Tη Δευτέρα του Πάσχα πήγα για καφέ στο λιμάνι της μαρίνας Ζέα.
Δεκάδες άνθρωποι με τα ίδια γυαλιά ρει μπαν, το ίδιο ξεφτισμένο τζιν,το ίδιο καρό πουκάμισο και το κινητό στο χέρι διασκέδαζαν τη μοναδικότητας τους αγναντεύοντας τα κότερα που λαμποκοπούσαν από το ξύσιμο της καρίνας στον ήλιο.
Αγόρια και κορίτσια περίμεναν να βγει ένας ή μία χριστιανή ορθόδοξη ή βουδίστρια ή μουσουλμάνος σιίτης, να φανεί στην πλώρη μπας και τον βγάλει από τη μονοτονία του φρέντο εσπρεσο και του λαικ στο προφίλ του άπιαστου ονείρου. Να απενοχοποιήσει το τοταλ λεοπαρ λουκ και την βότκα για πρωινό ή το ρυζόγαλο με γάλα καρύδας και καστανό ρύζι για βραδινή σαλάτα μαζί με πρωτεϊνούχα ροφήματα. Γιατί βασικά το χρήμα είναι η απελευθέρωση από οτιδήποτε σε καταπιέζει. Ηθικοπλαστικές τσουγκράνες που σκάβουν τις επιθυμίες και το γκελ του καθενός είναι η άδεια τσέπη, η ανασφάλιστη δουλειά, το υπόγειο στην Πατησίων.
Κάτσε στα αυγά σου, είσαι ένα όμοιο μιτοχόνδριο ανάμεσα σε όλα εκείνα του εργοστασίου. Αν έχεις όμως λεφτά, δεν δίνεις λογαριασμό σε κανέναν. Βέβαια, κανείς μπορεί να μη σκεφτόταν όλα αυτά. Σίγουρα όχι το ζευγάρι που γλωσσοφιλιόταν κάτω από τον ήλιο και έμοιαζε σαν ανάσταση μέσα στο καθολικό σφίξιμο των ωοθηκών στα στενά ψηλόμεσα παντελόνια και των όσχεων στα υφασμάτινα τα τσίνο όπως τα θέλει ο ορτέγκα για να τονίζει τους λιπώδεις όγκους μετά τα πασχαλινά τα τραπεζώματα.