Ψάχνοντας θέμα για να γράψω, πέφτω πάνω σε αυτήν την φωτογραφία (της Όλγας Δέικου). Δεν ξέρω τι με κεντρίζει τόσο πολύ. Ίσως η κλίση των ποδιών του άντρα (κάνε κλικ στη φώτο να φανεί ολόκληρη). Μια εκκρεμότητα, ένας μετεωρισμός. Προλαβαίνει να περάσει τον δρόμο χωρίς να τον πατήσουν; Είναι καλοντυμένος, μοιάζει να έχει στυλ. Αλλά δεν παύει να βρέχεται. Είναι εκτεθειμένος στη βροχή. Η βροχή από πάνω, τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία στο βάθος, η τσάντα στον ώμο, κάποια δουλειά που πρέπει ενδεχομένως να προλάβει. Στο τρέξιμο. Τώρα που είναι η παραγωγική η ηλικία. Μετά τα χρόνια θα φύγουν και θα είμαστε στην εποχή του αργά. Τώρα που προλαβαίνει. Τώρα που τον παίρνει. Τώρα που περνάει επαγγελματικά και κοινωνικά η μπογιά του.
Μια στιγμή στο χρόνο. Οι φωτογραφίες δεν χρονογραφούν. Στιγμογραφούν. Την αμέσως επόμενη στιγμή μπορεί η κλίση του σώματός του να έλεγε λιγότερα. Λιγές στιγμές αργότερα, στο απέναντι πεζοδρόμιο, η φωτογραφία θα απαθανάτιζε ένα λιγότερο σημαντικό επίδικο. Όλα τώρα κρίνονται. Καταμεσής του δρόμου. Καταμεσής της βροχής. Το τρέξιμο δεν ξεκίνησε τώρα. Ούτε κι η βροχή. Στην παραγωγική σου ηλικία το τρέξιμο μπορεί να είναι και αδρεναλίνη και η βροχή ατμοσφαιρικό ντεκόρ. Δεν κρατάς ομπρέλα. Δεν την χρειάζεσαι, δεν ήταν στις προτεραιότητές σου. Είσαι ντυμένος με στυλ. Τίποτα δεν μπορεί να σε πτοήσει στα αλήθεια. Όχι σε αυτήν την ηλικία, όχι σε αυτήν την φάση της ζωής σου.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλα θα γίνουν. Αν όχι όλες οι δουλειές, οι περισσότερες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτά που πρέπει να προλάβεις, θα τα προλάβεις. Κι όσα δεν προλάβεις, δεν τα πρόλαβες. Και οι σκοτούρες και τα άγχη παροδικά είναι. Στιγμές στο χρόνο. Θα έρθουν στη θέση τους άλλες σκοτούρες, άλλα άγχη, άλλες στιγμές. Και στην εναλλαγή τους θα κυλάνε και τα χρόνια. Όπως πάντα ανεπαίσθητα. Όπως πάντα μη δεκτικά φωτογράφισης. Δεν μπορείς να απαθανατίσεις τον χρόνο που κυλά. Η ροή δεν χωράει σε κάδρα. Η ροή ρέει.
Πίσω σου ξενοδοχεία. Mέσα τους, εφήμεροι επισκέπτες της πόλης σου. Ή, γιατί όχι, μπορεί να είσαι κι εσύ ένας απ’ αυτούς. Να ήρθες για δουλειές. Συγγνώμη αν ήρθες για αναψυχή, σε φαντάστηκα να δουλεύεις και να τρέχεις. Δική μου είναι η φαντασία, ό,τι θέλω την κάνω. Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει με τη δική του φαντασία, δεν γίνεται αλλιώς, δεν μπορούμε να εισβάλουμε με το ζόρι στην φαντασία των άλλων.
Τώρα που γνωριστήκαμε κάπως, άκου τι άλλο φαντάζομαι. Φαντάζομαι τα πράγματα να πηγαίνουν καλά. Φαντάζομαι να μην τρέχαμε τόσα χρόνια στα τυφλά. Φαντάζομαι να τρέχαμε τελικά πάντα προς τα εκεί που είναι το νόημα. Δεν έχω πιο αγαπημένη λέξη από αυτή: νόημα. Και δεν υπάρχει και λέξη με μεγαλύτερο νόημα από αυτή: αγάπη. Λέξη, θα μου πεις. Έχει όσο βάρος μπορούν να έχουν οι λέξεις. Και ποτέ περισσότερο. Εντάξει, ναι. Και εσύ με λέξεις μου τα είπες αυτά. Όσα είπες έχουν όσο βάρος μπορούν να έχουν οι λέξεις.
Δες όμως, εσύ προέκυψες μέσα από μια εικόνα. Και μας λες τόσα χωρίς να χρειαστεί να πεις ή να γράψεις κάτι. Απλά με το να είσαι στην μέση του δρόμου ένα βροχερό μεσημέρι. Απλά με το να είσαι στην μέση του κάδρου μιας βροχερής φωτογραφίας. Πλαισιώνεσαι από κτίρια δεξιά και αριστερά σου. Η άσφαλτος βρεγμένη, ο ουρανός βαρύς, εσύ έχεις κοντοσταθεί. Καιροφυλακτείς. Ίσως να κρυώνεις και λίγο. Κατά βάθος δεν σε αφορά όλη αυτή η πολυλογία. Θες απλά να περάσεις απέναντι.
Υπάρχει βέβαια και μια πιο τραβηγμένη εκδοχή. Να μην υπάρχεις στα αλήθεια. Ούτε εσύ, oύτε η βροχή, ούτε ο δρόμος, ούτε η πόλη, ούτε η φωτογραφία, ούτε καν αυτό το κείμενο. Υπάρχει και η εκδοχή να είμαστε όνειρα φτιαγμένα από όνειρα. Ακόμα και έτσι όμως φίλε μου, στην πραγματικότητα ή στο όνειρο, αν κάτι απομένει ως ιδανικό είναι το νόημα και η αγάπη.