Στη Σχολή μάς έμαθαν ότι μετά την εξάντληση κάθε πρωτοπορίας στην Τέχνη ακολουθεί μανιερισμός: τα τεχνικά επιτεύγματα, οι εκφραστικές ιδιαιτερότητες, οι τρόποι και οι μέθοδοι, ακόμα και κάποια τερτίπια και κλεισίματα του ματιού, όλα επιβιώνουν μόνον ως ύφος ψιλό, κενολόγο στυλ και διακόσμηση: ως μανιέρα. Μας έλεγαν πως η μανιέρα εξασφαλίζει τη συνέχιση της μεγάλης τέχνης (εικαστικής, μουσικής, του λόγου ή άλλης) ως παράδοση ακόμα και όταν προ πολλού έχει χαθεί το περιεχόμενό της ή έστω η δυνατότητά της να μπαίνει σφήνα μεταξύ όσων ξέρουμε και του κόσμου γύρω μας, φανερώνοντας όσα μπορούν να γίνουν και να ξαναγίνουν.
Παρακολουθώντας από σχετική απόσταση τη συζήτηση για την επίσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ στη Μακρόνησο διακρίνει κανείς χαρακτηριστικά πολιτικού μανιερισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πρώην κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που πλέον ασκεί τη συνεπέστερη κεντροδεξιά πολιτική που έχει δει ο τόπος από το 1944, κινείται από συλλογική ανάγκη να επικαλεστεί τη μνήμη με τον τρόπο που κάνουν τα γερασμένα και παραστρατημένα αριστερά κόμματα: ως μανιέρα, φωνάζοντας δυνατά στον εαυτό τους για να δείξουνε πως δεν πέθαναν και ως συνεχιστές μιας παράδοσης έστω και μόνον ως προς τους τύπους.
Δυστυχώς η Μακρόνησος είναι ιερή και αυτή η επίδειξη πολιτικών συμβόλων και αριστερών τερτιπιών και κλεισιμάτων του ματιού αποτελεί πράξη σχεδόν βέβηλη. Το “δυσκολο κυβερνητικό έργο του” ας το συνεχίσει ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να παριστάνει ότι συνεχίζει όσα σημαίνει η Μακρόνησος. Μπορεί να είναι αναγκαίο έργο, ίσως και ευεργετικό (…), αλλά με το Μακρονήσι έχει τόση σχέση όση ο Τζιανφράνκο Τσιμπαμπούτι με τον Μιχαήλ Άγγελο.