Ο μόνος μονόδρομος είναι αυτός που διασχίζει τα στενά δρομάκια των νεκροταφείων, όταν το φρεσκοπεθαμένο σώμα σου, καλοντυμένο και ξαπλωμένο ανάσκελα στο μαύρο του κουτί, μεταφέρεται από επαγγελματίες του χώρου ως μέρος της καθημερινής τους ρουτίνας, ενώ πίσω τους ακολουθούν σαφώς λιγότερο αδιάφορα οι τεθλιμμένοι συγγενείς, οι γνωστοί κι οι φίλοι, κρατώντας όταν βρέχει ομπρέλες, αλλά όχι ομοιόμορφα μαύρες σαν σε ταινία του Αγγελόπουλου ή του Σαμ Μέντες, ομπρέλες όλων των χρωμάτων και των παραλλαγών, αφού η αισθητική αρτιότητα είναι για τις τέχνες κι όχι για τη ζωή, ομπρέλες πάντως που γεμίζουν για λίγο τον ορίζοντα πάνω απ’ τα στενά δρομάκια σε αυτήν την τελευταία διαδρομή, σε αυτόν τον μόνο μονόδρομο.
Όλοι οι άλλοι δρόμοι δηλαδή, είναι εντελώς ανοικτοί; Προφανώς και όχι, προφανώς και η δυνατότητα αυτοκαθορισμού της διαδρομής μας έχει ένα όριο. Συγκαθορίζεται η διαδρομή από τα πότε, τα που και κυρίως τα πώς θα μεγαλώσουμε. Τον εαυτό που σχηματίζουμε δεν τον σχηματίζουμε σε κενό αέρα, τον σχηματίζουμε σε άμεση συνάρτηση με τα πότε, τα που και τα πώς – κυρίως τα πώς. Η ελευθερία κίνησής μας κι επιλογής των διαδρομών μας δεν είναι απόλυτη, η τράπουλα μας είναι σε ένα βαθμό σημαδεμένη. Αλλά η ελευθερία κίνησής μας κι επιλογής των διαδρομών μας είναι υπαρκτή και κανένα σημάδι καμιάς τράπουλας δεν μπορεί να την αναιρέσει. Ακόμη κι αν δεν μπορούμε να πάμε παντού, πάντως μπορούμε να πάμε εδώ, ή να πάμε εκεί, ή να πάμε παραπέρα, ή να πάμε πιο πέρα απ’ το παραπέρα.
Γνωρίζουμε -ή νομίζουμε ότι γνωρίζουμε- τη διαδρομή από τις παλιότερες εκδοχές του εαυτού μας ως την τωρινή. Αγνοούμε -ή νομίζουμε ότι αγνοούμε- τη διαδρομή από την τωρινή εκδοχή του εαυτού μας ως την επόμενη. Ο εαυτός μας πάντως είναι πάντα μια διαδρομή, ο εαυτός μας πάντως είναι πάντα μια κίνηση, ο εαυτός μας πάντως δεν είναι ούτε οριστική εγκατάσταση ούτε ακινησία, γιατί όσο κι αν θεωρούμε ότι δεν μετακινούμαστε – μετακινούμαστε, κι όσο κι αν θεωρούμε ότι δεν αλλάζουμε – αλλάζουμε.
Σε κάθε νεότερη εκδοχή του εαυτού μας, χαρακτηριστικά από τις προηγούμενες που παραμένουν ακλόνητα ή που επιμένουν μεταλλαγμένα. Σε κάθε νεότερη εκδοχή του εαυτού μας, νέα χαρακτηριστικά που υπήρχαν εν υπνώσει στις προηγούμενες και που τώρα ήρθε η ώρα να βρουν τον χώρο να εκδηλωθούν.
Ένα πάντως είναι σίγουρο: όσο κι αν νομίζουμε ότι ξέρουμε τι είμαστε, το τι είμαστε δεν δοκιμάζεται σε κανέναν δοκιμαστικό σωλήνα, σε κανένα θεωρητικό σχήμα, σε καμιά ψυχική σέλφι που έχουμε ανεβάσει στον τοίχο της και καλά προσωπικής μας αυτογνωσίας. Ξέρουμε πάντως ποια θα είναι η τελική διαδρομή μας, ξέρουμε πάντως ότι είμαστε θνητοί, ξέρουμε πάντως ότι έχουμε ημερομηνία που το προϊόν μας λήγει. Αυτή τη σέλφι της θνητότητας μπορούμε να την αναρτούμε εγκύρως.
Και είναι ίσως χαζό, είναι ίσως το πιο χαζό απ’ όλα, να είμαστε σαν μισοζώντανοι μες τη ζωή, είναι ίσως χαζό, είναι ίσως το πιο χαζό απ΄όλα, να μη ζήσουμε αχόρταγα, να μη ζούμε σαν να μην προλαβαίνουμε να γευτούμε όσα θα θέλαμε, είναι ίσως χαζό, είναι ίσως το πιο χαζό απ’ όλα να ξεχνάμε τον μόνο μας μονόδρομο και να κολλάμε εν ζωή δίπλα του άλλους, λιγότερο ή περισσότερο τεχνητούς και κατασκευασμένους.
Συζητάμε διαρκώς για τα πρέπει και τα θέλω. Η θνητότητα όμως και το πεπερασμένο της ζωής μας δεν είναι ούτε πρέπει ούτε θέλω· απλά είναι, απλά υπάρχουν, πέρα από πρέπει και θέλω, πέρα από σωστό και λάθος, πέρα από το εγώ και οι άλλοι, πέρα από ηθικές, αξίες κι ηθικές αξίες.
Τα φώτα μας ήταν πάντα πάνω μας. Το φόκους μας ήταν πάντα πάνω μας. Αλλά το αλλιώς ποιο είναι; Αν υπάρχει ένας δρόμος προς την ζωή, αν υπάρχει ένας δρόμος που σε παραδίδει στην τελευταία σου διαδρομή όταν έρθει η ώρα της χορτάτο, ικανοποιημένο και πλήρη, είναι ο δρόμος που το εγώ κυριαρχεί. Μα τι σόι εγωκεντρικός ηδονισμός είναι αυτός που πλασάρεται έτσι; Μα πόσο άρρωστη οπτική είναι αυτή; Μα πόσο θλιβερή; Μα πόσο πλήρης έλλειψη ενσυναίσθησης, ταπείνωσης, επικοινωνίας με τον Άλλο, αγάπης; Μα πώς μπορεί να είναι κανείς πλήρης και εντάξει με τον εαυτό του, αν δεν ενσωματώνει στα θέλω του και στη δίψα του για ζωή, αυτό που τον ξεπερνά, αυτό που βρίσκεται έξω από το Εγώ του, αν δεν πει ότι ο κόσμος δεν αρχίζει και δεν τελειώνει με μένα, αν δεν πει ότι οφείλω να σκεφτώ και τους άλλους, οφείλω να μην βάλω τα δικά μου θέλω πάνω απ’ τα θέλω των άλλων, ή ακόμη πιο εξιδανικευμένα, οφείλω να καταλάβω πως δυστυχία είναι να αδυνατείς να εισπράξεις την αγάπη που σου δίνεται και να θεωρείς πως ευτυχία είναι οτιδήποτε άλλο;
Όλοι έχουν ένα προσπέκτους ευτυχίας να σου μοιράσουν. Και ακόμη και αν φαίνεται ότι έχουν διαμετρικά αντίθετες απόψεις να υπερασπιστούν, στο τέλος συγκλίνουν στην άποψη ότι αν ακολουθήσεις το δικό τους μάνιουαλ θα είσαι ευτυχισμένος κι εσύ και όλοι γύρω σου. Βλακείες βέβαια. Βλακείες. Μερικούς δρόμους τους παίρνουμε όχι με το πόδι, αλλά με οδοστρωτήρα. Άλλοτε είμαστε στο τιμόνι, άλλοτε είμαστε μπροστά στον οδοστρωτήρα. Δεν είναι ότι δεν θέλουμε να είμαστε καλοί κι ωραίοι τύποι. Ποιος δεν το θέλει αυτό, ποιος δεν το θέλησε ποτέ αυτό; Είναι ότι προτιμήσαμε να μην πεθάνουμε δειλοί, είναι ότι προτιμήσαμε να μην πεθάνουμε άζηστοι, είναι ότι είπαμε ξέρω ότι θα πεθάνω, θέλω να έχω ζήσει πριν συμβεί αυτό.