Pulp Fiction
17-11-2018

Η δια βίου μάθηση είναι υποτίθεται κάτι σαν το Άγιο Δισκοπότηρο της εκπαίδευσης. Σεντόνια επί σεντονιών έχουν γραφτεί για τις αρετές της. Για το καλό που μπορεί να κάνει αυτή η διαδικασία του να μαθαίνεις διαρκώς καινούργια πράγματα και να αποκτάς νέες δεξιότητες, τόσο σε σένα όσο και στους ανθρώπους που συναναστρέφεσαι. Υποθέτω, γιατί δεν έχω κοιτάξει στατιστικές, ότι πολύ περισσότεροι άνθρωποι ξεκινούν κάποιο τμήμα, ή ένα σεμινάριο, ή τέλος πάντων έρχονται σε επαφή με κάποιο συστηματοποιημένο τρόπο μετάδοσης της γνώσης απ’ ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν. Και γιατί λέω συστηματοποιημένο; Γιατί η γνώση, όσο κι αν δεν αρέσει σε κάποιους ρομαντικούς, είναι σήμερα ιδρυματοποιημένη. Η γνώση, δηλαδή, προσφέρεται κωδικοποιημένη, ή αν θέλετε συσκευασμένη από συγκεκριμένα πρατήρια, πανεπιστημιακά ιδρύματα, και μέσω συγκεκριμένων οδών που έχουν ως στόχο όχι την ποδηγέτηση ή τον ακρωτηριασμό της σκέψης, αλλά τον περιορισμό της. Ναι, σωστά διαβάσατε. Η γνώση που προσφέρεται στα πανεπιστήμια είναι γνώση που έχει περιοριστεί, έχει εξημερωθεί (τουλάχιστον μέχρι τα προ-διδακτορικά) γιατί μόνο ως τέτοια μπορεί ο σπουδαστής να αρχίσει να την προσεγγίζει, και, κυρίως, να αρχίσει να αντιλαμβάνεται το οικοδόμημά της: τι στηρίζεται πάνω σε τι (what hinges on what). Η γνώση χτίζεται σταδιακά γιατί η γνώση έχει κανόνες στατικότητας. Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που ο αυτοδίδακτος, μοναχικός λύκος, δεν θα πάει και πολύ μακριά. Αν κάπου επιζητά η πορεία προς τη γνώση (τουλάχιστον στη Δύση) ένα ψήγμα πίστης αυτό συνίσταται στην πίστη που θα πρέπει να επιδείξει ο μαθητής απέναντι στον δάσκαλο για κάποιους μεθοδολογικούς κυρίως κανόνες. Κανόνες που ο μαθητής, όταν και εφόσον εισέλθει στον χώρο της έρευνας (διδακτορικών σπουδών), θα κληθεί να αμφισβητήσει, να λοιδορήσει, και γιατί όχι να καταρρίψει. Εμμένω λίγο σε αυτή την κωδικοποίηση της γνώσης για λόγους που θα γίνουν ξεκάθαροι προς το τέλος.

Αυτό όμως το κύμα δια βίου μάθησης, που έχει στείλει κόσμο και κοσμάκη στα θρανία, δεν έχει τελικά μόνο θετικά. Αλλά δεν έχει και ακριβώς αρνητικά. Έχει διασκεδαστικά, χαριτωμένα, και ευτράπελα που θα μπορούσαν ίσως κάποιες στιγμές να χρωματιστούν αρνητικά. Η δια βίου μάθηση χαρακτηρίζεται από «παιδικές ασθένειες» που εκδηλώνει κάποιος χάριν και εξαιτίας των νέων αποσκευών που έχει αρχίσει ξαφνικά να κουβαλάει. Γιατί πώς θα ήταν δυνατόν να μαθαίνεις νέα πράγματα, να αποκτάς νέες δεξιότητες, και να μην έχεις ταυτοχρόνως και τη δυνατότητα να σφάλεις με νέους, ευφάνταστους τρόπους; Αλλά ας γίνω πιο συγκεκριμένος. Τι ακριβώς είναι αυτές οι παιδικές ασθένειες; Φανταστείτε έναν μεσήλικα ή έναν τριαντάχρονο που ενώ έχει μπει στην αγορά εργασίας και έχει αρχίσει να αφομοιώνεται σε μια πεζή καθημερινότητα, κάτι τον σπρώχνει ξαφνικά και πάει και εγγράφεται στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο ή πάει και δίνει Πανελλαδικές και μπαίνει σε μια σχολή. Φανταστείτε τις συγκινήσεις κάποιου που μετά από πέντε, δέκα, ή και περισσότερα χρόνια βρίσκεται ξαφνικά ξανά στα θρανία και ανακαλύπτει σιγά σιγά ότι τελικά δεν ήξερε και πολλά πράγματα, και αρχίζει να συνειδητοποιεί επιπλέον ότι μάλλον δεν θα ξέρει, έτσι γενικά και αφηρημένα, και ποτέ πολλά πράγματα αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων θα αποκτήσει γνώσεις για πολύ συγκεκριμένα πεδία που απλώς θα ξεπερνούν τις γνώσεις του μέσου όρου των γνώσεων που έχει ο γενικός πληθυσμός για αυτά τα πεδία. Μην υποτιμάτε καθόλου αυτές τις στιγμές ειδικά αν δεν τις έχετε ζήσει γιατί σε αντίθεση με τη γνώση που αποκτάμε στα μαθητικά και φοιτητικά χρόνια, η γνώση που αποκτάμε σε μεγαλύτερες ηλικίες έχει άλλες χάρες, όχι φυσικά γιατί είναι διαφορετική, αλλά γιατί εμείς είμαστε διαφορετικοί και πιο δεκτικοί στη μάθηση.

Μια από αυτές τις παιδικές ασθένειες της δια βίου μάθησης λοιπόν είναι αυτή που συνοψίζεται γλαφυρά στη γνωστή παροιμία «καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω». Πόσες φορές διαβάζω κείμενα, μέσα από αυτή την υπερπροσφορά κειμένων που φυτρώνουν σαν μανιτάρια στα ηλεκτρονικά μέσα, στα οποία ο συντάκτης τους κάνει ενθουσιώδη χρήση λέξεων και εννοιών που έχει προσφάτως αλιεύσει ως νεόκοπος αλιεύς μαργαριταριών. Τι διασκεδαστικό, και συνάμα διδακτικό (ως παράδειγμα προς αποφυγήν), να περιπλέκεις τα πράγματα, όχι από δόλο αλλά από χαρά και επιθυμία επίδειξης για τα νέα σου αποκτήματα! Με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους, έλεγε ο ποιητής, αλλά αγνοούσε ότι η χαρά αυτή θα έβρισκε τρόπο να εξαργυρωθεί στην επίδειξη. Επίδειξη, που, μέσα από τα φορτωμένα με ψιμύθια κείμενα, συνιστά κάτι σαν την απαραίτητη πλέον σέλφι από τους πρωτοειδωμένους λιμένες—συνιστά το σουβενίρ από το πρόσφατο ταξ(ε)ίδι, ευγενική χορηγία της δια βίου μάθησης.

Αλλά εμφανίζονται και αλλού αυτές οι παιδικές ασθένειες. Τις προάλλες έπεσα πάνω σε μια ανάρτηση συμπαθεστάτης κυρίας που ρωτούσε τους φίλους της, και ζητούσε να της προτείνουν βιβλία που τους άλλαξαν τη ζωή. Τώρα, αυτή είναι μια πολύ σοβαρή ερώτηση. Και είναι σοβαρή όχι για το περιεχόμενό της αλλά για τη φόρμα της. Οι ερωτήσεις που αλιεύουν βιβλία που μας άλλαξαν τη ζωή, μπορεί να μην οδηγούν κάπου per se, αλλά μας λένε πολλά για τον άνθρωπο που διατυπώνει την ερώτηση. Μας λένε πρωτίστως ότι ο άνθρωπος αυτός επιθυμεί να διαβάσει κάτι που κάποιοι άλλοι θεωρούν πολύ σπουδαίο. Τόσο σπουδαίο που σου αλλάζει τη ζωή. Σπόιλερ αλερτ: κανένα ένα βιβλίο δεν σου αλλάζει τη ζωή. Είναι μεγάλη συζήτηση αν και πώς πολλά βιβλία σού αλλάζουν τη ζωή, και αν την αλλάζουν προς το καλύτερο, αλλά δεν είναι της παρούσης. Ο άνθρωπος όμως που διατυπώνει την ερώτηση και ζητά τα φώτα μας έχει κάθε δικαίωμα να το πιστεύει αυτό γιατί είναι και αυτό δόκιμο κομμάτι της πορείας προς μια κάποια γνώση. Και επειδή έχει αυτό το δικαίωμα, είναι υποχρέωση μας, εφόσον διατεινόμεθα ότι έχουμε διαβάσει μερικά βιβλία παραπάνω, να του συντηρούμε την ψευδαίσθηση αυτή γιατί θα πρέπει μόνος του να φτάσει (αν φτάσει) στο συμπέρασμα που εγώ παρουσίασα ως αλήθεια (δεν υπάρχει κανένα ένα βιβλίο που σου αλλάζει τη ζωή). Και τι δεν διάβασα στις προτάσεις των φίλων της! Τι Τρακτάτους, τι Σπινόζα, τι Πλάτωνα. Ο λόγος που επέμεινα στην πρώτη παράγραφο στην κωδικοποίηση της γνώσης έχει να κάνει ακριβώς με αυτό που υπογραμμίζω εδώ. Δεν μπορείς να προτείνεις το επιστέγασμα στη θέση των θεμελίων. Πώς θα προτείνεις σε έναν άνθρωπο που θέλει ένα βιβλίο που θα του αλλάξει τη ζωή, να διαβάσει Πλάτωνα ή Βιτγκενστάιν; Πώς θα προτείνεις ένα φιλοσοφικό κείμενο σε έναν άνθρωπο που θέλει να διαβάσει κάτι και να αλλάξει τη ζωή του; Πού βρίσκεται έστω ένα ψήγμα κατανόησης αυτών που έμαθες και που διατείνεσαι ότι άλλαξαν τη δική σου ζωή για να τα προτείνεις στον άλλο; Και εδώ φυσικά κάποιος ήδη θα έχει σηκώσει το φρύδι του, επειδή, τελικά, αυτά τα κείμενα μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή. Αλλά αυτό, αν συμβεί, θα είναι στο τέλος μιας μακράς πορείας, και θα έρθει περισσότερο ως επιστέγασμα παρά ως συνειδητοποίηση αλλαγής ζωής. Το παράδοξο είναι ότι αυτά τα κείμενα που μπορούν, υπό συνθήκες, να σου αλλάξουν τη ζωή, δεν τα προτείνεις σε έναν άνθρωπο που πηγαία διατυπώνει μια ερώτηση αυτής της κατηγορίας.

Λέει, για να τελειώσω με κάτι ποπ, ο δανδής Τζέικ Γκίτις στο «Τσάιναταουν» του Πολάνσκι στον συνάδελφό του, τον Ουόλς, όταν τον βλέπει κακοντυμένο μπροστά σε πελάτες: «Υπάρχει μια φινέτσα στη δουλειά μας, Ουόλς». Και για να το φέρω στα μέτρα μου: δεν υπάρχει καμιά φινέτσα στο να προτείνεις Βιτγκενστάιν (και δη Τρακτάτους) σε έναν άνθρωπο που θέλει βιβλία που θα του αλλάξουν τη ζωή. Πίσω από την πεποίθηση ότι θα διαβάσεις ένα και δύο και πέντε βιβλία και θα αλλάξει η ζωή σου βρίσκεται η ίδια λογική που λέει ότι η Ελλάδα φυτρώνει πάνω σε τόνους πετρελαίου που κάποιοι συνωμοτούν για να μην το τσεπώσουμε εμείς. Αν υπήρχαν βιβλία που σου άλλαζαν τη ζωή θα τα διαβάζαμε όλοι τσακ μπαμ, και θα αλλάζαμε ζωή. Αλλά δεν υπάρχουν. Απαντώ τροχάδην στο αντεπιχείρημα «και πώς ξέρεις, ρε κοκοβιέ, ότι δεν έχουν αλλάξει ζωή εκατομμύρια άνθρωποι που έχουν διαβάσει τα σωστά βιβλία;» «Το άθροισμα της χρησιμότητας όλων των ανθρωπίνων όντων όλων των εποχών περιλαμβάνεται ολόκληρο στον κόσμο έτσι όπως είναι σήμερα. Κατά συνέπεια: τίποτα το πιο ηθικό από το να είναι κανείς άχρηστος», λέει κάπου ο Κούντερα. Και το συμπέρασμά του είναι βέβαια ειρωνικό. Δεν είναι ηθικό να είσαι άχρηστος, αλλά ο κόσμος όπως είναι σήμερα δεν λειτουργεί και τόσο ιδανικά για πολλούς και διάφορους λόγους. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε ζωή με ένα βιβλίο και έχουμε χρέος να προσπαθούμε να το δείξουμε αυτό. Όχι για να σταματήσουμε να διαβάζουμε και να είμαστε άχρηστοι κοπρίτες, αλλά για να διαβάζουμε αενάως με ταπεινοφροσύνη και συναίσθηση ευθύνης. Αφήστε λοιπόν, οι μορφωμένοι, τον κόσμο να διαβάσει παλπ, και βλέπουμε για τα περαιτέρω.