Στη σειρά ντοκιμαντέρ “Τhe Staircase” παρακολουθούμε την καταγραφή της δίκης του συγγραφέα Μάικλ Πίτερσον, ο οποίος ένα βράδυ του 2001 κάλεσε πανικόβλητος την αστυνομία λέγοντας ότι η γυναίκα του Καθλίν έπεσε από τις σκάλες του σπιτιού τους. Όταν έφτασαν οι αστυνομικοί είδαν να υπάρχει αίμα παντού στους τοίχους και υποπτεύθηκαν αμέσως ότι το θύμα κάτι άλλο έπαθε και δεν έπεσε. Η ιατροδικαστική έρευνα έδειξε πολλαπλά χτυπήματα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και ο Πίτερσον κατηγορήθηκε για τη δολοφονία της συζύγου του. Ενώ η ποινική δίωξη έχει ήδη ασκηθεί, οι Αρχές πληροφορούνται ότι το 1985, δεκαέξι χρόνια πριν, μια ακόμη γυναίκα που συνδεόταν με τον Πίτερσον είχε βρεθεί νεκρή στο τέλος της σκάλας του σπιτιού της. Η γυναίκα ήταν στενή φίλη του ζεύγους Πίτερσον κι ο Πίτερσον ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που την είχε δει την προηγούμενη ημέρα. Μολονότι και εκεί το αίμα ήταν σπαρμένο στους τοίχους, δεν θεωρήθηκε ότι υπήρχε κάτι ύποπτο και ο δικός της θάνατος αποδόθηκε σε ατύχημα.
Ο Πίτερσον και η Καθλίν υιοθέτησαν τα δύο πολύ μικρής ακόμη ηλικίας κορίτσια της γυναίκας εκείνης και σχημάτισαν μια οικογένεια που αποτελούνταν από αυτά τα δύο παιδιά, ένα δικό της παιδί από πρώτο της γάμο και δύο δικά του από πρώτο του γάμο. Όταν πρωτοανακοινώνεται η κατηγορία, όλη η οικογένεια είναι με το πλευρό του Πίτερσον. Όταν όμως ο εισαγγελέας φέρνει στο φως στοιχεία, οι αδελφές της Καθλίν μαζί με την φυσική της κόρη στρέφονται εναντίον του. Στο πλευρό του μέχρι το τέλος μένουν οι δυο φυσικοί του γιοι και οι δυο άλλες θετές του κόρες.
Οι δυο θετές κόρες είναι μάλιστα και από τις πιο ένθερμες υποστηρίκτριες της αθωότητάς του. Θεωρούν ότι ο θετός τους πατέρας, ο πατέρας τους, δεν είχε καμία ανάμιξη. Βρίσκονται στην αρκετά σπάνια θέση να έχουν χάσει τόσο την φυσική μητέρα τους όσο και την θετή που τους μεγάλωσε από πτώση σε σκάλα. Αν αληθεύουν οι επίσημες κατηγορίες για την δεύτερη υπόθεση και οι υποψίες για την πρώτη, ο πατέρας τους έχει δολοφονήσει όχι μία, αλλά δύο μητέρες τους. Κι αυτές σπαράζουν για το άδικο που υφίσταται ο πατέρας τους, δεν αντέχουν να ακούν ότι είναι δολοφόνος.
Σε μια σκηνή του ντοκιμαντέρ, τα δύο κορίτσια είναι με μια φίλη τους, η οποία δεν θα το πει ποτέ με αυτές τις λέξεις, αλλά εμμέσως πλην σαφώς είναι σαν να τις ρωτάει: «Καλά δεν σας ψυλλιάζει εσάς τίποτα, είναι δυνατόν να μην σας ταράζουν οι τόσες συμπτώσεις, είναι δυνατόν να μην πηγαίνει ο νους σας στο κακό;»
Το ερώτημα λοιπόν που μου γεννάται είναι το εξής: πώς πρέπει να φωτίσουμε εμείς μια τέτοια στάση; Σκέφτομαι πως όταν εμμένουν ακλόνητες υπερασπιζόμενες την αθωότητα του πατέρα τους, ουσιαστικά υπερασπίζονται τη δική τους αθωότητα. Όταν λένε «Είναι αθώος» ουσιαστικά εννοούν ότι «Είμαστε αθώες και θα παραμείνουμε αθώες». Η αθωότητα είναι μια στάση ζωής, η αθωότητα είναι μια επιλογή. Το να μην πηγαίνει ο νους σου στο κακό μπορεί να είναι μια απόφαση ζωής: εγώ επιλέγω το μυαλό μου να μην πηγαίνει εκεί.
Γιατί να το δούμε άραγε αυτό με συγκατάβαση; Γιατί να το δούμε με ειρωνεία ή θυμό; Γιατί να ταυτίζουμε ντε και καλά σε αυτές τις περιπτώσεις την αθωότητα με την αφέλεια; Γιατί να βαφτίζουμε ντε και καλά σε αυτές τις περιπτώσεις την αθωότητα άρνηση; Γιατί να μην την βαφτίσουμε κατάφαση;
Είτε ο Πίτερσον σκότωσε και την φυσική τους μητέρα και την μητέρα με την οποία μεγάλωσαν είτε όχι, οι κόρες τους επιλέγουν να μην πιστέψουν ότι μεγάλωσαν με ένα τέρας. Οι κόρες του επιλέγουν να πιστέψουν ότι μεγάλωσαν με έναν υπέροχο άνθρωπο που δεν θα έκανε ποτέ τέτοια αποτρόπαια εγκλήματα. Με την πεποίθησή τους αυτή, όπως και αν την ονοματίσει κανείς, κατορθώνουν να διασώσουν ένα μεγάλο μέρος από το παρελθόν τους, την ιστορία τους, τον κόσμο στον οποίο ζουν. Επιλέγοντας να μείνουν οι ίδιες αθώες, μένουν εν τέλει απρόσβλητες από την θηριωδία και το κακό. Επιλέγοντας την αθωότητα του πατέρα τους δεν καθιστούν τον κόσμο κατά τι πιο ηλίθιο, τον καθιστούν κατά τι πιο καλό.
Μπορεί όσοι πονηρεύονται να είναι συνήθως πιο κοντά στην αλήθεια των πραγμάτων. Μπορεί όσοι είναι καχύποπτοι για τις προθέσεις και τις συμπεριφορές των ανθρώπων να έχουν πάρα πολύ συχνά δίκιο. Μπορεί όλοι αυτοί να διαψεύδονται πολύ πιο σπάνια, να νιώθουν ότι τους κορόιδεψαν πολύ πιο σπάνια. Αλλά εν τέλει ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε δεν είναι ο κόσμος που ορίζεται από το πόσο σκοτεινά σκέφτεται ο άλλος, αλλά από το πόσο σκοτεινά σκεφτόμαστε εμείς. Λένε ως μομφή για κάποιους το ότι ζουν σε συννεφάκια. Αλλά γιατί άραγε να είναι κουτή επιλογή ζωής να ζεις σε συννεφάκια και να βλέπεις τον κόσμο καλύτερο από ό,τι είναι; Όταν βλέπεις τον κόσμο καλύτερο από ό,τι είναι, ταυτόχρονα ζεις και σε έναν κόσμο καλύτερο από ό,τι είναι.
Ακόμη κι αν σκότωσε τις δυο μανάδες τους, ο Μάικλ Πίτερσον μεγάλωσε δυο κορίτσια που επέλεξαν να ζήσουν στην κατάφαση της αγάπης. Ας του πιστωθεί τουλάχιστον αυτό του γαμιόλη.