Edvard Munch, Εφηβεία, 1894-5 (Λεπτομέρεια)
She’s leaving home bye, bye
10-12-2018

Eγγραφές στο πανεπιστήμιο. Γέμιζε ο τόπος κορίτσια που έμοιαζαν έξω από τα νερά τους. Ήταν οι καινούριες, οι πρωτοετείς. Αλλά έμοιαζαν για αρκετούς ως οι νέες παραλαβές. Δεν χρειαζόταν κοριτσόμετρο και βυθοκόρος βλέμματος για να τις ξεχωρίζεις. Κάποια στιγμή υπήρχε και «τελετή υποδοχής πρωτοετών» από τα κόμματα περισσότερο – δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμη. Κινιόντουσαν ωσάν πυγολαμπίδες σε τοπίο γεμάτο νυχτερίδες. Καμιά φορά, τολμούσαν να μπούνε και στο κυλικείο. Όταν τις συνόδευαν γονείς, τους έπειθαν με τα πολλά να φύγουν.

Αναφέρομαι στα χρόνια μου φυσικά, στα σίξτις, και πολύ λιγότερο σε συλλογή εμπειριών από την όποια πατρική θητεία, ή τις συζητήσεις με άλλους γονείς. Θυμάμαι με ένταση μια παρέα «υποτρόφων», μικτή, που οδηγήθηκε από την Ελλάδα στην Αγγλία με τρένο, για να παρακολουθήσουμε μαθήματα αγγλικών σε ένα ινστιτούτο. Από το πρώτο βράδυ, διασχίζοντας την Γιουγκοσλαβία, στήθηκαν ανάμεσα σε τριάντα  έφηβες και εφήβους, τουλάχιστον δέκα παροδικά φασώματα. Το σύστημα της εναγώνιας αναζήτησης του άλλου φύλου, ενίοτε και του ίδιου φύλου, σε μια ομάδα μακριά από γονείς, τον έλεγχο των γειτόνων και την «αυστηρότητα» των δασκάλων, συνεχίστηκε και στο Λονδίνο. Όλοι καπνίζαμε, πίναμε, φλερτάραμε και ξενυχτούσαμε αγρίως. Θα επιστρέφαμε στις πόλεις μας με τον αέρα του ξενομερίτη, χώνοντας φρασούλες από αξιολύπητα αγγλικούλια στα αξιοδάκρυτα ελληνικά μας, κλέβοντας και ενσωματώνοντας κάθε παράξενο σουσούμι συμπεριφοράς των ατόμων που συναντήσαμε και απλώς κοιτάξαμε στο Ιερό της Κάρναμπι. Χώρια η ενημέρωση για νέους τρόπους φερσίματος, χορών, και άλλων επιδραστικών.

Βέβαια, ήταν χρόνια γενικής έκρηξης των νέων, μόνο που η χώρα την αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό, έως απέχθεια, και από το παράθυρο. Οι εφημερίδες φιλοξενούσαν συχνά τι παθαίνει ο άμοιρος που χορεύει ροκιές και μποστέλα, ειδικά στη σπονδυλική του στήλη και στο άδειασμα του εγκεφάλου του. Ήδη είχαν κουρευτεί γουλί οι πρώτοι τεντυμπόιδες, στα σπιτικά πάρτι υπήρχε αόρατος πόλεμος των καλεσμένων με κάποιον της οικογένειας που άναβε επειγόντως το φως όταν το κλείναμε για να υπάρξει άγγιγμα και χαδάκια στην Τελετή των Μπλουζ. Βιασμοί, ήταν ανύπαρκτοι, αλλά σε άλλες κάμαρες ακούγονταν σημεία και τέρατα. Η αισθηματική αγωγή αυτής της γενιάς, σε γενικές γραμμές ήταν κοινή, και σέβομαι τις εξαιρέσεις. Στα αγόρια έλεγαν πως ο βασικός κίνδυνος ήταν να μη «τους τυλίξουν» και εάν είχαν κάψες, υπάρχουν και τα μπορντέλα. Στα κορίτσια, οι μανάδες έδιναν οδηγίες φρεναρίσματος της λιβιδούς, με την φρούρηση του αδελφού, όπου υπήρχε, και με κοινή σύμπραξη μάνας και κόρης να μη το μάθει ο μπαμπάς και του έρθει ίκτερος.

Το γκάστρωμα και η παρθενία, ήταν η κόλαση και ο παράδεισος αυτής της θεοσοφίας. Οι εκτρώσεις ήταν συχνές, πάντοτε σχεδόν άκρως τραυματικές και τα κορίτσια συχνά τραβούσαν τον γολγοθά, το πολύ με την συνέργεια μιας φίλης. Καθώς αυτά σέρνονταν επί έτη πολλά και τα «ζευγαράκια» πλήθαιναν, οι γκαρσονιέρες κολλητών ήταν ελάχιστες και συνήθως φαβέλες του κερατά, και μόνη ασφαλής κρύπτη για να ξεκινήσει ή εξελιχθεί μια σχέση, ήταν το αυτοκίνητο. Βοηθούσε και το σινεμά που λειτουργούσε ως πρότυπο νέων ιδεών, αλλά και μια δεδομένη  στρατηγική ανάμεσα στις κοπέλες. Ανάλογα με το αίσθημα, παραχωρούσαν δίπλες, πτυχές και περιοχές της γυμνότητός των στους αψίκορους ή δειλούς «σχετίστες» των, με προεξάρχοντα τον «μπατανά» ή άλλες πιο προχωρημένες ενέργειες. Αρκεί η παρθενία να ήταν σεβαστή.

Αυτά, εύκολα βαφτίζονταν «σχέση» ή «αίσθημα», που οδηγούσαν συχνά σε αρρεβώνες ή στον γάμο. Ήδη στα δεκαεννιά, έκανα μπέιμπι σίτινγκ στο μωράκι ενός πρόωρου γάμου δύο φίλων μου, ή έβγαζα βόλτα το μωρό μιας παντρεμένης που έλειπε ο σύζυξ στα καράβια και ένας φίλος είχε αναλάβει την παιδοποιία.

‘Ολα αυτά έδειχναν κωμικοτραγικά όσο χωνόμασταν στην ηθολογία των δεκαετιών που ακολούθησαν. Ωστόσο, η αναζήτηση «θυμάτων», απ΄όσο ξέρω, ντύθηκε άλλα χούγια, πλην παρέμεινε. Αλλά αν δεν άλλαξε κάτι, αυτό ήταν η Τριάς «οικογένεια, διδάσκαλοι, κοινωνία». Αυτοί έπταιγαν όταν ο Έρως αργούσε ή ήταν Παντοκράτωρ.

Στο 2018, αυτά μοιάζουν εκδοχές του παραδοσιακού «τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα» ή τότε που ζούσαμε. Υποθέτω πως οι σχολικές εκδρομές παραμένουν μυήσεις μαθητευομένων με ειδικό πρόγραμμα, κι ας ξεροσταλιάζουν οι καθηγητές σε διαδρόμους ξενοδοχείων.

Κι όταν διάβασα για το φρικτό έγκλημα της Ρόδου, μαθαίνοντας κάποιες πτυχές του βίου των αυτουργών και του θύματος, πέρασα αυτόματα στην ταινία μικρού μήκους που είχε τίτλο «πώς οι γραμμωμένοι βρίσκουν επαφή»: τρεις φιλάρες-κοπρόσκυλα, εντοπίζουν μια πρωτάρα. Την ξεμοναχιάζουν τη μεθάνε, την βιάζουν και την τραβάνε και βίντεο. Αυτή συντρίβεται, θολώνει, ζητά βοήθεια μετά από μια εβδομάδα, που δεν της την δίνουν. Η είδηση στο μεταξύ γίνεται καύχημα, θρύλος και έπος επειδή τα κοπρόσκυλα γαβγίζουν με έπαρση και διαδίδουν το Έπος. Φτάνει στα αυτιά μιας άλλης δυάδας που εντοπίζει την περίπτωση και την γαλιφιάζουν. Θα την σκοτώσουν επειδή τους παίρνει. Επειδή είναι ανέπαφοι με τη ζωή και νομίζουν πως θα τη γλυτάρουν.

Ο κόσμος μας παρέμεινε προφανώς ηδονοβλεπτικός και άηχος, παρά το διαλυτό επίχρισμα στο οποίο μας βουτάνε.

Σ΄αυτόν τον συρμό που μπήκατε, κορίτσια, να μάθετε να μιλάτε. Αμέσως, με θάρρος και παρρησία. Δεν βλέπω άλλη διέξοδο. Μη φορτώνεστε ενοχές και αμαρτίες. Ποτέ. Ποτέ πια.

 

Friday morning at nine o’clock she is far away

Waiting to keep the appointment she made

Meeting a man from the motor trade