Έχοντας συμπάθεια στο Ricky Gervais παρακολούθησα το After Life στο Netflix ελπίζοντας ότι θα είναι σειρά γλυκιά (όχι γλυκερή), ανάλαφρη, των διακοπών. Δεν έπεσα έξω. Ο Gervais παίζει έναν άντρα, σχεδόν μεσήλικα, ο οποίος χάνει τη σύζυγό του μετά από αρκετά χρόνια γάμου. Δίχως παιδιά, παρά μόνο με το σκύλο να νοιάζεται, παλεύει φωναχτά με την κατάθλιψη, εκτονώνει διαρκώς το δηλητήριό της, το φτύνει κατάμουτρα, φέρνοντας στα όρια υπομονετικούς φίλους και συναδέλφους που τον αγαπούν. Γιατί είναι αξιολάτρευτος.
Μιλώντας για τη διάθεσή του να αυτοκτονήσει ξεστομίζει το εξής:
Προτιμώ να είμαι πουθενά μαζί της παρά κάπου δίχως αυτή.
I’d rather be nowhere with her, than somewhere without her.
Εκείνο το πουργκατόριο όπου νεκροί, αγαπημένοι, κρατούν το χέρι των ζωντανών σφιχτά. Το δέσιμο που πονά και δεν λύνεται παρά όταν υπάρξει, με περίεργο τρόπο (κι έτσι είναι), κοινή απόφαση, συναίνεση των δύο.
Να είμαι πουθενά…
Η φράση μου θύμισε κάτι. Ανέσυρα μια πρόσφατη φωτογραφία. Αρχαίος τάφος στο Ομάν, της 3ης χιλιετίας π.Χ., της εποχής του χαλκού.
Όταν το κράτημα τελικά λυθεί, αναλαμβάνει η μνήμη. Ζωντανή, πεισματάρα. Ικανή να φτιάξει ολόκληρες νεκροπόλεις στο απ’ εδώ πουθενά.
Ή σειρές όμορφες, παρηγορητικά γλυκές.