Η γραφομηχανή αυτή των αρχών του 20ού αιώνα, παρότι φωτογραφημένη στο Μουσείο Ναμπόκοφ, παλαιά οικία Ναμπόκοφ, στην Αγία Πετρούπολη, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ από το συγγραφέα ο οποίος δεν έμαθε ποτέ να δακτυλογραφεί και εμπιστευόταν μέχρι τέλους μόνο μολύβια με εφαρμοστή γομολάστιχα στην άνω άκρη.
Sub rosa-1
17-10-2019

 “Nabokovianum ex Nabokoviano”

“Μην ψάχνεις πού αργοπόρησε το τελευταίο ρόδο” ΟΡΑΤΙΟΥ ΩΔΕΣ, ΒΙΒΛΙΟ Ι:38.

 

«Από τότε που πέθανες, ο τόπος γέμισε τριαντάφυλλα. Από τα βάθη της νύχτας μοσχοβολάει αόρατος ο μυστικός ροδόκηπος. Η ευωδιά αργοπορεί ως το χάραμα. Τότε μαζί σε παίρνω και περιδιαβάζουμε τους ορατιανούς ροδώνες εναγώνια γυρεύοντας κάρμινα ολοπόρφυρα σαν τα πολύτιμα τα δίφορα τα ρόδα της Ποσειδωνίας, τες «δίκαρπες ροδοβραγιές της Παίστος». Βρέχει βροχή παλιά στρωμένου φθινοπώρου που δε λέει να κόψει και τες φυλάει σφιχτά πιασμένες μέσα σε δάχτυλα κίτρινα απ’ τον καπνό, μαύρα απ’ τα μελάνια, ξύλινα απ’ την παγωνιά, σελιδωμένες στα «Γεωργικά» του Θεοτόκη το φάντασμα του τυπογράφου. Ρόδα και κείμενα διαδηλώνουνε νωπά τα δικαιώματα του χρόνου. Θέλουν να ζήσουν και πρέπει να πεθάνουν. Φεύγει η άνοιξη και η γη ετοιμάζεται για το χειμώνα. Τα διαβατικά πουλιά πετούν και παίρνουν μαζί τους το τραγούδι. Είδαμε τους ναούς του Πέστουμ εκεί που άλλοτε λαγάριζαν το φως οι πικροδάφνες να μεταμορφώνονται σε καπνοδόχες μες στην αντάρα που κοβότανε με το μαχαίρι. Όλη η ζωή μας ένας αποχαιρετισμός.»

Αυτό δεν είναι ποίημα. Είναι ένα από τα «λοξά» σημειώματα με τα οποία ο συνταξιούχος φαρμακοποιός και ερασιτέχνης κριτικός λογοτεχνίας Σεραφείμ Κ. ( λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Σεραφείμ Λοξίας») επέμενε να βομβαρδίζει («Δωρεά Σ.Λ. Παρακαλώ να δημοσιευθεί εν ευθέτω χρόνω.») τον πάντα ορεξάτο για λογοτεχνικά παραγεμίσματα ντόπιο επαρχιακό Τύπο με εξασφαλισμένη την αδιαφορία για την προσφορά. «Ακόμα και το τζάμπα έχει το κόστος του» συλλογιζόταν με αυτομαστιγωτικό κυνισμό. Μετά αφαιρούσε από τον ογκηρό κύβο του αρχέγονου ημεροδείκτη (που εξακολουθούσε να προμηθεύεται κάθε Δεκέμβριο ανελλιπώς από το ίδιο πάντα μεικτό βιβλιοχαρτοπωλείο της θεσσαλικής πόλης) άλλο ένα φύλλο άλλης μιας άκαρπης μέρας που το οικείο ψευδώνυμο δεν εδέησε να ξεμυτίσει στην κάτω δεξιά γωνία του πρωτοσέλιδου, κατά τις επιταγές της μυστηριώδους συντεχνιακής πρακτικής αφιερωμένου σε ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί όχι είδηση, όχι πολιτική, όχι οικονομία, όχι λιβελογράφημα. «Έ, όχι επειδή ξεσπάμε με αφορμή τον Ναμπόκοφ ή τον Οράτιο, ή ακόμα και τον ανικανοποίητο έρωτά μας για μια πρώην καθηγήτρια μουσικής του πρώην Γυμνασίου Θηλέων—σε πείσμα ενός αδιανόητου επώνυμου που θα έπρεπε να το αλλάξει ευθύς ως αφιερώθηκε στη μουσική και στην κιθάρα («Ευανθία Γρατσούνα»)—να θεωρούμε αυτονόητο τον γενικό ενθουσιασμό για κείμενα που πρώτα και κύρια δεν ικανοποιούν εμάς τους ίδιους» σημείωσε στωικά στο ημερολόγιο όπου χρόνια τώρα πειθαρχούσε ως αργά τη νύχτα το μοναχικό χείμαρρο λέξεων που γεννούσε ακαταπόνητη η λεξιλογική φαντασία του παροχετεύοντάς τον στον στιβαρό κάνναβο γαλλικών τετραδίων καντριγέ μάρκας «κλερφοντέν», αγορασμένα κι αυτά από τον ίδιο ανθεκτικό βιβλιοχαρτοπώλη της ημερολογιακής λαϊκής μούσας.

Το σημείωμα αυτό, μαζί με ένα από τα ημερολόγια σε τετράδιο καντριγέ μάρκας «κλερφοντέν» όπου αποτυπώνονταν σε εναργή αντικειμενικά πλάνα, με άνετη ρεμβαστική περιγραφικότητα πνευματικά και σωματικά σκαμπανεβάσματα του ικανοποιητικής διάρκειας βίου του Σεραφείμ Κ. ήταν τα πρώτα που τυχαία ανέσυρα από το χάρτινο κύμα που ξέσπασε στο πάτωμα μόλις απασφάλισα το πρώτο από τα δυο μεγάλα χαρτοκιβώτια φερμένα από τον αδιάφορο για την έκπληξή μου υπάλληλο μεταφορικής εταιρείας στην πόρτα μου. «Μα δεν περιμένω τίποτα σχετικό από κανέναν» πρόλαβα να διαμαρτυρηθώ πριν εξαφανιστεί ανασηκώνοντας τους ώμους. «Αποστολέας Ευανθία Γρατσούνα» και «Θα σας γράψω. Σας ευχαριστώ» μπόρεσα να διαβάσω στη διστακτική, με μπλε μελάνι στυλογράφου καλλιγραφημένη με λεπτεπίλεπτη επισεσυρμένη επιγραφή στην όψη του ενός κιβωτίου.

«Ζητώ συγνώμη για τον αιφνιδιασμό. Ο Σεραφείμ Κ., με τον οποίο διατηρούσα θερμή επιστολική σχέση πέθανε ξαφνικά και ανώδυνα. Το πνεύμα του δεν πρόκειται να αναπαυθεί αν δεν έρθουν στα χέρια σας τα χαρτιά του. Γιατί διάλεξε εσάς δεν μου το εξήγησε ποτέ αν και μου το είχε ανακοινώσει εγκαίρως επιμένοντας να υποσχεθώ πως θα το φρόντιζα. Σε κάποιο γράμμα του ανέφερε πως υπήρξατε συμμαθητές και καθώς γερνώντας το παρελθόν καταλάμβανε όλο και πιο απαιτητικά το παρόν, σας σκεφτόταν συχνά και άκληρος ως ήταν και χωρίς συγγενείς, σκεφτόταν εσάς σαν αποδέκτη των γραπτών του. Κάντε τα ό,τι νομίζετε. Σας ευχαριστώ. Με εκτίμηση.[Υπογραφή]. ΥΓ Ο Σεραφείμ ασχολούνταν εντατικά με τον Οράτιο και τον Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ του οποίου διέθετε παραγγελμένη μέσω αθηναϊκού βιβλιοπωλείου πλήρη βιβλιογραφία σε αγγλική και ελληνική γλώσσα. Εσωκλείω την αγγλική έκδοση της σχολιασμένης «Λολίτας». Διάβαζε με αγαλλίαση, όπως μου είχε γράψει, το βιβλίο που με μεγάλη προσδοκία περίμενε και που μπόρεσε να παραλάβει λίγες μέρες πριν πεθάνει. Με αυτό στα χέρια, αναμφίβολα σε στιγμή ευφορίας, τον συναπάντησε ο θάνατος». Τελείωσα την ανάγνωση καθώς ξεσπούσε επιτέλους μια φθινοπωρινή μπόρα και δίπλα μου, πάνω στην επιφάνεια του πάγκου εργασίας, βρίσκονταν ανοιχτός, σαν αχανής όαση γαλανού ξέφωτου περικυκλωμένη από μαύρα σύννεφα άγνωστης απειλής, ο χαρτόδετος τόμος των «Γραμμάτων στη Βέρα»—πενήντα τρία χρόνια (1923-1976) σχεδόν αδιάλειπτου επιστολικού και στιλιστικού πάθους στην υπηρεσία της λογοτεχνίας και της αγάπης του Ναμπόκοφ για τη γυναίκα του Βέρα, σύντροφο μιας ολόκληρης ζωής— στη σελίδα 520: «[Αυτόγραφο υπογεγραμμένο σημείωμα. 14 Ιουλίου 1975, Νταβός.] Στη Βέροτσκα—, Και πες μου, θυμάσαι τις καταιγίδες των παιδικών μας χρόνων; Τρομαχτικοί κεραυνοί πάνω απ’ τη βεράντα—κι αμέσως / η πιο καταγάλανη έκβαση / και παντού—διαμάντια; Β[λαντίμιρ] Ν[αμπόκοφ] / 14-VII-75 /Νταβός».

Μπορούσα να φανταστώ γενικά έναν μοναχικό άνθρωπο αφοσιωμένον πυρετικά σε μοναχικές, παράξενες, περιθωριακά λογοτεχνικές ασχολίες, απολύτως αδιάφορες για όλους τους άλλους, αποσυρμένον συνταξιούχο στη μικρή επαρχιακή θεσσαλική γενέθλια πόλη. Είχα να τον δω από την ηλικία των δώδεκα χρόνων και η μνήμη προσπαθούσε χωρίς επιτυχία να εντάξει σε ένα ενήμερο πειστικό πορτρέτο εβδομηντάχρονου το αίσθημα μιας υπερβολικά λευκής και σχεδόν θηλυκά λείας επιδερμίδας, δυο ανοιχτογάλανα μάτια σε αναζήτηση έκφρασης, κοντοκομμένα ανοιχτόχρωμα μαλλιά, ένα μάλλον αδικαιολόγητο από αυτό που θα μπορούσε να είναι το υπόλοιπο πρόσωπο, μάλλον ανάλαφρα κοροϊδευτικό μειδίαμα, μια ορφανή αύρα εκδικητικής αυταρέσκειας όταν σε κάποια διαλείμματα της καθημερινής σχολικής πράξης με κατατρόπωνε στην αποστήθιση ενός κατεβατού καινοφανών πρωτευουσών νεότευκτων αφρικανικών κρατών με αντιπαθητικά μονότονα σύνορα χαραγμένα με τη βία του υποδεκάμετρου πάνω στο χάρτη, και με γυαλιά μυωπίας, ναι, γυαλιά μυωπίας, με χρυσαφή λαμπερό σκελετό. Ψηλός, αδύνατος, με μόλις αισθητό καμπούριασμα, μόνιμη ελαφριά κλίση του κεφαλιού προς τα αριστερά, μακριά άκρα και μακριά δάχτυλα στα χέρια. Αλλά αυτά ενώ εξασφαλίζουν πως το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν μελαψός νάνος με κατάμαυρη αλογοουρά απέχουν τόσο από την προσωπογραφία σε ηλικία εβδομήντα ετών, όσο και εκείνη η αστραπιαία μονοκοντυλιά με την οποία περιγράφονται δυο περαστικές μέσα στη βροχή επιβάτριες λεωφορείου στη νουβέλα τού 1957, «Πνιν» (Βλαντίμρ Ναμπόκοφ, «Πνιν», Penguin Books, 1957, σ. 88): «Δυο γριές κυρίες τυλιγμένες στα ημιδιαφανή αδιάβροχά τους σαν ακανόνιστοι πατατοβολβοί σε σελοφάν» ή, στο ίδιο βιβλίο, ένας χαρακτήρας ονόματι Αντσάροφ σαν «επαρχιώτης ημιεπαγγελματίας ηθοποιός, που τη φήμη του την αποτελούσαν κυρίως ξεθωριασμένα αποκόμματα εφημερίδων» (ό.π. σ.156). Όμως σε τι θα μου χρησίμευε η φυσιογνωμία; Ακόμα και να μου πρόσφεραν μια φωτογραφία, δεν θα την κοίταζα. Ένα ζωγραφικό πορτρέτο—ίσως, μπορεί. Αφού είχα εγκιβωτισμένο τον άνθρωπο, χρόνος χρειαζόταν και επιμονή. Ο Ναμπόκοφ δεν μπορούσε παρά να αποδειχτεί καλός οδηγός.

(Συνεχίζεται)