Λέω στον γιο μου θα γράψω για κάτι που είδαμε μαζί τις προάλλες. «Τι; Για ένα ντοκιμαντέρ για ατζέντηδες αθλητών που είδαμε στην τηλεόραση;». Όχι, του λέω, σταμάτα πια να σκέφτεσαι συνέχεια ατζέντηδες αθλητών, ξέρω ότι είναι πολύ δημοφιλές θέμα για τα παιδιά της ηλικίας σου, αλλά σταμάτα. Ψέματα, δεν του είπα έτσι. Του είπα όμως, να, για αυτό ακριβώς θέλω να γράψω: για το τι θεωρούμε θέαμα και τι όχι. Για αδιευκρίνιστους σε εμένα λόγους, σταματάει εκείνη την ώρα να με ακούει και φεύγει. Όταν γράφεις κείμενα όμως, ποτέ δεν βλέπεις τους αναγνώστες την ώρα που σταματάνε να σε διαβάζουν, και αυτή η απόσταση, αυτή η μη κατά πρόσωπο συνάντηση με την ματαίωση, είναι ένα ακόμη από τα πολλά θετικά της γραφής.
Οπότε προστατευμένος κι ασφαλής συνεχίζω, για να γράψω για αυτό που είχαμε δει μαζί: πουλιά να πετάνε στον ουρανό. Οι σχηματισμοί τους, οι τροχιές τους, ο τρόπος που ανοίγουν και κλείνουν λες και είναι μέλη ενός ενιαίου κορμιού, είναι κάτι που αν ξεχαστείς και το κοιτάξεις, αν ξεχαστείς και αφήσεις την ματιά σου ελάχιστα δευτερόλεπτα παραπάνω, αν δεν πεις «α, πουλιά είναι», κοιτάζοντας αυτόματα κάτι άλλο ή επιστρέφοντας στις σκέψεις σου, δεν μπορεί παρά να σε μαγέψει.
Aπό την άλλη αν πετύχετε κάποιον που κοιτάζει επί ώρα τον ουρανό, δεν θα σπεύσετε να υποπτευθείτε πως είναι κάπως λοξός; Δεν είναι δουλειά των ανθρώπων να κοιτάνε ψηλά -χαμηλά πρέπει να κοιτάνε, άντε μπροστά τους, την οθόνη τους και τα προβλήματά τους. Όχι τον ουρανό. Ο ουρανός είναι για να μας περιβάλλει, όχι για να τον ατενίζουμε ως θέαμα, ούτε για να προβάλλονται επάνω του θεάματα.
Αφού από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας ως θέαμα λογίζεται μόνο εκείνο που επιδέχεται εμπορική εκμετάλλευση (για τα πιο πριν, για την εποχή που ακόμη δεν θυμόμαστε τον εαυτό μας, θέαμα είναι τα πάντα, από τις ρίγες στο μαξιλάρι ως το χρώμα του δέρματος της μαμάς μας), το βλέμμα μας είναι μονίμως απενεργοποιημένο και αποφασίζει να συσταθεί ως βλέμμα αρχίζοντας να κοιτάζει πραγματικά κάτι, μόνο εάν και εφόσον αυτό το κάτι συνοδεύεται από ΙSO θεάματος, εισιτήριο ή διαφημίσεις.
Τα πουλιά δεν έχουν χορηγό. Τα πουλιά πετούν εκτός οικονομίας. Από το πέταγμά τους δεν παράγεται κανένα οικονομικό αποτέλεσμα. Πώς συγχρονίζονται έτσι όλα μαζί; Σε ποια φωνή υπακούν; Είναι μια κοινή φωνή ή μια ξεχωριστή για το καθένα; Είναι πολλά μαζί ως ένα ή το καθένα μόνο του; Κάτι σου λένε τα σμήνη των πουλιών στον ουρανό, κάτι σου δείχνουν οι σχηματισμοί τους: υπάρχει κάτι πέραν από μας, πέραν των φόβων μας, πέραν της μιζέριας μας, πέραν του άγχους της καθημερινότητας, πέραν του διαρκούς κυνηγιού της σκιάς μας.
Είναι δωρεάν αυτό που προσφέρουν. Αρκεί. Περισσεύει. Δεν εκπίπτει. Δεν σχετικοποιείται. Δεν μπορεί να το αναιρέσει τίποτα, δεν μπορεί να το διαβάλλει τίποτα. Δεν θα σου πει κανείς, κοίτα, μην τα βλέπεις έτσι, δεν είναι αυτό που νομίζεις. Δεν θα μάθεις μια μέρα τα κρυφά κίνητρα των πουλιών. Δεν θα ξεγελαστείς. Είναι ό,τι είναι. Αυτό που βλέπεις.
Όπως και να ΄χει, στον ουρανό το θέαμα συνεχίζεται· χωρίς εισιτήριο, χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας, χωρίς καν τον όρο να του προσθέσει αξία η ματιά μας, αφού όσο αταξικά ενώπιον μας διαδραματίζεται, άλλο τόσο κι ατάραχα ερήμην μας. Εκτός κι αν όλος αυτός ο χορός τους γίνεται -κι ας μην το ξέρουν, κι ας το αγνοούν- για το βλέμμα μας. Εκτός κι αν αυτό που προσφέρουν, αυτό που συνιστούν ως αρμονία πετώντας όλα μαζί, χρειάζεται ακριβώς ένα βλέμμα για να νοηματοδοτηθεί.
Η φράση «ψηλά το κεφάλι» είναι από μόνη της λειψή. Άνθρωπο δεν σε κάνει το ψηλά το κεφάλι, αλλά το ψηλά το κεφάλι με το βλέμμα στο rec και την καρδιά στο feel· whatever it is that you may feel. Αρκεί να νιώθεις και να κοιτάς, να κοιτάς και να νιώθεις.
Βέβαια έχω την πολυτέλεια να κοιτάζω στον ουρανό για να εισπράξω αισθητική απόλαυση, επειδή ο ουρανός από πάνω μου και πάνω απ’ το παιδί μου είναι ουρανός καιρού ειρήνης. Λίγο πιο πέρα, στη Συρία και αλλού, στον ουρανό του πολέμου δεν πρωταγωνιστούν πουλιά, αλλά πολεμικά αεροπλάνα και ρουκέτες. Εκεί το θέαμα και χορηγούς έχει από πίσω και οικονομικό αποτέλεσμα παράγει. Οι άνθρωποι -και βασικά οι άντρες άνθρωποι- πάντα είχαν ως αγαπημένο παιχνίδι το έλα να μοιράσουμε την γη, το έλα να παίξουμε πόλεμο για το ένα ή το άλλο κομμάτι της. Και πάντα το έπαιζαν αυτό το παιχνίδι. Οι άνθρωποι πάντα είχαν μια ψύχωση με τα εδάφη της γης. Με τα εδάφη του ουρανού πολύ λιγότερη. Στον ουρανό, αντί να κοιτάζουν τα πουλιά και να νιώθουν ελεύθεροι, τοποθετούσαν θεούς για να νιώθουν φόβο. Και τους έκαναν κομμάτι της ψύχωσής τους, άλλοτε πολεμώντας για αυτούς, άλλοτε πολεμώντας έχοντας τον ίδιο θεό με τον εχθρό τους, τον εχθρό που απλά άνηκε σε άλλο σμήνος. Εν πάση περιπτώσει κανείς δεν θα σε υποπτευθεί για λοξό αν μπεις σε πόλεμο για να σκοτώσεις και να σκοτωθείς. Δεν είναι σαν να κοιτάς για ώρα τον ουρανό, είναι κάτι νορμάλ.