1
Για να κατανοηθούν σε βάθος και σε πλάτος ορισμένα κείμενα (είτε γραπτά είτε προφορικά –κάθε είδος λόγου διαθέτει κειμενική υπερδομή) απαιτείται ένα μείγμα ικανοτήτων που να μην περιορίζεται στο συνήθη συνδυασμό λογικής, γραμματικής-συντακτικής και γενικής παιδείας– άντε και αυτού που γενικώς και συγκεχυμένα ορίζεται σαν ευαισθησία, ενώ στην πραγματικότητα εννοείται σαν δεκτικότητα προς κατανόηση που πάει να εγγίσει αλλά τελικώς δεν εγγίζει το όριο της κατανόησης καταλήγοντας ετοιμόρροπη, ανασφαλής ενσυναίσθηση. Απαιτείται μια ευαισθησία ειδική. Που δεν θα διστάσει να δανειστεί έννοιες και πρακτικές εν χρήσει τόσο στο αχαρτογράφητο υπόγειο του ασυνείδητου όσο και στο διαμπερές μεταφορικό ρετιρέ της ποίησης για να τις μετατρέψει σε εμβρυουλκούς προκειμένου να διευκολυνθεί ο τοκετός του νοήματος ακόμα και όταν πρόκειται για ανεμογκάστρι. Σε αυτή την κατηγορία κειμένων κατατάσσεται και η κατ’ άλλους περίφημη, κατ’ άλλους κακόφημη, κατ’ άλλους βλάσφημη, και κατ’ άλλους αβλάσφημη, και πάντως γενικώς πολύφημη συνομιλιακή παρέμβαση της κας Δόμνας Μιχαηλίδου σε δημόσια παρουσίαση βιβλίου με τίτλο «Από πού κι ως πού όλοι οι αγώνες είναι δίκαιοι –Μια συζήτηση για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης» των Σταύρου Τσακυράκη και Απόστολου Δοξιάδη, στις 29 Μαρτίου 2018. Την παρέμβαση αυτή θα δίσταζα να την κατατάξω στο αυτοτελές και αύταρκες είδος της ομιλίας που εκφωνείται χωρίς χρεία προσφυγής σε ένα είδος εγκάρδιας σωματικής συμπαθητικής δέσμευσης ανοχής από μέρους των ακροατών στις απορρώγες διολισθήσεις των νοημάτων που επιχειρεί να πραγματευτεί. Μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 η κα Μιχαηλίδου είναι πλέον δημοσιότερο πρόσωπο και μέλος της Κυβέρνησης Μητσοτάκη στη νευραλγική θέση της Υφυπουργού Εργασίας· πράγμα που αναπλαισίωσε φανερά την εμβέλεια της συνεισφοράς της στην εν λόγω βιβλιοπαρουσίαση και έφερε στο προσκήνιο την πολιτική ιδιοπροσωπία μιας 32χρονης οικονομολόγου –με ομολογημένη από την ίδια ανεπαρκή πείρα της ελληνικής πολιτικής και ιστορικής πραγματικότητας– που της δάνεισαν το βιολί του Ένγκρ για να ακομπανιάρει έναν εξηνταεφτάχρονο καθηγητή του συνταγματικού δικαίου με δυναμική πολιτική στράτευση ήδη από τα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών και αντίστοιχη πολιτική πείρα, και έναν εξηνταπεντάχρονο συγγραφέα, μαθηματικό και σκηνοθέτη με δημόσιο πολιτικό προβληματισμό. Φαίνεται λοιπόν πως αυτή την ειδική ευαισθησία διαθέτει ανάμεσα σε άλλους και ο χορογράφος του εσωκλείστου Liberal.gr ο οποίος καταφέρνει εξαντλώντας σαν πεπειραμένη μπαλαρίνα και τις εφτά βασικές κινήσεις του κλασικού μπαλέτου, αφού λυγίσει, τεντώσει, στρέψει και περιστρέψει το θέμα (που δεν είναι άλλο από το τί είπε πράγματι η κα Μιχαηλίδου ή εν πάση περιπτώσει τί περίπου είπε ή τί δεν είπε ή τί θα ήθελε ειλικρινά να μπορούσε να πει και τελικώς δεν κατάφερε να το πει), με μια εντυπωσιακή γκλισάντ, ένα αριστοτεχνικό ετάντρ, ένα θεαματικό άλμα και μια μετάρσια διεγερτική ρελεβέ να αυτομεταφερθεί συμπαρασύροντας και τον αναγνώστη σε μια φεγγαρόλουστη κομματική πασαρέλα όπου τα θηλυκού βιολογικού φύλου στελέχη της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης παρελαύνουν σκορπίζοντας στους έκθαμβους και αποκλειστικώς άρρενος βιολογικού φύλου θεατές-ψηφοφόρους-πολίτες τα μυστηριώδη λουξ του φεγγαροφωτισμού τους. Και αυτοί, με βάση τα φαινόμενα, φεγγαροφωτισμένοι μέχρι τα βάθη τού είναι τους, εμπεδώνουν δεξιές αλήθειες: δημοκρατία ίσον πολυτέλεια («όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι -όλοι οι άνθρωποι, με άλλους λόγους, όλοι όσοι διαθέτουν ομπρέλα»- μέχρις εκεί είχε αποτολμήσει να φτάσει ο πάντα καίριος Ε.Μ. Φόρστερ), σαγιονάρα και ταγάρι και κακογουστιά ίσον αριστερά, η Γυναίκα είναι υπεράνω πολιτικής, πολιτείας και Κόμματος καθότι κόμματος, Ελληνική Ριβιέρα για όλους ίσον δεξιά, χαμόγελο ίσον δεξιά, γκρίνια, μοχθηρία και γρουσουζιά (στο σημείο αυτό μόνο με αποσιωπητικά επιτυγχάνεται εν μέρει ο αρμόδιος μελωδικός επιτονισμός της λέξης· αλλά θα τα αποφύγω) ίσον αριστερά, κι εδώ κάποιος απόμακρος αντίλαλος έρχεται (από εποχές που ο μεν χορογράφος σαφώς και υπήρχε αλλά η κα Μιχαηλίδου ήταν μια τόσο αδιανόητη μελλοντική πιθανότητα όσο η αποτρίχωση με λέιζερ σε συνοικιακό ινστιτούτο αισθητικής της δεκαετίας του 1960), για τις μαύρες κάλτσες και τις αξύριστες γάμπες των Λαμπρακισσών –παλιά κρασιά σε καινούργια ασκιά δύσκολα ανακαινίζονται. Ο πατριωτισμός της περισπωμένης είναι εδώ μασκαρεμένος εξωτερικώς με την περικεφαλαία μακεδονομάχου, εσωτερικώς με τα διανοήματα επαρχιακού μητροπολίτη, πασαλειμμένος τεχνοκρατικό γκλάμορ, πολιτική αμεριμνησία και ένα σβέλτο εθνικό αφήγημα στη θέση της Ιστορίας, με την νεοκαθαρευουσιάνικη γραβάτα των «ψηφοφόρων υψηλής αισθητικής» φορεμένη σε νεοσσούς του μάρκετινγκ που το επιτελικό κάστινγκ μεταμφίεσε σε άνετους δεξιούς σταχανοβίτες-χρήστες του νιουσπίκ και με το πλατύ χαμόγελο στα χείλια, την εκθαμβωτική οδοντοστοιχία και ολίγη «θετική ενέργεια» θα βγάλουν τη χώρα από τα κοινωνικά αδιέξοδα. Φεγγαρόφωτοι και φεγγαροαμέριμνοι, βαρέως πλην υπερηφάνως ανιστόρητοι, νωποί από αλαζονική απειρία και από το βάφτισμα στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ που δεν είναι άλλο βέβαια από το ανύπαρκτο ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς. Και τη γρουσουζιά της. Και τα κακάσχημα θηλυκά της. Και τα Μακρονήσια της. Και την ψυχασθένειά της.
Όπως στους αρχαίους χρόνους δεν χρειαζόταν να εξηγήσει κανένας στους θεατές της αισχυλικής Ορέστειας τι καπνό φουμάρουν τα πρόσωπα του δράματος που κουβαλούσαν στη σκηνή την οικεία μυθική σκευή τους, έτσι και σήμερα η παράλληλη πραγματικότητα φαντασμάτων του γιου τιούμπ προσφέρει την επικαιρική κλείδα των υποθέσεων που αναγκαζόμαστε να παρακολουθούμε να εξελίσσονται στον πραγματικό κόσμο: πραγματικός όμως είναι ο κόσμος της γραφής που αποδελτιώνει, στοχαστικά διηθεί και απομνημονεύει· και όχι οι αχνές σκιές που προβάλλονται είτε σε τοίχο σπηλαίου είτε σε οθόνη υπολογιστή πριν καλά καλά σχηματιστούν τα είδωλα στον αμφιβληστροειδή μας. Ως εκ τούτου, εδώ
https://www.youtube.com/watch?time_continue=8&v=O1bOOOR9zoc
παρακολουθούμε την αφορμή της πραγματικότητας που επιχειρώ να περιγράψω. Στη συνέχεια παρατίθεται απομαγνητοφωνημένο το κείμενο της παρέμβασης της κας Μιχαηλίδου, η αποτύπωση της δομής του λόγου της, από τη στιγμή που μπαίνει, υποτίθεται στο κυρίως θέμα της. Από όσο μπόρεσα να ελέγξω, το κείμενο αυτό, και πάλι όχι ολόκληρο, εμφανίστηκε σε γραπτή μορφή σε ένα μόνο σάιτ που επισκέπτονται κυρίως διαφόρων τύπων αποκρυφιστές ή Υπάλληλοι του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών κτλ. Παντού αλλού αναπαράχτηκαν ορισμένες μετέωρες φράσεις, από μόνες τους πιο παραπλανητικές και από το φεγγαρόφωτο. Η πλειονότητα των σχολιαστών απέρριψε την οχληρή επιμέλεια της καταγραφής ακέραιου κειμένου αρκούμενη σε παραπομπή στη διαδικτυακή διεύθυνση πρόσβασης στο συμβάν στο σχετικό βίντεο. Άλλη μια φορά η πολυμεσική ευκολία κατατρόπωσε τη χρονική ωριμότητα –και το μόχθο– που απαιτεί η εμβάθυνση. Άλλη μια φορά ο δημοσιογράφος ενθάρρυνε την πνευματική νωθρότητα σκεπτόμενος πριν από και για τον αναγνώστη. Καταγραφόμενο, το κείμενο πρέπει να ενδυθεί τους σημασιολογικούς και μετασημασιολογικούς δείκτες του. Τη στίξη και το λογώδες μέλος του, «το συγκείμενον εκ των προσωδιών των εν τοις ονόμασιν· φυσικόν γαρ το επιτείνειν και ανιέναι εν τω διαλέγεσθαι» («ένα είδος μελωδίας στην ομιλία, που εξαρτάται από τους τονισμούς των λέξεων· γιατί είναι φυσικό, όταν μιλούμε, να ανεβαίνει και να κατεβαίνει η φωνή», όπως το περιγράφει ο αρχαίος θεωρητικός της μουσικής Αριστόξενος). Κατά κανόνα, η στίξη μικρό μόνο μέρος καλύπτει των απαιτήσεων γραπτής ενάργειας ενός κειμένου. Αναρμοδίως συγκρίνεται προς την ενορχήστρωση του μουσικού έργου. Η στίξη ανήκει στη ρητορική του νοήματος· ρυμοτομεί νοηματικές περιόδους ώστε να καθοδηγείται η περιόδευση του νοήματος και διαθέτει ανεπαρκέστατο συμβολισμό. Ειδικά για τα επίμαχα εισαγωγικά, o Άι. Έι. Ρίτσαρντς επισημαίνει ότι «…καταπονούμε υπερβολικά αυτό το πολύ εξυπηρετικό επινόημα του γραπτού λόγου… Κατά το έργο της ερμηνείας θα πρέπει να μπορούμε να υποδεικνύουμε λέξεις και φράσεις που χρήζουν ιδιαίτερης και ειδικής προσοχής, και πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να δίνουμε ενδείξεις της στάσης μας ως προς αυτές και ως προς τις σημασίες τους. Είναι μάλλον παραλογισμός να μην έχουν αναπτύξει οι συγγραφείς εδώ και κάμποσον καιρό ένα σύστημα σημειογραφίας που να αποσκοπεί στη διάκριση των ποικίλων καθηκόντων που αυτά τα μικρά μετέωρα κόμματα που περιφέρονται γύρω από τις λέξεις μας είναι επιφορτισμένα να εκτελέσουν». Συνεχίζει προτείνοντας τη θέση των εισαγωγικών να την παίρνουν μετασημασιολογικοί μικροσκοπικοί άνω δείκτες (εισηγείται και χρησιμοποιεί κιόλας ο ίδιος καμιά δεκαπενταριά αφήνοντας και ενθαρρύνοντας περιθώρια αυτοσχεδιασμού) που θα είναι αρχικά άκρα λέξεων, συντμήσεις ή και άλλα σημεία στίξης, όπως ερωτηματικά ή θαυμαστικά, και οι οποίοι συνοδευόμενοι από μια απλή κλείδα θα αναβαπτίζουν τη λέξη ή τη φράση που θα πλαισιώνουν στο ποθητό λουτρό σημασιολογικής ακρίβειας, π.χ. η λέξη ή φράση ανάμεσα σε άνω θαυμαστικά « ᵎ—ᵎ» θα υποδηλώνει στάση έκπληξης ή χλευασμού, ένα επιφώνημα του τύπου «έλα θεέ και κύριε, μιλάς σοβαρά;!». Επέμεινα στα εισαγωγικά γιατί στην περίπτωση του κειμένου που μας απασχολεί αναδεικνύονται σε μείζον πρόβλημα της καταγραφής για το οποίο βεβαίως δεν είναι υπεύθυνη η καταγραφή αλλά η αβεβαιότητα πλαγιασμού ή ευθύτητας του λόγου της ομιλήτριας. Θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς πως η ψυχική της ταύτιση με το περιεχόμενο του βιβλίου που κλήθηκε να υποστηρίξει ή έστω να πραγματευτεί κατά την βιβλιοπαρουσίαση, την οδηγεί σε ένα είδος ρευστοπροσωπίας όπου συμβαίνει μια αντιποίηση ρόλων -μιλά για το βιβλίο σα να το έγραψε ή ίδια ώστε να καθιερώνεται μεν η κοινοκτημοσύνη των νοημάτων, να συγχέεται δε η πατρότητα. Και εδώ βεβαίως τίθεται ζήτημα ορισμού της νοσηρότητας του ψυχικού φαινομένου της εμπάθειας που κατά την ομιλήτρια φαίνεται να υποσκάπτει την αντικειμενικότητα μονομερώς, όταν δηλαδή αυτή αφορά τους άλλους. Για το λογώδες μέλος της παρέμβασης της κας Μιχαηλίδου θα απαιτούνταν, όπως κατά κανόνα για τις περιπτώσεις καταγραφής κειμένων που εκφωνούνται και φτάνουν στον ακροατή-θεατή-αναγνώστη ως φωνή, βυζαντινή παρασημαντική. Αλλά κοντός ψαλμός, αλληλούια: ( Συνεχίζεται)