Διαβάζω στο εξαίρετο «Ο Αθλητικογράφος» του Ρίτσαρντ Φορντ μια αναφορά στον Τόμας Χομπς. Μιλάει ο ήρωας, ο Φρανκ Μπάσκομπ, για τον νοικάρη του, έναν αφρικανό, και λέει πόσο τον σέβεται που ως αντιστάθμισμα στα μαθήματα κατήχησης της εκκλησίας των Μεθοδιστών, όπου συμμετέχει ενεργά, διαβάζει συχνά Χομπς. Μου κάνει εντύπωση η αναφορά αυτή γιατί μου θυμίζει τη συμβουλή ενός καθηγητή μου, λίγο πριν ξεκινήσω μεταπτυχιακά. «Όταν αισθάνεσαι ότι βυθίζεσαι σε αυτή τη ζωή της διανόησης (life of the mind*), διάβαζε λίγο Χομπς», μου είχε πει, μεταξύ σοβαρού και αστείου, δείχνοντας με μια κίνηση του χεριού του πάνω στο γραφείο του το περίφημο βιβλίο (Λεβιάθαν) με το χαρακτηριστικό εξώφυλλο. Και βέβαια αναφερόταν στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αυτό που μιλάει για τη φύση του ανθρώπου. Γιατί όσα ιδανικά και να φορτώσεις το μυαλό σου, σε όποιο κόσμο διανόησης (ivory tower) και να δραπετεύσει η σκέψη σου, αρκεί λίγος Χομπς για να σε συνεφέρει. Με προβληματίζει όμως αυτό το σετ παρατηρήσεων γιατί είμαι δύσπιστος απέναντι στις συμπτώσεις. Ειδικά όταν μοιάζουν τόσο. Θεωρώ πιο πιθανό ο καθηγητής μου να είχε διαβάσει Φορντ, να είχε βρει την παρατήρηση για τον Χομπς τόσο εύστοχη που κατά καιρούς να την αναπαρήγαγε στους μαθητές του, παρά να ήταν μια γνήσια δική του παρατήρηση. Και βέβαια αυτό μας οδηγεί στην επόμενη απορία: ο Φορντ από πού την τσίμπησε αυτή την παρατήρηση; «Και γιατί δεν είναι πρωτογενής παρατήρηση του Φορντ;», θα αντιτείνει βέβαια κάποιος, και θα έχει και δίκιο. Δεν μπορώ να σας προσφέρω ένα αεροστεγές επιχείρημα γιατί δεν είναι παρατήρηση του Φόρντ, αλλά πιστεύω ότι δεν είναι, γιατί τελικά, η συγκεκριμένη, δεν είναι τόσο πρωτότυπη σκέψη. Η ανάγνωση του Χομπς ως αντιστάθμιση σε αλαφροΐσκιωτες θέσεις σχετικά με την καλοσύνη και τον ανθρωπισμό είναι μια εύστοχη αλλά λίγο τυποποιημένη προτροπή κουλτουριάρηδων. Παρεμπιπτόντως μια από τις πιο σκανδαλιστικές αναφορές στον Χομπς υπάρχει στο τελευταίο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, «Το Τέλος του Κόσμου σε Αγγλικό Κήπο», όπου ο Χομπς παρουσιάζεται ως εκκεντρικός που «έκανε γυμναστική (σχοινάκι) και τραγουδούσε άριες μέσα στο τυπογραφείο» των εκδοτών του «Λεβιάθαν». Η Τριανταφύλλου, εδώ, έχει διαστρεβλώσει με μαεστρία την πάγια προτροπή και έχει κάνει τον ίδιο τον Χομπς, ως προσωπικότητα, αντιστάθμισμα στο άτεγκτο βιβλίο του.
Αλλά αυτά τα παραδείγματα εκλεκτικής συγγένειας (με άλλα λόγια, πλιάτσικου) είναι απλώς αφορμή και εισαγωγή για το κυρίως πιάτο: τον τρόπο που διακινούνται πληροφορίες και ειδησεογραφία μέσα από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Γιατί μπορεί και στο παρελθόν να υπήρχε μια ροπή προς το πλιάτσικο ιδεών, αλλά ήταν η εμφάνιση και άνθιση των ΜΚΔ που το απογείωσαν. Η μικρή φόρμα ειδικά, που από τη φύση της ευνοείται στο Φέισμπουκ και το Τουίτερ, έχει προσφέρει τα μάλα στο πλιάτσικο. Στο παρελθόν, ως έφηβος, θυμάμαι να ενοχλούμαι και να απορώ από την εμμονή κάποιων στον περίγυρό μου να μου επαναλαμβάνουν, ως δικές τους, φράσεις και σκέψεις για συγκεκριμένα θέματα που τους τις είχα μεταφέρει αρχικά εγώ. Και λέω «μεταφέρει» γιατί κι εγώ με τη σειρά μου από κάπου είχα ακούσει αυτές τις φράσεις ή είχα διαβάσει τις σκέψεις, και, τελικά, όπως συνειδητοποίησα αργότερα, είχα την τάση να ξεχνάω την πηγή τους. Αλλά αυτή η μεταφορά συλλογισμών, πολλές φορές αυτούσια, ανάμεσα σε συγγενείς, φίλους, ή συναδέλφους, σε προφορικές συζητήσεις καφενειακού τύπου, όπου ο πομπός τους εμφανιζόταν αλαζονικά να τους έχει οικειοποιηθεί και να τους παρουσιάζει ως δικούς του, έμελλε τελικά να βρει μέσα από τα ΜΚΔ το ιδανικό περιβάλλον της. Στο παρελθόν είχαμε τον θείο ή τον φίλο που διάβαζε κάτι σε μια εφημερίδα και μετά μας μετέφερε τις απόψεις τού αρθρογράφου ως δικές του. Τώρα, διαθέτουμε πλειάδα ειδημόνων που αναγιγνώσκουν όχι μόνο απλή ειδησεογραφία αλλά και πρωτογενή κείμενα στοχαστών και φιλοσόφων και τα παρουσιάζουν κατάτι παραποιημένα ως δικά τους. Προσοχή όμως! Δεν διατείνομαι ότι είναι πάντα ένοχοι λογοκλοπής (αν και πολλές φορές είναι) γιατί πολύ απλά, όσο μεγαλώνει κάποιος, τείνει να λησμονάει πιο εύκολα τις δεξαμενές των σκέψεων από όπου τροφοδοτείται ο νους του.
Το πλαίσιο της κοινωνικής δικτύωσης όμως ενέχει και ένα επιπρόσθετο στοιχείο. Χαρακτηρίζεται από άκρατη και αλόγιστη επαναληψιμότητα όλων αυτών των θραυσμάτων σκέψης που καθημερινά περιδιαβαίνουν τα χρονολόγιά μας. Και όπου ενδημεί επαναληψιμότητα, ανοίγεται, πάντα, μπροστά μας, πεδίο δόξης λαμπρόν για παρεξηγήσεις και παρανοήσεις τόσο για το νόημα αυτούσιων λέξεων, όσο και για τις προθέσεις των φορέων ολόκληρων συλλογισμών. Άλλα λέω εγώ, και άλλα καταλαβαίνει ο άλλος, που τελικά μπορεί να βρίσκεται αρκετά στάδια μακριά, τόσο από το νόημα του αρχικού κειμένου, όσο και από τις προθέσεις του “δημιουργού” του. Τι θυμίζει όλο αυτό; («Τίποτα», είναι η απάντηση αλλά εγώ θέλω να πιστεύω ότι κάτι θυμίζει). Αυτός ο μηχανισμός δεν είναι παρά μια εκλαϊκευμένη παράθεση της έννοιας της αποδόμησης, που όπως έχει υποστηρίξει ο Ντεριντά, ελλοχεύει παντού και μπαίνει σε λειτουργία, κάθε στιγμή, ακόμα και μέσα από την καθομιλουμένη. Αλλά δεν διάβασα, τουλάχιστον πρόσφατα, Ντεριντά. Διάβασα όμως το τελευταίο μυθιστόρημα του Λοράν Μπινέ, «Η Έβδομη Λειτουργία της Γλώσσας», στην προσεγμένη μετάφραση του Γιώργου Ξενάριου. Λέει λοιπόν ο Μπινέ, μέσα από το στόμα του Ντεριντά:
«Χρησιμοποιούμε τις λέξεις των άλλων. Συνεπώς, όπως στο σπασμένο τηλέφωνο, είναι κάτι παραπάνω από πιθανό —είναι αναπότρεπτο— με τόσες επαναλήψεις, να χρησιμοποιούμε τις λέξεις των άλλων με έννοιες ελαφρώς παραλλαγμένες. […] Βάζοντας όρια σ’ αυτό ακριβώς που επιτρέπει, παραβιάζοντας τον κώδικα ή παραβαίνοντας τον νόμο που η ίδια αποτελεί, η επαναληψιμότητα, εγγράφει, κατά τρόπο ανέκκλητο, την αλλοιώση στην επανάληψη».
Και, φυσικά, το παράδειγμα του Λοράν Μπινέ, που το τελευταίο βιβλίο του συνιστά σπάνιο αμάλγαμα διδακτισμού και μυθοπλασίας, βάζει το λιθαράκι του σε αυτά ακριβώς που προσπαθώ να σας πω εγώ εδώ. Ο Μπινέ, παίρνει, επιλεκτικά, ολόκληρα κομμάτια από το λεγόμενο «French theory», και, μέσα από την επανάληψη, το ανασκευάζει ως αστυνομικό μυθιστόρημα. Η αλλοίωση είναι όχι μόνο ανέκκλητη, αλλά και επιθυμητή.
Για να ανακεφαλαιώσω: το πλιάτσικο ιδεών που ήταν πάντα παρόν, βρήκε μέσα από τα ΜΚΔ το βήμα του, το ιδανικό περιβάλλον για να ευδοκιμήσει. Περιβάλλον που με τη σειρά του έδωσε νέα, πρωτόγνωρη ώθηση στην έννοια της επαναληψιμότητας που ξέφυγε από τα στενά οικογενειακά, φιλικά, συναδελφικά δεσμά και βγήκε στα ανοιχτά. Επαναληψιμότητα που με τη σειρά της ενέχει μέσα της παραλλαγή και αλλοίωση τόσο λέξεων, συλλογισμών, αλλά και εννοιών. Άρα, περιδιαβαίνοντας πλέον το πεδίο των ΜΚΔ, δεν εκτιθέμεθα μονάχα στην ατζέντα των ιδεολογιών και πεποιθήσεων (πολιτικών ή άλλων) του κάθε συνομιλητή μας, αλλά, με πρωτόγνωρη δύναμη, και στην εγγενή δυναμική της ίδια της γνώσης, που μέσω της γλώσσας, εγκιβωτίζει μέσα της όχι μόνο τη μεταφορά και διάδοση της πληροφορίας, αλλά και τον αλγόριθμο της (παρα)φθοράς της.
Τι κερδίσαμε από όλο αυτό; Τα απαραίτητα διαλείμματα από τα υψίπεδα της διανόησης δεν χρειάζονται πια κανέναν Τόμας Χομπς ως μέσο υπενθύμισης (reality check) του χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης. Χρειάζονται μόνο λίγη ώρα σε κάποιο θρεντ ανάμεσα σε “φίλους”.
* (edit) Η λέξη «mind» μεταφράζεται στο συγκεκριμένο σημείο ως «διανόηση» και όχι ως «νους» που είναι η συνηθισμένη απόδοσή της στα ελληνικά. Η φράση «life of the mind», αν μεταφραστεί ως «ζωή του νου» αφήνει ανοιχτή την πόρτα για έναν ανεπίτρεπτο, για τον γράφοντα, δυισμό όπου ο νους εξισώνεται με τον εγκέφαλο ή το μυαλό, και το σώμα συνιστά ξεχωριστή οντότητα.