Η άλλη όψη της ακραίας αντίληψης της αρρενωπότητας του λατινοαμερικανικού machismo είναι το στερεότυπο του marianismo. Η γυναίκα μεταλλάσσεται σε αγία, έχοντας γεννήσει και ανατρέφοντας παιδιά, έχοντας αποκηρύξει τη σεξουαλικότητά της. Αποκτώντας έτσι το ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στους άντρες, των οποίων την (από φύση) ανήθικη, κτηνώδη συμπεριφορά την ανέχονται. Ή, μάλλον, αδιαφορούν πλήρως γιατί δεν έχει σημασία πλέον. Ταπεινότητα και αυτοθυσία, θλίψη, το αιώνιο μαράζι δίχως αφορμή (όπως εύστοχα προσδιόρισε ο Μάνος Ελευθερίου), μπροστά στο οποίο αντιτάσσουν χρόνια υπεράνθρωπη αντοχή. Είναι οι σιωπηρές δυνατές.
Τρεις οι βασικοί γυναικείοι χαρακτήρες στο Roma, την αφηγηματική ταινία του Alfonso Cuarón. Ο καθένας, σε διαφορετικό βαθμό, ενσάρκωση του marianismo. Η γιαγιά/πεθερά, η μητέρα και η υπηρέτρια/νταντά. Οι δύο πρώτες ευρωπαϊκής καταγωγής, καθαρόαιμες, η τελευταία Ιθαγενής Αμερικανίδα, από την Οαχάκα στο νότιο Μεξικό, πολιτεία με μεγάλο πλούτο όσον αφορά στις ινδιάνικες εθνότητες. Κάθε γυναίκα με το δικό της βαθμό αντοχής και ανοχής. Η μητέρα λιγότερο από τη γιαγιά, η υπηρέτρια Κλέο με το μεγαλύτερο.
Η Κλέο είναι η πλέον άξια. Αυτή ανακηρύσσεται σε αγία, αφού έχει αποδείξει τη φυσική και ψυχική δύναμή της και, πριν το τέλος της ταινίας, σώσει από βέβαιο πνιγμό στη θάλασσα τα δυο μικρά παιδιά της οικογένειας. Δίχως να ξέρει κολύμπι, δίχως να κάνει ουσιαστική προσπάθεια. Μπαίνει στο νερό, βαδίζει ενάντια στα κύματα, και βγάζει τα πιτσιρίκια στη στεριά. Παπαδιαμαντικό θαύμα.
Εκεί, η (Ινδιάνα) Κλέο θα αποκηρύξει κλαίγοντας το δικό της παιδί, που γεννήθηκε νεκρό, καρπός της μίας και μοναδικής της σχέσης με ένα νέο (mestizo), μέλος παραστρατιωτικής οργάνωσης. Δηλώνοντας έτσι για πάντα την αφοσίωσή της στη (λευκή) οικογένεια. Με τη σειρά της, όλη οικογένεια δηλώνει εκ νέου και οριστικά την αγάπη της για την Κλέο.
Αυτές είναι οι προσλαμβάνουσες του σκηνοθέτη, ο τρόπος με τον οποίο η μνήμη ανακαλεί το παρελθόν, επαναχτίζοντάς το με πολλή νοσταλγία και πολλή αγάπη.
Ο Cuarón δίνει και μια άλλη παράλληλη υποβόσκουσα ματιά, την πολιτική, ανεπηρέαστη από στερεότυπα. Η ταινία διαδραματίζεται το 1970. Ο ήχος των διαδηλώσεων και των πυροβολισμών εναντίον των διαδηλωτών συχνός έξω από το σπίτι της οικογένειας με την εσωτερική αυλή. Έχουν περάσει ήδη δύο χρόνια από τη σφαγή στο Tlatelolco. Οι ανοχές, οι αντοχές και η δύναμη της πολυπολιτισμικής μεξικανικής κοινωνίας μετρούνται με διαφορετικό τρόπο και όχι με τρυφερές αναμνήσεις.
Το δίπολο, την καρικατούρα machismo – marianismo, το σπάει η εικόνα της διαδηλώτριας που κρατά στα χέρια, κλαίγοντας και ουρλιάζοντας, το νεκρό σύντροφό της.