«Πού πήγαν τα παιδιά; Πώς η οικονομική κρίση στην Ελλάδα οδήγησε σε μια χρεοκοπία γεννήσεων». Αυτός είναι ο τίτλος του άρθρου που δημοσιεύτηκε στην Washington Post την 1η του μήνα. Αποσπάσματά του αναδημοσιεύτηκαν και στο Πρώτο Θέμα της Κυριακής. Παραθέτω, τροχάδην, μερικά στοιχεία. Η κρίση είχε ως αποτέλεσμα, το 2017, να στεκόμαστε απέναντι στη μικρότερη γενιά στη μεταπολεμική Ελλάδα. Από τις 117.933 γεννήσεις του 2009, φτάσαμε το 2017 στις 88.553. Παρατηρώντας το διάγραμμα (βλ. φωτό) βλέπει κανείς ότι από τις 200.000 γεννήσεις ανά έτος, για το διάστημα λίγο πριν το 1940, και τη σχετική σταθεροποίηση γύρω από τις 150.000 για ένα διάστημα σχεδόν 30ετών, αρχίζει, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μια σταθερή πτώση που μας βγάζει, τα χρόνια της κρίσης, στα πέριξ των 100.000 γεννήσεων.

Είναι εδραιωμένη η αντιστρόφως ανάλογη συσχέτιση εισοδήματος και γεννήσεων. Όσο το εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο σκαρφαλώνουν σε υψηλότερα επίπεδα, τόσο ο αριθμός των γεννήσεων παίρνει την κατιούσα. Το γεγονός ότι, μετά από τόσα χρόνια κρίσης, και με μείωση του ΑΕΠ που φτάνει περίπου το 25% από το 2009, παραμένουμε σε χαμηλά νούμερα γεννήσεων ενέχει, ίσως, από μια άποψη, κάτι ενθαρρυντικό. Σημαίνει ότι το επίπεδο διαβίωσης επ’ ουδενί δεν πλησιάζει το επίπεδο χωρών που χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά υψηλούς δείκτες γεννητικότητας και πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα. Δηλαδή η κατακόρυφη μείωση εισοδημάτων επ’ ουδενί δεν συνεπάγεται μια αύξηση των γεννήσεων. Τώρα, αυτό μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: α) η μείωση είναι παροδική και θα επιστρέψουμε στα προ κρίσης επίπεδα λίαν συντόμως (σενάριο που οι ειδικοί δεν το θεωρούν ιδιαιτέρως πιθανό), ή, β) κάποια στιγμή θα παρατηρήσουμε αύξηση των γεννήσεων γιατί οι γενιές που θα ακολουθήσουν θα αρχίσουν να επιδεικνύουν χαρακτηριστικά που θα συνάδουν περισσότερο με αυτά των χωρών που βρίσκονται μακριά από τα πρότυπα (και τις στατιστικές κανονικότητες) της δύσης (δεν υπαινίσσομαι ότι θα πλησιάσουμε στην εξαθλίωση τριτοκοσμικών χωρών για να φτάσουμε να δούμε αύξηση στις γεννήσεις).
Μου τράβηξε την προσοχή το παράδειγμα της δασκάλας που αναφέρεται στο άρθρο της Washington Post. Η 33χρονη Μαρία Μπέρσου, που ζει στα Ιωάννινα και εργάζεται ως δασκάλα στο Καλπάκι δηλώνει: «Δεν καταφέρνω να αποταμιεύσω χρήματα». Λέει επίσης ότι ακόμη δεν έχει αισθανθεί τη σταθερότητα που θα της επέτρεπε να κάνει παιδιά, παρότι το θέλει απελπισμένα («something she said she badly wants» είναι η ακριβής φράση στο πρωτότυπο). Στο άρθρο αναφέρεται και το ετήσιο εισόδημά της (18.000 ευρώ), καθώς επίσης και το ότι οι γονείς της τη βοηθούν με τις δόσεις του αυτοκινήτου και τους λογαριασμούς τού τηλεφώνου της. Χωρίς να θέλω να υποστηρίξω ότι η Μπέρσου βιώνει με κάποιο τρόπο κάτι που να μοιάζει με τη μεγάλη ζωή, ειλικρινά, δεν βλέπω τους οικονομικούς λόγους που δεν της επιτρέπουν να αποκτήσει παιδί, ειδικά, και το τονίζω αυτό, εφόσον το θέλει όσο απελπισμένα δηλώνει ότι το θέλει.
Είναι η Μπέρσου καλομαθημένη; Η 33χρονη, που ήταν 25 ετών όταν ξεκίνησε η κρίση, και πέρασε εφηβεία, ενηλικίωση, και τα φοιτητικά της χρόνια στα ’00, είναι πολύ πιθανό, σήμερα, να βλέπει το ποτήρι μισοάδειο. Ανήκει στη γενιά που είχε όλα τα εχέγγυα για να προσπαθήσει να κάνει καριέρα, και γιατί όχι, όταν με το καλό χτυπούσαν οι καμπάνες της εκκλησίας και τα βιολογικά καμπανάκια, να αποκτήσει και παιδιά. Θα ήθελα να προτείνω ένα νοητικό πείραμα. Ας υποθέσουμε ότι η Μπέρσου, και η κάθε Μπέρσου, έπαιρνε σήμερα μια αλλόκοτη εξαίρεση από τους νόμους της φυσικής και μπορούσε να περιμένει για δύο δεκαετίες, χωρίς καμιά επίπτωση στο αναπαραγωγικό της οπλοστάσιο, την κατάλληλη στιγμή για να κάνει παιδί. Σε ποια από τις δύο παρακάτω περιπτώσεις θα ερχόταν, νομίζετε, συντομότερα η ώρα η καλή; Στην περίπτωση που η κρίση έφτανε να αποτελεί ένα κακό όνειρο και η ανάπτυξη έκανε, σταδιακά ή ξαφνικά, την εμφάνισή της με αποτέλεσμα η ζωή της Μπέρσου να αρχίσει να χρωματίζεται και πάλι με τα ρόδινα χρώματα της εφηβείας και των φοιτητικών της χρόνων, ή, στην περίπτωση που το βιοτικό επίπεδο και τα εισοδήματά μας μειώνονταν κι άλλο; Αν τα στοιχεία που διαθέτουμε από το παρελθόν αποτελούν κάποια εγγύηση για το τι θα γίνει στο μέλλον, αν δηλαδή ισχύει πράγματι ο αντιστρόφως ανάλογος συσχετισμός εισοδημάτων – γεννήσεων, πεποίθησή μου είναι ότι η Μπέρσου και πάλι δεν θα έκανε παιδί όταν οι οικονομικές συνθήκες θα ήταν καλύτερες, γιατί οι ορίζοντές της θα φάνταζαν τώρα ανοιχτοί και το μέλλον της λαμπρό. Και όπως φυσικά θα είχαν αυξηθεί τα εισοδήματά της, έτσι θα είχαν μετακινηθεί προς τα πάνω οι προσδοκίες και οι εκτιμήσεις της για το τι θα θεωρούσε τώρα ασφαλές και πόσα περισσότερα θα μπορούσε να καταφέρει πριν επωμισθεί την ευθύνη της μητρότητας (ας μην ξεχνάμε ότι το νοητικό πείραμα της έχει χαρίσει μια πολυτέλεια χρόνου που οι κοινοί θνητοί δεν έχουν). Στη δεύτερη περίπτωση όμως, κάποια στιγμή, εφόσον οι συνθήκες της ζωής γίνονταν χειρότερες, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θα προχωρούσε στην τεκνοποίηση.
Σκοπός του πειράματος είναι να υπογραμμίσει πόσο δύσκολο είναι να μεταβληθούν οι πεποιθήσεις με τις οποίες έχουμε γαλουχηθεί όταν ανακύψουν νέα δεδομένα. Η γενιά της Μπέρσου χάνει την ευκαιρία να κάνει παιδί γιατί έχει βιώσει μια κατάρρευσή τόσο εισοδημάτων όσο και προσδοκιών. Η αναστολή των νόμων της φυσικής, που της προσφέρει το πείραμα, όσο σχηματικό κι αν είναι, και όσο κι αν αγνοεί μυριάδες παραμέτρους που θα μπορούσαν να αλλάξουν το αποτέλεσμα που προδικάζω, το δώρο αυτό του επιπλέον χρόνου, εγγυάται κάτι κομβικό που η πραγματική Μπέρσου δυστυχώς δεν έχει. Γιατί δεν εγγυάται μόνο τη βιολογική ικανότητά της να τεκνοποιήσει, αλλά, κυρίως, και αυτό είναι το σημαντικό, της προσφέρει τη δυνατότητα να προσαρμοστεί, με τους δικούς της ρυθμούς, στο νέο αξιακό σύστημα που βασανιστικά αργά θα αναδυθεί μέσα από τις νέες συνθήκες διαβίωσης που θα έχουν διαμορφωθεί μετά από μια παρατεταμένη (ας πούμε επιπλέον 10 χρόνια) “κρίση”. Και γράφω “κρίση” και όχι κρίση γιατί δεν θα βιώνεται το σκηνικό αυτό πια ως κρίση, αλλά ως καθημερινότητα.
Αυτό που στερεί από την Μπέρσου τη χαρά της τεκνοποίησης σήμερα δεν είναι οι οικονομικές συνθήκες της ζωής της, αλλά η διάψευση και εξαΰλωση των προσδοκιών της. Η Μπέρσου, και βάζω βέβαια και τον εαυτό μου στη θέση της, δεν έχει ακόμη αποποιηθεί αυτό που νόμιζε ότι θα γινόταν όταν ήταν νεότερη, στα χρόνια προ κρίσης. Αυτό που δεν έχουμε ακόμη δεχτεί, ενώ έχουμε ομολογουμένως δεχτεί πολλά, είναι την ολική διαγραφή του τι θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει αν δεν είχε σκάσει η κρίση. Γιατί αν το κοιτάξουμε λίγο διαφορετικά, η ζωή της Μπέρσου (και η ζωή των περισσότερων από εμάς), είναι, για παράδειγμα, πολύ πιο σταθερή από τη ζωή κάποιου τσιγγάνου που μπορεί να διαμένει στα πέριξ των Ιωαννίνων και να έχει στην ηλικία της τέσσερα παιδιά. Όποιος τσινάει με την αναφορά σε αθίγγανους, με το πείραμα, και τον τρόπο διατύπωσης του συλλογισμού μου ας αναλογιστεί ότι αυτά που νόμιζε ότι θα μπορούσε να επιτύχει αν η κρίση δεν είχε ξεσπάσει ανήκουν ολοκληρωτικά στη σφαίρα της φαντασίας. Και δεν ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας μόνο σήμερα, μεσούσης της κρίσης, αλλά ανήκαν και τότε, προ κρίσης, στη σφαίρα της φαντασίας. Δεν υπάρχει καμία απολύτως εγγύηση ότι θα είχαμε καταφέρει αυτά που πιστεύαμε ότι θα καταφέρουμε πριν την κρίση, αν δεν είχε ξεκινήσει η κρίση. Εμείς όμως, συνεχίζουμε, υποσυνείδητα, να εξισώνουμε αυτά που θα καταφέρναμε τότε (other things being equal, ceteris paribus, εφόσον τα υπόλοιπα στοιχεία παραμένουν αμετάβλητα) με αυτά που μπορούμε να καταφέρουμε σήμερα, μετά από μια δραματική οκταετία. Η σύγκριση είναι φυσικά αποκαρδιωτική και ισοπεδωτική. Και είναι έτσι γιατί αυτό το «other things being equal» έχει την ιδιότητα να υποβιβάζει, κάθε φορά, σε κατηγορία υποσημείωσης απροσμέτρητες ποσότητες φυσικής και μεταφυσικής ενέργειας για να προσφέρει στον φαντασιοκόπο του καναπέ το ζητούμενό του. Παρόλα αυτά, εμείς, το αγοράζουμε αυτοστιγμεί, και σχεδιάζουμε τις ζωές μας κάτω από τη σκιά του.
Πεποίθησή μου είναι ότι το σύστημα θα βρει κάπου αλλού ισορροπία. Όποιος θα ήθελε να κάνει παιδιά προ κρίσης, θα θελήσει και τώρα. Η κρίση, όσο κι αν φαντάζει ακραία, δεν είναι ο βασικός λόγος που αποφεύγει κάποιος να κάνει παιδιά.