Ο γιος μου μπήκε στην ηλικία που αντιγράφει πανηγυρισμούς παικτών, κάνοντας μόνος του στο σπίτι ή έξω τις μικρές σύντομες χορογραφίες τους. Αν είναι σαν τον πατέρα του, το χούι θα κρατήσει για χρόνια. Αν κι εγώ πανηγύριζα με λιγότερη ποικιλία και πιο μονοδιάστατα, εξαντλώντας σχεδόν το τελετουργικό στην μίμηση του πανηγυρισμού του Δημήτρη Σαραβάκου.
Το να έχεις σχεδιάσει ως ποδοσφαιριστής εκ των προτέρων έναν τύπο πανηγυρισμού (ο οποίος βέβαια μπορεί να αλλάζει από καιρό σε καιρό) είναι κι αυτό ένα είδος υπογραφής. Δεν αναιρεί το αυθόρμητο του ενθουσιασμού σου τη στιγμή της επίτευξης του γκολ, απλά έχει προσχεδιάσει τον τρόπο με τον οποίο θα εκδηλωθεί.
Υπάρχουν όμως κάποια ελάχιστα γκολ που όταν τα πετυχαίνεις, το πρώτο συναίσθημα που σε καταλαμβάνει δεν είναι ο ενθουσιασμός, δεν είναι η άγρια χαρά, δεν είναι η λύτρωση.
Υπάρχουν κάποια ελάχιστα γκολ που όταν τα πετυχαίνεις, η πληροφορία που φτάνει στον εγκέφαλό σου παραείναι καίρια για να μπορέσει άμεσα να αποκωδικοποιηθεί ώστε να την μεταφράσεις σε πανηγύρια.
Υπάρχουν κάποια ελάχιστα γκολ που όταν τα πετυχαίνεις, δεν είσαι μόνο ο αυτουργός και ο πρωταγωνιστής της στιγμής, είσαι ταυτόχρονα κι ένας ακόμη θεατής και μάρτυράς της. Βρίσκεσαι μέσα στο γήπεδο και ταυτόχρονα βρίσκεσαι κάπου στην εξέδρα, ή κάπου μπροστά σε μια τηλεόραση, ή πάντως κάπου που εποπτεύεις εσένα τον ίδιο που έχει μόλις σκοράρει.
Να έχει μόλις μπει ένα γκολ που στέλνει την πολύ μικρή χώρα σου σε τελικό μουντιάλ. Και να το έχεις βάλει εσύ αυτό το γκολ.
Οπότε, όταν ο Μάντζουκιτς κάνει το 2-1, τα πρώτα έξι – επτά δευτερόλεπτα απλά τρέχει, προσπαθώντας να αφομοιώσει αυτό που έχει μόλις συμβεί. Στο πρόσωπό του είναι ζωγραφισμένο ένα δέος που γειτνιάζει με τον τρόμο. Τρέχει σχεδόν τρομαγμένος από την συνειδητοποίηση του ρόλου που του επεφύλασσε η ζωή.
Δεν περίμενε ποτέ ότι θα ζήσει κάτι τέτοιο. Κι όμως το ζει.