Θυμάσαι εκείνη τη σιχαμένη κούκλα στα πάρτι, εκείνη τη σούπερ επιτυχημένη- σούπερ τέλεια τύπισσα που τράβαγε τους πάντες σαν μαγνήτης γύρω της και σε άφηνε μαλάκα στη γωνία να την κοιτάς και να σκέφτεσαι πως κι εσύ παρά τρίχα δεν έγινες ηθοποιός/ κτηματομεσίτρια /ράπερ και πως τώρα είναι αργά βέβαια αλλά θα τα κατάφερνες πολύ καλύτερα από αυτήν σε όλα; Ε, πολλαπλασίασέ την επί χίλια διότι τώρα η σουπεργκομενίαση έγινε mainstream και όλοι εμείς ο μαλάκας στη γωνία μα πλέον ο έξαλλος μαλάκας. Το κοινωνικό άγχος παίζει να αποκτά άλλη διάσταση στα κοινωνικά δίκτυα, με μεγάλο κόστος για την έξω ζωή και αυτά που πρέπει να υπομένεις πια από τους γύρω σου.
Λογικά, όλα αυτά τα απίστευτα επιτεύγματα ανθρώπων στα βιντεάκια των ελάχιστων λεπτών των κοινωνικών δικτύων, όλοι αυτοί οι life coach με τα εμπνευστικά λογύδρια, όλες αυτές οι στάρταπ που θα ‘πρεπε να έχεις ιδρύσει γύρω από τη δική σου Μοναδική Ιδέα, μάλλον έχουν γεμίσει πολύ κόσμο με πίκρα και δηλητήριο χωρίς να το παίρνει πρέφα. Το καταλαβαίνεις από τις σέλφις που ανεβάζουν μάλλον για να γεμίσουν τα κενά, από τα διάσημα ρητά που έχουν κατακλύσει το σύμπαν εννοείται χωρίς υπογραφή, από τους τίτλους εργασίας που ρίχνονται κατά ριπάς -ολοένα πιο πολύπλοκοι για να κρύψουν τα πέντε δέκα βασικά επαγγέλματα- και από την ύποπτα μεγάλη και συχνή ευτυχία ανθρώπων που ξέρεις ότι δεν κάνουν μπάφους.
Ένας άστεγος που έφτιαξε ένα υπέροχο γλυπτό από σουφρωμένα κομμάτια κωλόχαρτο, ένα παιδί – θαύμα που παίζει πιάνο μαγικά, μία εφτάχρονη που μας ξεναγεί στην πρώτη της έκθεση ζωγραφικής, ένα νιάνιαρο επιχειρηματίας, μια διάνοια που γεννιόταν κάθε 100 χρόνια μέχρι χθες γιατί σήμερα έχεις μία σε κάθε ροδιά του ποντικιού. Πλέον τα όνειρά σου, αν δηλαδή αποφασίσεις ποτέ στ’ αλήθεια να τα βάλεις μπρος, δεν ξεκινούν από το μηδέν αλλά από το μείον χίλια ενώ πια δεν είναι μόνο ένα αλλά επίσης χιλιάδες τα όσα θα μπορούσες να κάνεις και δεν έκανες. Έχει γεμίσει ο κόσμος τύψεις και καημούς, νιώθει πως ότι κάνει σήμερα είναι άσκοπο, πως η ζωή του πήγε στράφι. Μεταξύ μας βέβαια, μάλλον ποτέ δεν ήταν στα όνειρά μας όλα αυτά κι αντί απλά να μας εμπνεύσουν ή έστω να γεμίσουν ευχάριστα το άσκοπο σκρολάρισμα, μας πικάρουν σε κάθε ευκαιρία και πια, μας έχουν κάνει Τούρκους.
Ίσα να τολμήσεις ν’ ακουμπήσεις το ποντίκι και τα θαύματα πάνε κι έρχονται. Κι εσύ θαμπώνεσαι, σοκάρεσαι κι ούτε ξέρεις πως βρέθηκες στο επόμενο επίτευγμα που θα σε συγκινήσει, θα σε γεμίσει δέος και θα σε εντυπωσιάσει το ίδιο εντυπωσιακά. Με τη διαφορά πως όλα αυτά αφήνουν σκιές όπως το κρύωμα και μάλιστα, για όλα εκείνα τα κουλά που ίσως ποτέ δεν μας ενδιέφεραν στ’ αλήθεια, ποτέ δεν τα σκεφτήκαμε, ποτέ δεν τα προσπαθήσαμε και ίσως ποτέ δεν θα είχαμε άλλωστε τα ταλέντα ή το μυαλό να δοκιμάσουμε, πόσο μάλλον να διαπρέψουμε. Για όλα αυτά λοιπόν, εμείς διαρκώς μετανιώνουμε και πικραινόμαστε. Κι αντί απλά να πάρουμε ιδέες και κουράγιο ή τέλος πάντων, να μην κάνουμε τίποτα βρε αδελφέ, απλά να τα δούμε και να προσπεράσουμε, άντε να πούμε ένα μπράβο και να συνεχίσουμε τη μέρα, εμείς μαραζώνουμε και γεμίζουμε δηλητήριο. Σαν εκείνες τις θείτσες στις γιορτές που σε έβαζαν να τους πιάσεις το βυζί για να πειστείς ότι για να ’ναι ακόμα τόσο πέτρα, στα νιάτα τους αυτές… και εννοείται πάντα στην αφήνουν την κουβέντα εκεί.
Θα ‘ταν ωραία που λες να μέναμε κι εμείς στα λόγια και τη γλυκιά αναπόληση μόνο. Αντίθετα, θυμώσαμε πολύ. Σου βουτάμε το χέρι κι αντί να το βάλουμε στο πετρωμένο βυζί, θα στο δαγκώσουμε και θα κόψουμε και δάχτυλο. Στην καλύτερη. Γιατί δεν μας φτάνανε τα κρυφά όνειρα ή τα απωθημένα που λίγο πολύ είχαμε ο κάθε φουκαράς, πλέον κουβαλάμε και καινούργιες, απάλευτες και άπιαστες πετριές, πλέον υπάρχουν κι άλλα, ατέλειωτα πράγματα που θα μπορούσαμε άνετα να είχαμε κάνει αλλά η άτιμη η κενωνία και τα τέτοια. Κι όλους αυτούς με τις σκιές μέσα τους, τους συναντάς κάθε μέρα, όλο και πιο μετανιωμένους, όλο και πιο χολωμένους. Σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας, θα δεις τους μάταια ματαιωμένους και θα τους αναγνωρίσεις από την πρώτη στιγμή.
Όσοι θεωρούσαν μέχρι χθες ότι κακώς δεν είχαν καταφέρει πράγματα στη ζωή τους, σήμερα είναι βέβαιοι πως πάρα πολύ κακώς κατέληξαν εδώ και είναι πλέον πάρα πολύ θυμωμένοι. Κι όσο οι μέρες περνούν, όσο τα βιντεάκια με τα θαύματα και τις γαμάτες σέλφιζ πληθαίνουν, όσο τα προφίλ γύρω τους δείχνουν πιο επιτυχημένα, πιο ευτυχισμένα, πιο σόσιαλ, τόσο αυτοί απογοητεύονται γιατί ξέρουν ότι είναι όλα τόσο δύσκολα πια, χώρια που δεν ξέρουν από που να πρωτοξεκινήσουν.
Στο δια ταύτα, αυτό που έχεις να αντιμετωπίσεις ξαφνικά, είναι οι άνθρωποι με τις άπειρες μάταιες απογοητεύσεις που σε περιπτώσεις, είναι τόσο μεγάλες που αδυνατούν τελείως να δουν την πραγματικότητα και πως ούτως ή άλλως ποτέ δεν θα τα είχαν καταφέρει μάλλον πουθενά. Όμως έχουν ήδη μολυνθεί. Αρνούνται να μιλήσουν ανθρώπινα διότι μέσα τους θα ήταν γαλαζοαίματοι, θα ήταν Αϊνστάιν, θα ήταν παιδιά – θαύματα που απλά έτυχε να μην εκθέσουν τα παιδικά έργα τους, είναι μεγάλοι καλλιτέχνες ήδη, είναι παρά τρίχα Καρντάσιαν ή Ρόουλινγκ, κάποια οποιαδήποτε, δεν έχει σημασία ποια απ’ τις δύο, συνήθως είναι και οι δύο, απλά σήμερα έτυχε να βρίσκονται εδώ.
Απλά έτυχε και δεν το πήραν είδηση και τώρα πέρασαν τα χρόνια, πέρασε η μαγική στιγμή και εγκλωβίστηκαν εδώ που το πιστεύουν τίποτα. Και το χειρότερο, ξέρουν πως εδώ θα μείνουν. Φταις δε φταις θα σε πάρει η μπάλα. Ακόμη κι αν έχουν ελπίδες κάτι να κάνουν στη ζωή τους από αυτά που θα έκαναν, λίγα αλλάζουν για σένα. Εσύ μα κι όποιος άλλος βρεθεί στο δρόμο τους για τα απλά, τα καθημερινά, τα προφανή, στέκεται ανάμεσα σε εκείνους και στο μεγαλείο που θα ζήσουν ή που θα έπρεπε ήδη να ζουν. Κι έτσι πηδάνε συστηματικά οποιοδήποτε ανθρωποεμπόδιο μπροστά τους και απορούν που εσύ δεν βλέπεις το μεγαλείο μέσα τους και εκνευρίζονται που είσαι τόσο γκαβός και δεν τους φέρεσαι ανάλογα.
Και οι σκιές όλο και γίνονται μεγαλύτερη χολή. Η τύπισσα που θα γινόταν ζωγράφος, τραγουδίστρια, ινσταγκράμερ και αντρεπρενέρ, σε κάθε ευκαιρία θα φροντίσει να σου καταστήσει σαφές πως σε όλα το ‘χει και μην τολμήσεις και βρεθείς στο διάβα της να βγάλεις άχνα για οτιδήποτε.
Βρίσκομαι πια καθημερινά σε παρέες και συζητήσεις όπου η αγενέστατη παρέμβαση του μάταια ματαιωμένου δεν κάνει εντύπωση σε κανέναν. Όπου κάποιος θα τα βάλει οπωσδήποτε με έναν επαγγελματία, χωρίς καν επιχειρήματα. Οποιοσδήποτε νομίσει πως ξέρει καλύτερα τα δεδομένα του πεδίου οποιουδήποτε του γυαλίσει, μπορεί απλά να ανοίξει το στόμα και να κάνει σόου. Σαν να έγραφε ποστάκι στο fb. Και πες πάει στο διάολο, δεν τρέχει, μάλλον έχει δει κάνα βιντεάκι και πίστεψε πως το ‘χει ή θα του πήγαινε πολύ το σπορ. Αυτό όμως που σοκάρει ελάχιστους είναι πως οι μάταια ματαιωμένοι νιώθουν ότι μπορούν να είναι όσο αγενείς θέλουν, διότι το αντικείμενο που τους καρφώθηκε ότι θα διέπρεπαν, είναι ήδη δικό τους, μόνο δικό τους και αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε όλοι, όπως και οι παρατρίχα μέλλον πρώην -καράσχετοι εννοείται- συνάδελφοί τους που τόλμησαν να ανοίξουν το στόμα τους.
Η μάταιη πετριά δεν έχει να κάνει με κοινωνική θέση, μορφωτικό επίπεδο, επιτεύγματα, σοβαρότητα. Δεν έχει σημασία ποιον έχεις μπροστά σου. Εσύ μπορεί να του βαράς προσοχές και ο μάταια ματαιωμένος να μην έχει ιδέα ή να μην τον νοιάζει. Διότι αυτός θα ήθελε να του βαράς προσοχές για άλλους λόγους, πολλούς και ξεκούδουνους. Αν σου τύχει και θεωρήσεις πως δεν έχεις καταφέρει πράγματα στη ζωή σου, αυτό δεν είναι αντικειμενικό, είναι υποκειμενικό του κερατά. Κανείς δεν είναι τέλειος. Διότι ακόμη κι ένας αντικειμενικά πολύ πετυχημένος άνθρωπος μπορεί άνετα μέσα του να είναι ένας μάταια ματαιωμένος και λυσσασμένος για άλλες δόξες, άλλα πεδία, άλλου είδους επιτεύγματα και λόγω αυτού, ένας βαρβάτα απογοητευμένος, ένας πανικόβλητος άνθρωπος και σύντομα, ένας αγενέστατος γκαζοτενεκές.
Μπορεί μπροστά σου να έχεις έναν γαμάτο επιστήμονα, έναν υπέροχο δάσκαλο, έναν τέλειο υδραυλικό. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία, διότι οι μάταια ματαιωμένοι θεωρούν κατάντια ή τέλος πάντων, κατώτερο οτιδήποτε κι αν έχουν κάνει σε σχέση με αυτά που τους γυάλισαν ξαφνικά. Μπορεί να είναι το ταγκό, ένα ζευγάρι ψεύτικα βυζιά, ένα νυχτερινό του Σοπέν παιγμένο με τριγωνάκι για κάλαντα. Δεν έχει σημασία.
Αν υπάρχει μια υπόνοια ότι τα κοινωνικά δίκτυα ενισχύουν το FOMO (fear of missing out), τον φόβο δηλαδή ότι κάτι θα χάσουμε απ΄όσα συμβαίνουν και στην προσπάθεια να νικήσουμε αυτό το κοινωνικό άγχος και να τα προλάβουμε όλα, τελικά εκτιθέμεθα σε χειρότερο, ήτοι σε πολλαπλές ματαιώσεις και τιγκάρουμε ψευδή απωθημένα, νιώθουμε περισσότερο συντρίμμια απ΄ότι πριν και εν τέλει, εξαγριωνόμαστε και ταλαιπωρούμε κόσμο για το τίποτα, τότε μπάστα. Όχι άλλο φούμο. Χίλιες φορές FOMO.