Η κα Μιχαηλίδου καταλήγει, και καταλήγω και εγώ
«Και τελειώνω με μια τρίτη επισήμανση που θέλω να κάνω ως προς την… την αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει κάτι συνεκτικό. Κι εκεί πέρα υπάρχει πρόβλημα αλλά εκεί το πρόβλημα νομίζω ότι είναι ένα ιστορικό και alas δεν είναι πρόβλημα το οποίο είναι μόνο ελληνικό. Υπάρχει μια διαιρετικότητα κυρίως στην ηγεσία της Αριστεράς η οποία νομίζω ότι προέρχεται από μια ασυμμετρία εγωισμού που συγκεντρώνει ο χώρος. Και τι εννοώ με αυτό; Ότι βλέπω ότι στους αυτοαποκαλούμενους…αποκαλούμενους αριστερούς ηγέτες υπάρχει μια πολύ μεγάλη έλλειψη ελαστικότητας ως προς τη συγκατάβαση και το συμβιβασμό. Αυτά είναι μεταξύ τους. Αλλιώς πώς λέγεται πώς μπορεί να μεταφραστεί αυτή η έλλειψη ελαστικότητας, ως ένα πολύ μεγάλο εγώ κι εκεί που αυτό μεταφράζεται αν θέλετε νομίζω είναι σ’ αυτό που οι Εγγλέζοι αποκαλούν fallacy of summation, τι γίνεται δηλαδή ότι η διαιρετικότητα αυτή στο σύνολό της είναι πολύ μεγαλύτερη από το άθροισμα των μεμονωμένων εγώ που μπορεί να έχει στην ηγεσία. Και κλείνω προσπαθώντας να δώσω κάπως τις διεθνείς και πιο επίκαιρες αν θέλετε διαστάσεις του ζητήματος αυτού, του ζητήματος της διαιρετικότητας της Αριστεράς που βλέπω ως πολλαπλό ζήτημα και ι…ι…ισχυρό ζήτημα κοιτώντας και σκέπτοντας ας πούμε την κυρίως ξανά σας λέω σε διεθνές επίπεδο τον αριστερό αγώνα για την πολιτική ορθότητα. [Αυτή η νέα έξοδος της κας Μιχαηλίδου στο στίβο της πολιτικής ανάλυσης (παρά το ότι έχει ήδη δεχτεί την άγνοιά της και τη μεγαλύτερη αρμοδιότητα άλλων που μάλιστα περιλαμβάνονται στο ακροατήριο), αυτή τη φορά της Αριστεράς, περιέχει αινιγματικές διατυπώσεις και όρους που δεν μέλλουν να απαντηθούν ποτέ. Έχω κουραστεί. Υπάρχουν κόκκινες γραμμές και τις ξεπεράσαμε. Δυστυχώς το βίντεο δεν προσφέρει τη συζήτηση που ακολούθησε.] Η πολιτική ορθότητα έχει δύο κομμάτια. Την ορθότητα και το πολιτικό. Το πρόβλημα της ορθότητας απ’ την πλευρά του Αριστερού λόγου είναι ότι εκφράζεται με έναν τέτοιο τρόπο που βρίσκει πάρα πολύ δύσκολα κοινό δηλαδή θα βρεθούν πολύ λίγοι ιδιαίτερα από την παραγωγική αν θέλετε βάση οι οποίοι θα συμφωνήσουνε στη λογική της του αφηγήματος της ορθότητας απ’ την πλευρά της Αριστεράς και το δεύτερο είναι στο κομμάτι της πολιτικής διότι δυστυχώς η πολιτική της πολιτικής ορθότητας της Αριστεράς γίνεται ως επί το πλείστον στα αμφιθέατρα· δε γίνεται στο κομμάτι της πολιτικής πράξης κι εκεί όταν συνδυάζει κανείς τη διαιρετικότητα του χώρου μαζί με αυτό το…το κομμάτι της πολιτικής ορθότητας το μόνο πράγμα που μπορεί να μου έρθει στο μυαλό είναι ένα κάτι που είχε πει ο Τεντ Κένεντι, ο γερουσιαστής, το οποίο είχα βρει μικρή όντας πολύ α…α… συγκινητικό ότι πρέπει να καταλάβουμε ότι υπάρχει μιά πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε ένα κόμμα το οποίο υποστηρίζει τους εργάτες και ένα εργατικό κόμμα. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε ένα κόμμα που υποστηρίζει τις γυναίκες και ένα γυναικείο κόμμα. Κι έτσι αντίστοιχα πρέπει να προσέξουμε να στήσουμε ένα κόμμα το οποίο θα υποστηρίζει τις μειονότητες μη όντας ένα μειονοτικό κόμμα. Και σ’ αυτό μ’ αυτό νομίζω σας αφήνω και δίνω το λόγο στον Πάσχο [Μανδραβέλη]…» [Πώς φτάσαμε στον Τεντ Κένεντι και σε ένα από εκείνα τα γενικής χρήσης προσκοπικής αφέλειας αποφθέγματα που ο ενθουσιασμός που μπορεί να προκαλέσουν σε εφήβους ή ενήλικους με ηβώσα συνείδηση εξαρτάται από το βαθμό άγνοιας του ενθουσιώντος υποκειμένου; Και ποιος δεν θα ευχόταν η αντικατάσταση τοι «χόι πολλόι» με το «χόι χολόι» —αντικατάσταση την οποία εξάλλου εξαγγέλλουν για διαφημιστικούς λόγους όλα αδιακρίτως τα πολιτικά κόμματα ενώ γνωρίζουν ότι το πολιτικό «κόμμα των όλων» ανήκει στην ιδανική μεν, ανέφικτη δε, πολιτεία της Ουτοπίας, όταν δεν αποτελεί πρόσχημα δικτατορίας— να έλυνε μια για πάντα το ακανθώδες πρόβλημα του ικανοποιητικού ορισμού του πολιτικού «κόμματος» για τον οποίο εξακολουθούν να σπαζοκεφαλιάζουν οι πολιτειολόγοι; Η εισήγηση της κας Μιχαηλίδου ξεκίνησε με τη δήλωση πως θα ασχοληθεί με τρία σημεία του βιβλίου —την «απώλεια συναισθήματος δικτατορίας» εκ μέρους όλων όσων αντέδρασαν στη δικτατορία των συνταγματαρχών, η οποία απώλεια οδήγησε στην αγιοποίηση του «αγώνα της δικτατορίας» επειδή (ο αγώνας) έγινε «επειδή δεν έγινε την ώρα που έπρεπε να γίνει» και αυτό (η ενοχή;) οδήγησε σε «ψυχική νόσο» κατ’ άτομο κατά το συγγραφέα και συλλογική κατά την κα Μιχαηλίδου που και προσυπογράφει και υπερθεματίζει· στη δράκα όσων εν πάση περιπτώσει έστω και καθυστερημένα, έστω και μειοδοτώντας αγωνίστηκαν περιλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο την Αριστερά, ναι, αποκλείει εντελώς τη Δεξιά ή την Κεντροδεξιά ή την Κεντροαριστερά (πρώτα ονόματα που έρχονται οι Σπύρος Μουστακλής, Τάσος Μήνης, Αλέκος Παναγούλης), στην οποία ψυχικώς πάσχουσα Αριστερά καταλογίζει εν συνεχεία και άλλη διαστροφική αποκλειστικότητα —τη μονοπωλιακή συγγραφική δραστηριότητα νοσηρής και μεροληπτικής νεότερης Ιστορίας η οποία δεν εγκρίνεται από «κάποιους θειούς» της «που έκαναν στη Μακρόνησο». Και περνάει στα σημεία δύο και τρία , τα οποία δεν είναι σαφές αν ανήκουν στην επιχειρηματολογία του βιβλίου για το οποίο ο λόγος: εδώ, με χρονικό άλμα προς τα πίσω, στον ελληνικό Εμφύλιο, επιχειρεί κριτική σκοπιμότητας τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς —και οι δυο πάσχουν από τεχνικής πλευράς και βεβαίως η διάγνωση είναι που οδηγεί στη θεραπεία· προκύπτει επείγουσα ανάγκη δημιουργίας πειστικού ιδεολογήματος-αφηγήματος για την πρώτη που ήδη απέτυχε οικτρά στη διαχείριση της νίκης της στον Εμφύλιο· το τί προκύπτει για τη δεύτερη, αν αυτό δεν είναι η κατάργησή της (και ενδεχομένως η πολιτική σύμπραξη αν όχι η συνεργασία με την —κυβερνώσα, πλέον— Δεξιά) είναι, όπως φαίνεται από τη συνέχεια, να πάψει επιτέλους να κυριαρχεί στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα παράγοντας ακατάπαυστα πολιτική θεωρία και όχι πράξη και να το πάρει απόφαση πως «η παραγωγική βάση» παραμένει και θα παραμένει ασυγκίνητη από έναν πολιτικό λόγο που δεν υιοθετεί την προσιτή καίρια ευθύτητα του βαρναλικού «μια μονάχα υπάρχει αλήθεια / μαχμουρλίκι και συνήθεια».]
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η επιπόλαιη επιχειρηματολογία μιας νεαρής οικονομολόγου δεν θα ώφειλε να προκαλέσει μια τόσο εκτενή αναλυτική και επικριτική αναφορά εκ μέρους κάποιου που η διαφορά της ηλικίας και μόνον τού προσφέρει ένα ανυποψίαστο για την κα Μιχαηλίδου βάθος χρονικού, και κατά συνέπεια ιστορικού, πεδίου. Αλλά ακριβώς η χρήση, αλίμονο, και όχι συνηγορία που επιφύλαξε η κομματική παράταξη της κας Μιχαηλίδου (σαφέστατα κομματική παράταξη μετά τις 7 Ιουλίου 2019) στο νεαρό της ηλικίας της, στο φύλο της και ακόμα και στο παρουσιαστικό της (μετά τις δικαιολογημένες αντιδράσεις όσων αισθάνθηκαν να θίγονται άμεσα από τα επιχειρήματά της) φτάνοντας στην ακραία περίπτωση του liberal.gr να την εξαναγκάσει να παρελάσει σε πασαρέλα κομματικών καλλιστείων, ήρθε να ενισχύσει μια άλλη βαθύτερα προσωπική παρόρμηση αρκετή να με κάνει να περάσω ένα ολόκληρο απόγευμα του αυγουστιάτικου αθηναϊκού καύσωνα έγκλειστη στη διακεκαυμένη ζώνη ενός δωματίου με θερμοκρασία 35 βαθμών παρέα με τον λιμοκτονούντα όφι του απηνή συριγμού τού σίγμα τής φωνής τής αγορήτριας (που θα πρόδιδε ακόμα και στο σκοτάδι, ακόμα και αν ήμαστε σκιές στο δαντικό Άδη την ηλικία της και, για μένα, η αντιπαθητικότητά του υπερέβαινε και αυτή την αδυναμία του λόγου της) προκειμένου να την απομαγνητοφωνήσω πιστά, και που δεν είναι άλλη από την πεποίθησή μου πως περνάμε μέρες όπου η επιδημική ψευδοδοξία διαθέτει απείρως πιο σατανικά και αποτελεσματικά εργαλεία πολλαπλασιασμού της πλάνης, κοσμικών πλέον διαστάσεων, από αυτά που διέθετε την εποχή του Σερ Τόμας Μπράουν· αν αυτός, τον 17ο αιώνα, κόπιαζε σπαταλώντας πολύτιμο μελάνι και πανάκριβο χαρτί για να αποδείξει κατεβάζοντας όλη τη διαθέσιμη βιβλιογραφία πως ο κάστορας δεν αυτοευνουχίζεται για να ξεφύγει από τους κυνηγούς του, καμιά θυσία δεν είναι αρκετή προκειμένου να μεταφερθεί αυτό που επιτέλους είπε η κα Μιχαηλίδου και όχι αυτό που θα ήθελαν η ίδια ή άλλοι να είχε ή να μην είχε πει.