Ιδιοκτήτης μαγαζιού τσακίζει στο ξύλο ντελιβερά εργαζόμενό του με σιδερογροθιά. Και η αναλογία με το έγκλημα στη Ρόδο φωνάζει: τα όρια του βιασμού (τα όρια της σιωπής των θυμάτων, τα όρια των στραβών ματιών της κοινωνίας και της κατανόησης των θεσμών, τα όρια του έλα να δούμε την μεγαλύτερη εικόνα και την εικόνα κι από την πλευρά του θύτη, τα όρια της κανονικότητας) που σπάνε και περνάμε στη δολοφονία – τα όρια της εργοδοτικής εκμετάλλευσης (τα όρια της σιωπής των εργαζομένων, τα όρια των στραβών ματιών της κοινωνίας και της κατανόησης των θεσμών, τα όρια του έλα να δούμε την μεγαλύτερη εικόνα και την εικόνα κι από την πλευρά του εργοδότη και της λειτουργίας της οικονομίας, τα όρια της κανονικότητας) που σπάνε και περνάμε στο άγριο ξύλο.
Είπαμε να την κανονίσουν, αλλά όχι κι έτσι.
Είπαμε να τον πιέσει ως αφεντικό, αλλά όχι κι έτσι.
Αλλά, αν δεν υπήρχε η τυπικά παράνομη, στην πράξη όμως ημινομιμοποιημένη, εξουσία του «έτσι», και η μετάβαση στην εξουσία του «όχι κι έτσι» θα γινόταν δυσκολότερα. Κι ενώ απόλυτα εύλογα μας σκανδαλίζουν οι περιπτώσεις του «όχι κι έτσι», η ποινική τους διάσταση είναι τόσο προφανής, που θα έπρεπε πολιτικά να μας απασχολήσει λίγο περισσότερο το πώς στην πράξη αποποινικοποιείται και αποσιωπάται το ευρέως διαδεδομένο «έτσι».