χρώμα, το εργοστάσιο κατασκευής, ο χαρτέμπορος, όταν πρόκειται για εισαγωγή από το εξωτερικό, το βιβλίο για το οποίο προοριζόταν ή, αν πρόκειται για λωρίδα που περίσσεψε μετά την πραγματοποίηση της έκδοσης και που αποθηκεύτηκε με σκοπό να γίνει κάποτε μαζί με άλλες αδελφικές λωρίδες σημειωματάριο. Τέλος, μετά την επιστημονική περιγραφική ακρίβεια της ονοματολογίας, την περιπέτεια του υλικού, μια μυστηριώδης ιδιωτική εις εαυτόν αποστροφή, είδος ψιθυριστού ποιητικού ασάιντ και επισφράγισης της όλης εμπειρικής πληρότητας, π.χ. «το δέρμα της είχε τη λευκότητα της μανόλιας. στον πρόλογο του Ιουνίου. Βενετία.» —Πρόκειται άραγε για μια απογείωση της χιονένιας ομορφιάς του χαρτιού σε αναζήτηση αφηγηματικής αλήθειας στους διάφανους μεταφορικούς αιθέρες; για την ομολογία αδυναμίας του Σεραφείμ Κ. να την αποχωριστεί και να τη θυσιάσει τη ζωντανή ψυχή αυτής της ομορφιάς στο βωμό κάποιας δεσμευτικής μυθοπλασίας (Βλέπε Ναμπόκοφ, «Μίλησε, Μνήμη», μτφρ. Γ. Βάρσος, 2013, Κεφάλαιο πέμπτο, σ. 121: «Το πρόσεξα πολλές φορές: ό,τι ακριβό του παρελθόντος μου εναπόθεσα σε κάποιον από τους ήρωες των μυθιστορημάτων μου μαράζωνε σιγά σιγά μέσα στον τεχνητό κόσμο όπου βρισκόταν τόσο αιφνίδια τοποθετημένο. […] άνθρωπος εναντίον μυθιστοριογράφου»); για την ανεπίγνωστη μνημονική επιφάνεια μιας ψυχαναγκαστικής οικονομίας σαν αυτή που προσδένει μυστικά το βρέφος στον ήχο της κουδουνίστρας του; για την Σκάρλετ Ο’ Χάρα ενταγμένη στις χρονικές συνθήκες ανάγνωσης του «Όσα παίρνει ο άνεμος» (κόντρα στο φως, στο λεπτουργημένο θεματικό υδατόσημο «Ναμπόκοφ», το άλγος της λησμοσύνης, η εφημερότητα του ρόδου, ο Οράτιος και τα ρόδα του χρόνου ή της μοίρας, ο Βιργίλιος και τα ρόδα της Ποσειδωνίας, η πικρή αναδίφηση της χλιαρής στάχτης που άφησε πίσω του το πέρασμα της γιορτής, τα μυθιστορήματα της εφήμερης μόδας, η κοσμαγάπητη λογοτεχνία, μισολάμπουν και υπομειδιούν ειρωνικά προστατευμένα σε μια θερμοκοιτίδα όχι πάντα ευανάγνωστων παραθεμάτων, μα sub rosa. Βλέπε και Ναμπόκοφ, Bend Sinister, 1947, Penguin 1974, Πρόλογος του συγγραφέα, 1963, σ. 10); Ή, στο κάτω κάτω, για εξαρτημένο ναμποκοβιανό αντανακλαστικό;
«Μήπως δεν υπάρχει η ψηλή κορυφογραμμή όπου η βουνοπλαγιά της “επιστημονικής“ γνώσης συναντάει τα πρανή της «καλλιτεχνικής» φαντασίας της αντίθετης πλευράς;» (Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Ωχρό φως): Από τη συστηματική καταχώριση της (αγγλικής, γαλλικής, γερμανικής, ελληνικής) σχολιασμένης έντυπης βιβλιογραφίας Ναμπόκοφ (περιλαμβάνονται άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά και κάποια “διυλιστήρια κοινοτοπιών” —όπως δεν παραλείπει να στολίσει τις μεταπτυχιακές εργασίες ο συντάκτης της—, πράγμα που την αναδεικνύει σε κατόρθωμα πληρότητας και κάτεργο μόχθου σε ως επί το πλείστον προ-ψηφιακή εποχή) προκύπτει η χαρακτηριστική διπλή εικόνα του κριτικού αναγνώστη και συνάμα μυθιστοριογράφου Σεραφείμ Κ. στη διελκυστίνδα επιστήμης και μαγείας.
Ο Σεραφείμ, όπως τον προσάγει τώρα μια αιφνίδια μετατροπία της μνήμης, και τον ακουμπά φτερουγίζοντας με χίλιες δυο αναλαμπές μπροστά μου, στο φόντο το σιωπηλό πρόσωπο του σπιτιού του, μια δίπατη μονοκατοικία προσορμισμένη δια παντός στο καθρέφτισμα της ακίνητης λιμνούλας στο βάθος μιας έρημης πτέρυγας των παιδικών μου χρόνων, τα ξύλινα γαλλικά παντζούρια κλειστά στη θέση των ματιών, ορατά τα απαλά πέπλα των πρασινόμαυρων βρύων στην κορεσμένη από υγρασία πήλινη ζωή της κεραμιδένιας στέγης, οι μαρμάρινοι αφρισμένοι καταρράχτες μιας δίκλωνης σκάλας κεντημένοι ασημένιους δρόμους από τα περαστικά σαλιγκάρια της τελευταίας βροχής να αγκαλιάζουν τον κεντρικό εξώστη, να τον αποθέτουν στο χωμάτινο πρελούντιο μικρής αυλής, με λιγοστές ζωηρόχρωμες εκατόφυλλες τριανταφυλλιές, δίδυμοι παραστάτες δεξιά και αριστερά πεύκα με κακοτράχαλους κορμούς -μαγεμένους βραχίονες γιγάντων να κρατούν ανοιχτά τα θαλερά σκουροπράσινα παρασόλια, μετέωρα χοροστάσια αόρατων πουλιών, όρθιος, με το αδιόρατο βουητό ενός σμήνους λουλουδένιων φαντασμάτων πλεγμένων στον μαραμένο σχολικό Μάη να τον στεφανώνει από το ανώφλι στο κέντρο του εξώστη αυτής της σχεδόν παιδικής χαρτοκοπτικής σκηνογραφίας που προβάλλεται σαν σε διαφάνεια με σιλουέτες στην οθόνη της αναπόλησης, είναι αυτοπροσώπως η λογοτεχνική καθήλωση της δημιουργικής μνήμης. Μια λεπιδοπτερολογική φαντασία με μυθοπλαστικούς ιριδισμούς στην υπηρεσία βιωματικών αναλογιών και ανταποκρίσεων που μπορούν να τις προκαλέσουν μυστηριωδώς βουερά σμήνη από λέξεις σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Ξεχωρίζω ένα άλλο τυπικό σημείωμα του Σεραφείμ. Διανθίζεται απροσδόκητα με θαυμαστική αποστροφή προς τον μεταφραστή ελληνικής έκδοσης βιβλίου του Ναμπόκοφ. Ο Σεραφείμ το προόριζε για τον πρόλογο ιδιόρρυθμου κριτικού εγκώμιου της μετάφρασης. Δίπλα σε παρασελίδια σχόλια που εμπλουτίζουν με ανύποπτες απηχήσεις μια ήδη σπάνιας εμβάθυνσης γλωσσική αναδημιουργία του αγγλικού πρωτότυπου στα ελληνικά, θα πρότεινε απαντήσεις σε ορισμένους φαινομενικά άλυτους γρίφους του. Κυρίως γριφώδεις παρονομασίες, αναγραμματισμούς, σπουνερισμούς, υπονοούμενους θεματικούς δείκτες, το κρυφτό του νοήματος στην αναταραχή των συνηχήσεων, που είτε προσπέρασε είτε δεν αξιοποίησε η ελληνική έκδοση του βιβλίου με το συναρπαστικότερο, κατά τον Σεραφείμ, ναμποκοβιανό περιεχόμενο. Τα κείμενά του πρόσθεσαν ανύποπτο συνειδητό βάθος στον καθρέφτη της αυτομυθογραφίας. Το βιβλίο παρ’ όλη την μακρά και αποσπασματική του κυοφορία (ή μάλλον εικονογένεση· τόσο παραστατικά ζωγραφική είναι η ποιότητα των δεκαπέντε, με ένα όψιμο δέκατο έκτο, κεφαλαίων του που ξεφυλλίζοντάς το υποκύπτει κανείς σε μυστηριώδεις ενοράσεις, όπως το να διακρίνει υλικές και άυλες παρουσίες μη προορισμένες από το συγγραφέα να είναι ορατές —μια στάλα κυανού χρώματος που έσταξε απ’ το πινέλο στο πάτωμα στην προσπάθεια να αποδοθεί η ένταση του μπλε λαζουρίτη στον πρωινό καλοκαιριάτικο αρκτικό ουρανό π.χ.) —το βιβλίο, λοιπόν, κατορθώνει να«αναφαίνεται αυθόρμητα» κάτω απ’ το έκθαμβο βλέμμα του αναγνώστη «με τη σιωπηρή πληρότητα μιας μυθολογικής επιφάνειας». Ο Σεραφείμ το ομολογεί: είχε φτάσει στο σημείο να κοιμάται με αυτό το βιβλίο ακουμπισμένο δίπλα του στο μαξιλάρι, μη μπορώντας να στερηθεί τη φωταύγεια που εξέπεμπε. Ρυθμισμένη μαγικά ασφαλώς από αόρατο ροοστάτη, κατάφερνε και γύριζε το επίβουλο νυχτερινό του έρεβος που τον κατατρόμαζε από παιδί στον «στερεοσκοπικό ονειρότοπο», στην «ολόγιομη αταραξία μιας παγωμένης νύχτας» γιορτής, όπου φεγγοβολούσαν πολύχρωμα πολύτιμα λαμπιόνια «πάνω από τα χιονοστεφανωμένα γεισώματα των προσόψεων τόσων σπιτιών» που στοιχίζονταν κατά μήκος των δρόμων και παράδρομων της μικρής θεσσαλικής πόλης στη μέση της πεδιάδας σε τελείως διαφορετικές γεωγραφικές συντεταγμένες — την αυτοβιογραφία «Μίλησε, Μνήμη» (από όπου και οι ερανισμένες, εντός εισαγωγικών, αμέσως προηγούμενες λίγες φράσεις):
«… αυτές οι λαμπυρίδες γλωσσικής μνήμης, τα μυστηριώδη ποτενσιόμετρα του νοήματος, οι παρακοιμώμενες των συγκινήσεων, οι υπομονετικοί νεροκουβαλητές πραγματικότητας, οι ιδιοφυείς κλέφτες της ανυπαρξίας των πραγμάτων που ο απαράμιλλος της ποίησης ξεσπυριστής λησμόνησε στη σκιά, έξω από τη μεγάλη τιράντα της παγκόσμιας και καθολικής κλοπής που εκτοξεύει ο Τίμωνας στους κλέφτες, στην τέταρτη πράξη, τρίτη σκηνή—
»”κλέφτρα διαβόητη η σελήνη: απ’ τον ήλιο αρπάζει / τ’ ωχρό της φως / […] όλα είναι κλεψιά”
»“Ωχρό φως”, δανεικό φως. (Ναμπόκοφ, Pale fire, 1962). “Ineffectual light” επιστημονική μαγεία της παρατήρησης, μετεωρολογία της πυγολαμπίδας στον “Άμλετ”—το Φάντασμα στην πρώτη πράξη—
»“Η λαμπυρίδα δείχνει πως σιμά είναι / η αυγή, κι αχναίνει το άφεγγο το φως της”—“άφεγγο φως” ο Θεοτόκης—
»“Η λαμπυρίδα δείχνει / πως φτάνει η αυγή κι όλο χλωμαίνει το ψυχρό της / το φέγγος”—“ψυχρό φέγγος“ ο Ρώτας.
»“Φως ατελέσφορο, ατελέσφωτο” ψυχρής φωταύγειας μα οπωσδήποτε φως—φως που διαπερνά απ’ αρχής μέχρι τέλους τον Ναμπόκοφ. Δες την camera lucida, την χειραγώγηση του φωτός στο “Μίλησε, Μνήμη“:
» “…με έβαζε [ο δάσκαλος της ιχνογραφίας] και ζωγράφιζα από μνήμης (σ.σ.: κύριε Βάρσο επιτρέψτε μου να υποκλιθώ για την παρατακτική ρηματική ανάλυση της απαρεμφατικής σύνταξη he made me depict), με τη μεγαλύτερη δυνατή λεπτομέρεια, αντικείμενα που είχα δει ασφαλώς χιλιάδες φορές, δίχως όμως να τα αντιλαμβάνομαι με σαφήνεια: ένα φανάρι στο δρόμο, ένα γραμματοκιβώτιο […] Προσπάθησε να μου διδάξει πώς να βρίσκω τον γεωμετρικό συντονισμό που διέπει τα κλαράκια ενός γυμνού δέντρου της λεωφόρου, ένα σύστημα οπτικών πάρε – δώσε που απαιτεί ακρίβεια γραμμικής έκφρασης —χάρισμα που δεν κατόρθωσα να κατακτήσω στα νιάτα μου, αλλά ευχαρίστως δοκίμασα να ασκήσω αργότερα, κα μάλιστα όχι μόνο στην απεικόνιση των γεννητικών οργάνων των πεταλούδων τα επτά χρόνια που πέρασα στο Μουσείο Συγκριτικής Ζωολογίας του Χάρβαρντ χωμένος στο φωτεινό πηγάδι του μικροσκοπίου […] αλλά, πιθανότατα, και σε ορισμένες συνθήκες φωτεινού θαλάμου που επιβάλλει η λογοτεχνική σύνθεση («Μίλησε, Μνήμη», μτφρ. Γιώργος Βάρσος, 2013).
»Και αλλού, στα “Γράμματα στη Βέρα”, δεν το βρίσκω τώρα, “φώτισες τη ζωή μου, τη γέμισες θαύματα, τη στόλισες με ουράνια τόξα“, “χρειάζομαι τόσο λίγα: ένα μελανοδοχείο, μια στάλα ήλιο στο πάτωμα —και εσένα”».