Δεν ήξερα πως ήταν υπουργός, μου λέει πάνω στη δεύτερη τράκα ο επαίτης. Τα πηγαίναμε καλά στην αρχή -με πήγαινε σε συνεστιάσεις κι επειδή ήμουν τότε βιοτέχνης με διαφήμιζε ως περίπτωση πετυχημένου μικρομεσαίου. Αλλα είχε το χούι να μου φυτεύει ενέσεις που είχαν λήξει επειδή το είχε απωθημένο να γίνει νοσηλεύτρια. Εσύ;
Εγώ, του λέω, στο πρώτο ραντεβού την πήγα σε ένα φίνο ακρογιάλι και μόλις της πιάνω το χέρι βγάζει από την τσάντα ένα τούβλο με το έργο ενός δυσπρόφερτου ακτιβίστα, φοράει τα γυαλιά της και μου το διαβάζει απνευστί. Όλο. Οπότε στη διάρκεια του μαρτυρίου ονειρευόμουνα μια νοσηλεύτρια να μου μπήγει βελόνες στο μάτι. Οπότε παντρεύτηκε έναν υπουργό που έπαιζε με το κουβαδάκι του στο ακρογιάλι.
Όλα ,μπερδεύονται γλυκά, μου λέει.
Όλα, συμφωνώ. Και μοιραστήκαμε μια μπάρα με κεχρί αγάνωτο.